Υπεγράφη την Κυριακή στις Βρυξέλλες το σύμφωνο ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά (CETA), δίνοντας το «τέλος» μιας μακράς πορείας διαπραγματεύσεων, η οποία ξεκίνησε το 2009. Η σημερινή εξέλιξη επιτρέπει στις δύο πλευρές τη σταδιακή εφαρμογή του συμφώνου από τις αρχές του 2017.
«Όλα επιτέλους τελείωσαν» τόνισε ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος πρόσθεσε ότι «σήμερα μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου προτύπου».
Από την πλευρά της, η Επίτροπος Εμπορίου, Σεσίλια Μάλμστρομ, τόνισε ότι η σημερινή συμφωνία αποτέλεσε προϊόν μίας δύσκολης διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Της τελετής υπογραφής της CETA προηγήθηκε η σύνοδος κορυφής Ε.Ε. και Καναδά, στην οποία έδωσαν το «παρών» ο κ. Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, ο πρωθυπουργός της προεδρεύουσας Σλοβακίας Ρόμπερτ Φίκο και ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό.
«Πρόκειται για μία σημαντική ημέρα τόσο για την Ευρώπη, όσο και για τον Καναδά» υποστήριξε, προσερχόμενος στη Σύνοδο, ο πρόεδρος της Κομισιόν. «Σήμερα θέτουμε τα διεθνή πρότυπα και για τις άλλες συμφωνίες που θα ακολουθήσουν» έσπευσε να συμπληρώσει.
Έξω από το κτήριο της Κομισιόν, στις Βρυξέλλες, συγκεντρώθηκε μία ομάδα διαδηλωτών, η οποία αντιτίθεται στην υπογραφή της συμφωνίας.
Η CETA πέρασε δια πυρός και σιδήρου τις τελευταίες ημέρες, λόγω της άρνησης της γαλλόφωνης βελγικής επαρχίας της Βαλονίας, να συναινέσει στο εμπορικό σχέδιο. Κατόπιν αλλεπάλληλων διαπραγματεύσεων αλλά και αφόρητων πιέσεων, τελικώς επήλθε η χρυσή τομή, με αποτέλεσμα την έγκριση του συμφώνου από το τοπικό Κοινοβούλιο το Σάββατο.
Η Ε.Ε. υποστηρίζει ότι η CETA θα καταργήσει το 99% των εμπορικών δασμών και θα συμβάλλει στην τόνωση των εμπορικών σχέσεων με τον Καναδά κατά 12 δισ. ευρώ ετησίως, συντελώντας στη δημιουργία πρόσθετων θέσεων εργασίας.
Στον αντίποδα, οι πολέμιοι της συμφωνίας ισχυρίζονται ότι η CETA παραχωρεί σημαντικά προνόμια στις μεγάλες εταιρείες, οι οποίες θα δύνανται να ανατρέπουν νομικές αποφάσεις των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. Ειδική μνεία γίνεται και στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως και στην ποιότητα των τροφίμων.
Οι δύο πλευρές βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις για τουλάχιστον επτά χρόνια, έως ότου καταλήξουν στο τελικό κείμενο.