Δεκατρία μέλη ιρακινής οργάνωσης προσκείμενης στο Ιράν συνελήφθησαν τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία, στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργούνται για τις εκτοξεύσεις ρουκετών εναντίον αμερικανικών συμφερόντων, εξέλιξη χωρίς προηγούμενο την ώρα που οι επιθέσεις αυτού του είδους δεν έχουν σταματήσει τους τελευταίους οκτώ μήνες, σύμφωνα με αξιωματούχους που μίλησαν στο Γαλλικό Πρακτορείο και στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters.
Κυβερνητική πηγή και δύο αξιωματικοί των υπηρεσιών ασφαλείας εξήγησαν ότι οι 13 άνδρες συνελήφθησαν σε συνοικία της Βαγδάτης και ότι στην κατοχή τους βρέθηκαν ράμπες που χρησιμοποιούνται για να εκτοξεύονται ρουκέτες.
Οι συλληφθέντες φέρονται να ανήκουν στην Κατάεμπ Χεζμπολάχ («Ταξιαρχίες του Στρατού του Θεού»), την πιο ριζοσπαστικοποιημένη από τις φιλοϊρανικές οργανώσεις στη χώρα, την οποία κατηγορεί συχνά η Ουάσινγκτον ότι βρίσκεται πίσω από τις εκτοξεύσεις ρουκετών εναντίον των στρατιωτών και των διπλωματών της στο Ιράκ.
Έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 33 τέτοιες επιθέσεις εναντίον Αμερικανών στρατιωτών ή/και διπλωματών στο Ιράκ από τον Οκτώβριο του 2019, ανάμεσά τους έξι μέσα στις δύο τελευταίες εβδομάδες.
Για λιγοστές από αυτές την ευθύνη έχουν αναλάβει παντελώς άγνωστες οργανώσεις, που αποτελούν απλώς ψευδώνυμα φιλοϊρανικών ένοπλων ομάδων, σύμφωνα με ειδικούς.
Σε μια ένδειξη πως η κατάσταση προκαλεί ανησυχία ολοένα πιο ψηλά, ο πρωθυπουργός Μουστάφα αλ Καντίμι αφιέρωσε πρόσφατα μια συνεδρίαση του ιρακινού συμβουλίου ασφαλείας (υποσύνολο του υπουργικού συμβουλίου) στο ζήτημα των εκτοξεύσεων ρουκετών και υποσχέθηκε ότι οι δράστες θα λογοδοτήσουν.
Τη νύχτα της Πέμπτης προς Παρασκευή, ήταν οι επίλεκτες δυνάμεις της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, οι καλύτερα εξοπλισμένες και καλύτερα εκπαιδευμένες στη χώρα αφότου δημιουργήθηκαν από τους Αμερικανούς μετά την εισβολή του 2003, αυτές που επενέβησαν. Η αντιτρομοκρατική δεν αναπτύσσεται παρά για τις δυσκολότερες, τις πιο λεπτές αποστολές.
Η αλλαγή της στάσης της Βαγδάτης, η επίδειξη αυτής της νέας αυστηρότητας, καταγράφεται μετά την έναρξη (11η Ιουνίου) ενός διμερούς «στρατηγικού διαλόγου», που υποτίθεται θα επαναπροσδιορίσει τη συνεργασία της Βαγδάτης και της Ουάσινγκτον. Ειδικοί πάντως λένε ότι δεν αναμένουν σπουδαία αποτελέσματα από το εγχείρημα.
Οι Αμερικανοί στρατιώτες, που ήταν 5.200 πέρυσι, πριν από την απόσυρση αρκετών εκατοντάδων εξ αυτών, τόσο εξαιτίας των εκτοξεύσεων των ρουκετών όσο και εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, θεωρητικά επρόκειτο να διωχθούν από τη χώρα κατόπιν απόφασης που πήρε το ιρακινό κοινοβούλιο, αλλά η κυβέρνηση δεν εφαρμόζει.
«Δυνάμεις κατοχής»
Οι εντάσεις ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και την Τεχεράνη, ορκισμένων εχθρών που συγκρούονται για επιρροή στο Ιράκ, έχουν εκτραχυνθεί τους τελευταίους μήνες. Η δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί και του ιρακινού στενού συνεργάτη του Αμπού Μάχντι αλ Μουχάντις στη Βαγδάτη παραλίγο να πυροδοτήσει ανοιχτή σύρραξη.
Έκτοτε το Ιράκ απέκτησε νέα κυβέρνηση, η οποία θεωρείται πιο φιλοαμερικανική, κι οι εκτοξεύσεις ρουκετών — από τις οποίες έχουν σκοτωθεί τρεις Αμερικανοί κι ένας Βρετανός τους τελευταίους μήνες — γνώρισαν μια παύση, προτού αρχίσουν ξανά.
Η Κατάεμπ Χεζμπολάχ αποτελεί μέρος των Χασντ ας Σάαμπι (Μονάδες Λαϊκής Κινητοποίησης), συμμαχίας φιλοϊρανικών παραστρατιωτικών ομάδων επισήμως ενταγμένης πλέον στις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας.
Οι Χασντ πολέμησαν εναντίον της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), στο πλευρό των ιρακινών ένοπλων δυνάμεων και του διεθνούς αντιτζιχαντιστικού συνασπισμού του οποίου ηγείται η Ουάσινγκτον, κι έχουν πλέον μετατραπεί σε παράγοντα που δεν μπορεί να παρακάμψει κανένας στη χώρα: διαθέτουν δεκάδες χιλιάδες εμπειροπόλεμους μαχητές — και τη δεύτερη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα στην ιρακινή Βουλή.
Η Κατάεμπ Χεζμπολάχ εξήρε, χωρίς πάντως να φθάσει στο σημείο να αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτές, τις εκτοξεύσεις ρουκετών εναντίον των αμερικανών και των βρετανών στρατιωτικών, των «δυνάμεων κατοχής» κατ’ αυτήν.
Ο αριθμός και ο βαθμός εκπαίδευσης των μαχητών των Ταξιαρχιών καθιστούν την οργάνωση, κατά τον ειδικό Μάικλ Νάιτς, «την τρίτη ισχυρότερη δύναμη του ιρανικού ‘άξονα της αντίστασης’ στη Μέση Ανατολή, πίσω από τους Φρουρούς της Επανάστασης και τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου», με την οποία μοιράζεται απλώς το όνομα, χωρίς να διατηρεί οργανωτική σχέση μαζί της.