Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο αναμένεται να ανακοινώσει σήμερα το εναλλακτικό σχέδιο της Ουάσινγκτον για την αντιμετώπιση του Ιράν, μεταδίδει το CNN.

Οι επικριτές του σχεδίου το χαρακτηρίζουν «ανέφικτο όνειρο», ενώ άλλοι αμφισβητούν αν η αμερικανική κυβέρνηση έχει ξεκάθαρους στόχους για το πλαίσιο των σχέσεών της με τη χώρα.

Σύμφωνα με αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ, το σχέδιο αυτό προβλέπει τη συγκρότηση μιας παγκόσμιας συμμαχίας προκειμένου να ασκηθούν πιέσεις στην Τεχεράνη για τη συμμετοχή της σε διαπραγματεύσεις για μία «νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας», η οποία πηγαίνει παραπέρα από το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

Η ομιλία του Πομπέο θα γίνει στις 09.00 το πρωί (ώρα Ανατολικής Ακτής ΗΠΑ) στο συντηρητικό ίδρυμα (Heritage Foundation) και θα είναι η πρώτη επίσημη ομιλία του για ένα θέμα που άπτεται του πυρήνα της ασκούμενης εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από την ανάληψη της ηγεσίας του αμερικανικού ΥΠΕΞ από τον ίδιο.

«Χρειαζόμαστε ένα νέο πλαίσιο, το οποίο θα συμπεριλάβει το σύνολο των απειλών από το Ιράν. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει ένα σύνολο πραγμάτων γύρω από το πυρηνικό του πρόγραμμα (τους πυραύλους, την γρήγορη εξάπλωση των πυραύλων και της πυραυλικής τεχνολογίας, την υποστήριξη που παρέχει στους τρομοκράτες, αλλά και τις επιθετικές και βίαιες δραστηριότητές του που συντηρούν τους πολέμους στη Συρία και την Υεμένη)» δήλωσε ο Μπράιαν Χουκ, Διευθυντής Σχεδιασμού Πολιτικής στο αμερικανικό ΥΠΕΞ.

Από την άλλη μεριά, αρκετοί πρώην αξιωματούχοι, ξένοι διπλωμάτες, αλλά και αναλυτές είναι σκεπτικοί για τις πιθανότητες ένταξης όλων των διαστάσεων απειλών ασφάλειας σε ένα πλαίσιο, αλλά και για το διπλωματικό ενδιαφέρον που έχει η αμερικανική κυβέρνηση αναφορικά με το Ιράν, χαρακτηρίζοντας την όλη προσπάθεια «ανέφικτο όνειρο».

«Μία ευρύτερη και καλύτερη συμφωνία είναι ένα ανέφικτο όνειρο» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ρόμπερτ Ίανχορν, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού ΥΠΕΞ και ειδικός σε ζητήματα εξάπλωσης των εξοπλισμών, που σήμερα είναι υψηλόβαθμος συνεργάτης στο ινστιτούτο (Brookings Institution). Μιλώντας σε μία εκδήλωση που οργάνωσε το ινστιτούτο για το Ιράν, ο ίδιος υποστήριξε ότι: «Η πραγματική επιδίωξη δεν είναι μία μεγαλύτερη και καλύτερη συμφωνία. Η ουσιαστική επιδίωξη είναι να ασκηθεί υπερβολική πίεση στο Ιράν, ώστε να υπονομευτεί η κυβέρνηση».

«Το κίνητρο συγκεκριμένων μελών της αμερικανικής κυβέρνησης, που δεν το αποκρύπτουν, είναι η κυβερνητική αλλαγή στο Ιράν» πρόσθεσε.

Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι ο Λευκός Οίκος θα επιδιώξει την υποβάθμιση της επιρροής που ασκεί το Ιράν στην περιοχή, μέσω αυτής της νέας εκστρατείας για την άσκηση μέγιστης πίεσης.

Ωστόσο, άνθρωποι που βρίσκονται κοντά στην κυβέρνηση Τραμπ δηλώνουν ότι ο τελικός στόχος του νέου σχεδίου διαφέρει ανάλογα με το ποιος διεξάγει τις συνομιλίες.

Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ, όπως ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Τζον Μπόλτον, θα είναι ευτυχισμένοι να δουν την υλοποίηση μιας εκστρατείας κλιμάκωσης της πίεσης κατά του Ιράν να καταλήγει σε κυβερνητική αλλαγή.

Από την άλλη μεριά, αξιωματούχοι όπως ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο εκτιμούν ότι ίσως είναι πολύ νωρίς για μια τέτοια εξέλιξη, όπως δήλωσε πηγή που έχει γνώση για τον τρόπο σκέψης του νέου ΥΠΕΞ των ΗΠΑ. Αυτό στο οποίο ελπίζουν τόσο ο Πομπέο όσο και άλλοι αξιωματούχοι είναι ότι μία εκστρατεία πίεσης θα μπορούσε να αναγκάσει το Ιράν να υπαναχωρήσει έναντι των δραστηριοτήτων του στη Συρία, την Υεμένη, αλλά και σε άλλες περιοχές, προκειμένου η Τεχεράνη να επικεντρώσει την προσοχή της στην εσωτερική σταθερότητα της χώρας.

Ο Πομπέο θα παρουσιάσει το όραμα της αμερικανικής κυβέρνησης για το Ιράν σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την ανακοίνωση από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ της αποχώρησης των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (JCPOA), την επαναφορά των κυρώσεων που είχαν ανασταλεί από την εφαρμογή της συμφωνίας, αλλά και την ανακοίνωση της εφαρμογής νέων κυρώσεων κατά της Κεντρικής Τράπεζας του Ιράν.

Ο Χουκ σε μια περιληπτική ανάγνωση της ομιλίας του Πομπέο έδωσε έμφαση στον ρόλο που θα έχουν οι κυρώσεις, στο συνολικό πλαίσιο άσκησης πιέσεων στο Ιράν για την επιστροφή του στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. «Με την επαναφορά των κυρώσεων που έχουν ανασταλεί από την JCPOA θα ασκηθεί οικονομική πίεση. Ήταν η οικονομική πίεση που έφερε τους Ιρανούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πριν από μερικά χρόνια» τόνισε.

Ωστόσο, η απόφαση αποχώρησης από τη συμφωνία, αλλά και η προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ στο πλαίσιο των σχέσεών της με την Ευρώπη, δηλώνουν ότι οι κυρώσεις ίσως να μην είναι τόσο επιτυχείς αυτήν τη φορά, καθιστώντας πιο δύσκολη την επίτευξη μιας τελικής επιδίωξης για μία ευρύτερη συμφωνία.

Μία εκστρατεία για την άσκηση μέγιστης πίεσης απαιτεί μία ενοποιημένη συμμαχία, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές της προσπάθειας. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα δεν φαίνονται ιδιαίτερα διατεθειμένες να βοηθήσουν για μία δεύτερη συμφωνία γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και έχουν ήδη εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους, μετά την απόφαση της Ουάσινγκτον να εγκαταλείψει την αρχική διεθνή συμφωνία.

Η απόφαση του προέδρου Τραμπ για την αποχώρηση των ΗΠΑ από το πλαίσιο εφαρμογής της JCPOA προκάλεσε εκνευρισμό στους Ευρωπαίους συμμάχους της Ουάσινγκτον, με έμφαση στην αναφορά του Αμερικανού προέδρου για την επιβολή κυρώσεων κατά ευρωπαϊκών εταιρειών, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να συνεργάζονται με το Ιράν.

Παράλληλα, η ίδια ανακοίνωση ενίσχυσε τις ευρωπαϊκές ανησυχίες αναφορικά με την τήρηση των αμερικανικών δεσμεύσεων στο πλαίσιο των ευρωατλαντικών αμυντικών δεσμών, μετά τις απειλές του Τραμπ για την επιβολή δασμών κατά μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών. Οι σχετικές αποφάσεις από την Ουάσινγκτον αναμένεται να ληφθούν την 1η Ιουνίου.

Αμερικανοί αξιωματούχοι αναφέρονται στις εκτιμήσεις που υπάρχουν στον Λευκό Οίκο, σύμφωνα με τις οποίες υπό την κλιμάκωση της αμερικανικής πίεσης η Ευρώπη θα επιλέξει τελικά τη συνεργασία της με την αμερικανική οικονομία, έναντι των συμφωνιών μικρότερου οικονομικού ύψους με το Ιράν.

Αναλυτές όπως ο Ίανχορν προβλέπουν ότι: «Οι νέες κυρώσεις δεν θα είναι τόσο αποτελεσματικές, όσο οι κυρώσεις που εφαρμόστηκαν το 2012, κυρίως γιατί (σήμερα) άλλες χώρες είναι αντίθετες στην απόφαση του προέδρου Τραμπ να καταργήσει τη συμφωνία». Οι προηγούμενες κυρώσεις είχαν επιβληθεί ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα εργαζόταν προς την κατεύθυνση της επίτευξης μιας βιώσιμης συμφωνίας, έχοντας την υποστήριξη της Ευρώπης καθώς κι άλλων χωρών.

«Οι άλλες χώρες θα αγνοήσουν ή θα αθετήσουν την εφαρμογή των κυρώσεων και θα προσπαθήσουν να τις παρακάμψουν» δήλωσε χαρακτηριστικά.

Από τη μεριά τους, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ήδη δηλώσει πως εργάζονται για ένα νομικό πλαίσιο το οποίο θα προστατεύει τις ευρωπαϊκές εταιρείες που συνεχίζουν να έχουν επιχειρηματικές δραστηριότητες στο Ιράν. Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι εργάζονται για την παροχή οικονομικής υποστήριξης από την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα στην Κεντρική Τράπεζα του Ιράν.

«Είναι δύσκολο να θεωρηθεί υπερβολή το πόσο θυμωμένοι και πικραμένοι είναι οι Ευρωπαίοι» δήλωσε η Σούζαν Μαλόνι, αναπληρώτρια διευθύντρια του προγράμματος Εξωτερικής Πολιτικής στο ινστιτούτο Brookings.

Ο Χουκ είπε στους δημοσιογράφους ότι «οι άνθρωποι υπερτονίζουν τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης», ενώ στις σχετικές αναφορές υπάρχουν υπερβολές. «Συμφωνούμε με τους Ευρωπαίους σε πολλά, σε πολλά περισσότερα από όσα διαφωνούμε» τόνισε.

Αρκετοί αναλυτές όπως η Μαλόνι, αλλά και πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ομπάμα, όπως και ξένοι διπλωμάτες που είχαν κάποιο ρόλο στις συνομιλίες με την Τεχεράνη, αναρωτιούνται γιατί το Ιράν, η Ευρώπη ή χώρες όπως η Βόρεια Κορέα πρέπει να εμπιστεύονται γενικότερα τις ΗΠΑ ή ειδικότερα αυτήν την κυβέρνηση ως έναν αξιόπιστο συνομιλητή, εάν ο Λευκός Οίκος είναι πρόθυμος να αποχωρεί από το πλαίσιο εφαρμογής διεθνώς καθιερωμένων συμφωνιών;