Ο Μέριλ Γκάρλαντ είναι από την Τετάρτη ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, μετά την έγκριση του διορισμού του από τη Γερουσία, καθώς ο επικεφαλής του εφετείου της Ουάσινγκτον κέρδισε την υποστήριξη ακόμη και του επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στο σώμα, του Μιτς Μακόνελ, ο οποίος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο για να μην λάβει έδρα στο Ανώτατο Δικαστήριο το 2016.
Με ευρεία πλειοψηφία – 70 ψήφους υπέρ έναντι 30 κατά – , η ελεγχόμενη από τους Δημοκρατικούς Γερουσία ενέκρινε τον εκλεκτό του προέδρου Τζο Μπάιντεν για το πόστο του υπουργού Δικαιοσύνης, με τον μετριοπαθή προοδευτικό Γκάρλαντ να συγκεντρώνει τη στήριξη αρκετών Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών, εκτός του Μακόνελ και των πρώην επικεφαλής της Επιτροπής Δικαστικών Υποθέσεων, Λίντσεϊ Γκρέιχαμ και Τσακ Γκρέισλι.
Ο 68χρονος Γκάρλαντ αναλαμβάνει καθήκοντα σε μια περίοδο έντονης ανησυχίας για τον εγχώριο εξτρεμισμό. Παίρνει τα ηνία σε ένα υπουργείο Δικαιοσύνης που ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε επανειλημμένα να υποτάξει στη θέλησή του. Ο πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας κληρονομεί επίσης ευαίσθητες εν εξελίξει έρευνες, συμπεριλαμβανομένης μίας που αφορά τον γιο του νυν Δημοκρατικού προέδρου.
Η επικύρωση του διορισμού του αποτελεί σε ένα βαθμό μια κάποια δικαίωση για τον νέο υπουργό Δικαιοσύνης. Η Γερουσία το 2016, που τότε ελεγχόταν από τους Ρεπουμπλικάνους, αρνήθηκε να εξετάσει την υποψηφιότητα του Γκάρλαντ από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα για μια έδρα στο Ανώτατο Δικαστήριο και αρνήθηκε ακόμη και να του προσφέρει μια ακροαματική διαδικασία για την εξέταση της υποψηφιότητας του.
Με αυτόν τον τρόπο, οι Ρεπουμπλικάνοι, με επικεφαλής τον τότε ηγέτη της πλειοψηφίας Μακόνελ, επέτρεψαν στον πρόεδρο Τραμπ το 2017 να καλύψει την κενή θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο με έναν συντηρητικό δικαστή.
Ο Γκάρλαντ επιλέχθηκε από τον Μπάιντεν για να ηγηθεί ενός υπουργείου εν μέσω εντατικών ερευνών για τη φονική επίθεση της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ από υποστηρικτές του Τραμπ. Ο Γκάρλαντ χαρακτήρισε την επίθεση «φρικτή» και υποσχέθηκε να καταστήσει την έρευνα αυτή μεταξύ των κορυφαίων προτεραιοτήτων του. Εκατοντάδες άνθρωποι έχουν συλληφθεί σε σχέση με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, συμπεριλαμβανομένων μελών ακροδεξιών εξτρεμιστικών ομάδων.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στη Γερουσία για την επιβεβαίωση του διορισμού του, ο Γκάρλαντ στις 22 Φεβρουαρίου δεσμεύθηκε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στο υπουργείο και να το προστατεύσει από πολιτικές παρεμβάσεις.
Ο Τραμπ έκανε επανειλημμένες παρεμβάσεις σε θέματα του υπουργείου Δικαιοσύνης, ασκώντας πιέσεις για επίδειξη επιείκειας σε φίλους και συμμάχους του που αντιμετώπιζαν ποινικές έρευνες και για στοχοθέτηση πολιτικών του αντιπάλων.
Οι Δημοκρατικοί κατηγορούσαν τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ ότι ενεργούσε για προσωπικό και πολιτικό λογαριασμό του Τραμπ και όχι προς όφελος του αμερικανικού δικαστικού συστήματος.
Ο Γκάρλαντ θα κληρονομήσει επίσης ορισμένες έρευνες που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Τραμπ, συμπεριλαμβανομένης μιας από τον ειδικό ανακριτή Τζον Ντάρχαμ σχετικά με το χειρισμό του FBI της έρευνάς του για την προεδρική εκστρατεία του Τραμπ το 2016 και μια άλλη έρευνα για φερόμενα φορολογικά αδικήματα σε βάρος του Χάντερ Μπάιντεν, γιου του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ.