Ο αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν εξέφρασε σήμερα την επιθυμία «να ενισχυθεί και να διευρυνθεί» η σύμπραξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράκ, κατά την αιφνιδιαστική επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Βαγδάτη λίγο πριν από την επέτειο των είκοσι ετών της αμερικανικής εισβολής που ανέτρεψε τον Σαντάμ Χουσέιν.
Ο υπουργός Άμυνας διαβεβαίωσε επίσης πως οι αμερικανοί στρατιωτικοί που είναι ανεπτυγμένοι στο Ιράκ στο πλαίσιο του διεθνούς αντιτζιχαντιστικού συνασπισμού θα μπορούσαν να παραμείνουν στη χώρα «έπειτα από πρόσκληση της ιρακινής κυβέρνησης», ένα ζήτημα που παραμένει ευαίσθητο και εξακολουθεί σήμερα να διχάζει υπό το φως της πρόσφατης ιστορίας που ενώνει τις δύο χώρες.
Στις 20 Μαρτίου 2003, τα αμερικανικά στρατεύματα είχαν εξαπολύσει την επίθεσή τους, με τη στήριξη ενός διεθνούς συνασπισμού. Η εισβολή άνοιξε μία από τις πιο αιματηρές σελίδες της ιρακινής ιστορίας, που σηματοδοτήθηκε από χρόνια συγκρούσεων και πολιτικής αστάθειας.
Σήμερα η Βαγδάτη διατηρεί πολύ ισχυρούς δεσμούς με την Ουάσινγκτον, ιδιαίτερα στο στρατιωτικό επίπεδο, παρόλο που στο πέρασμα των ετών η ιρακινή εξουσία έγινε ακλόνητος σύμμαχος του ιρανού αναδόχου. Πρόκειται για συμμαχίες που επιβάλλουν μερικές φορές στους ιρακινούς αξιωματούχους να επιδίδονται σε λεπτές ασκήσεις ισορροπίας.
Σήμερα στη Βαγδάτη, ο Λόιντ Όστιν συνάντησε τον υπουργό Άμυνας Ταμπέτ αλ-Αμπάσι και τον πρωθυπουργό Μοχάμεντ Σία αλ-Σουντάνι.
«Είμαι αισιόδοξος όσον αφορά το μέλλον της σύμπραξής μας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να ενισχύουν και να διευρύνουν τη σύμπραξή μας υπέρ της ασφάλειας, της σταθερότητας και της κυριαρχίας του Ιράκ», δήλωσε ο αμερικανός υπουργός σε δημοσιογράφους στο τέλος των συνομιλιών του.
Από την πλευρά του, ο ιρακινός πρωθυπουργός υπογράμμισε τη βούληση της κυβέρνησής του να «ενισχύσει» τις σχέσεις του με την Ουάσινγκτον, λέγοντας παράλληλα ότι επιδιώκει να «διατηρήσει ισορροπημένες σχέσεις» με τις περιφερειακές και τις διεθνείς δυνάμεις.
Ενώ περίπου 2.500 αμερικανοί στρατιωτικοί σταθμεύουν στο Ιράκ στο πλαίσιο τους διεθνούς συνασπισμού εναντίον της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, ο Λόιντ Όστιν διαβεβαίωσε πως οι αμερικανικές δυνάμεις ενδέχεται να παραμείνουν κατόπιν αιτήματος των ιρακινών αρχών.
Το Ισλαμικό Κράτος ηττήθηκε το 2017 στο Ιράκ, ωστόσο αναλαμβάνει κατά διαστήματα την ευθύνη για φονικές επιθέσεις στη χώρα. Στα τέλη του 2021, το Ιράκ ανακοίνωσε το «τέλος της αποστολής μάχης» του διεθνούς συνασπισμού, ο οποίος παραμένει επισήμως ανεπτυγμένος στο ιρακινό έδαφος με συμβουλευτικό και εκπαιδευτικό ρόλο.
«Όμως οφείλουμε να είμαστε σε θέση να επιχειρήσουμε με κάθε ασφάλεια για να συνεχίσουμε αυτή τη ζωτικής σημασίας δουλειά», προειδοποίησε ο επικεφαλής του Πενταγώνου, καθώς τα τελευταία χρόνια βάσεις που φιλοξενούν το συνασπισμό έγιναν στόχος ρουκετών και οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, επιθέσεις για τις οποίες ουδέποτε ανελήφθη η ευθύνη, όμως συχνά αποδίδονται σε ένοπλες φιλοϊρανικές παρατάξεις.
«Θέλω λοιπόν να ευχαριστήσω τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Άμυνας για τη δέσμευσή τους σήμερα να εγγυηθούν την προστασία των δυνάμεων του συνασπισμού (…) έναντι κρατικών και μη κρατικών παραγόντων», τόνισε.
Οι φιλοϊρανοί σιίτες πολιτικοί του Ιράκ δεν έχουν πάψει να ζητούν την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα.
Η ρητορική αυτή έχει χάσει πάντως κάποια από την έντασή της αφότου αυτό το πολιτικό στρατόπεδο περιελήφθη στη σημερινή κυβέρνηση, που διορίστηκε από φιλοϊρανικά κόμματα τα οποία έχουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Τις τελευταίες εβδομάδες η Βαγδάτη υπήρξε θέατρο έντονης διπλωματικής δραστηριότητας. Οι ιρακινοί ηγέτες δέχθηκαν διαδοχικά τους υπουργούς Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν και της Ρωσίας, πριν από την επίσκεψη, στις αρχές Μαρτίου, του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.