Εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τεχνολογικό τομέα των ΗΠΑ ετοιμάζονται να προσφύγουν ομαδικά στη Δικαιοσύνη κατά του αντιμεταναστευτικού διατάγματος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ανέφεραν σήμερα πηγές που πρόσκεινται στην υπόθεση.
Περισσότερες από 20 επιχειρήσεις αναμένεται να συμμετάσχουν σε μια συγκέντρωση προκειμένου να συζητήσουν τις επιλογές που έχουν για να αμφισβητήσουν νομικά το διάταγμα, το οποίο ενέχει τον κίνδυνο να έχει σοβαρές επιπτώσεις σε έναν τομέα όπου απασχολούνται χιλιάδες μετανάστες και υπήκοοι ξένων χωρών.
«Είναι ακόμη πολύ νωρίς όμως η στρατηγική θα είναι πιθανόν παρόμοια με εκείνη της υπόθεσης του iPhone του Σαν Μπερναντίνο» είπε, υπό καθεστώς ανωνυμίας, εργαζόμενος του τεχνολογικού τομέα που είναι ενήμερος για την εξέλιξη των συζητήσεων.
Οι αρχές είχαν επιχειρήσει να υποχρεώσουν την Apple να βοηθήσει την αστυνομία να ανοίξει τα αρχεία ενός iPhone το οποίο ανήκε στον έναν από τους δράστες της επίθεσης με 14 νεκρούς στο Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνιας το 2015. Ο όμιλος είχε απορρίψει το αίτημα και πολλές επιχειρήσεις του τεχνολογικού τομέα είχαν σπεύσει στο πλευρό του αποστέλλοντας μια επιστολή στη Δικαιοσύνη προκειμένου να υποστηρίξουν τα επιχειρήματά της (υπερασπιστικό υπόμνημα- amicus brief).
Μεταξύ των εταιρειών που αναμένεται να παραστούν στη εν λόγω συνάντηση είναι η Alphabet, η μητρική εταιρεία της Google, η Netflix, η Airbnb και το Twitter, σύμφωνα με αυτήν την πηγή.
Και άλλες επιχειρήσεις έχουν κληθεί όπως η Adobe Systems, η Dropbox, η Etsy, η Yelp, η Mozilla, η Pinterest, το Reddit, η Salesforce, η SpaceX και η Zynga.
Στις συζητήσεις αναμένεται να συμμετάσχουν «πολλά» μέλη μιας ένωσης εταιρειών του τεχνολογικού τομέα με έδρα την Ουάσιγκτον, έγινε επίσης γνωστό από την πηγή.
Στη δικαιοσύνη προσέφυγε το Σαν Φρανσίσκο κατά του διατάγματος που στερεί τη χρηματοδότηση από τις πόλεις-καταφύγια για παράτυπους μετανάστες
Ο δήμος του Σαν Φρανσίσκο προσέφυγε στα δικαστήρια σήμερα κατά της εκτελεστικής εντολής του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ με την οποία θα στερηθούν την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση οι πόλεις που έχουν υιοθετήσει πολιτικές “καταφυγίου” απέναντι στους παράτυπους μετανάστες.
Η προσφυγή αυτή, την οποία κατέθεσε ο νομικός εκπρόσωπος της πόλης Ντένις Χερέρα, είναι η πρώτη εναντίον της εντολής που υποβάλλεται από μία από τις πόλεις που μπήκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης.
Ο Τραμπ υπέγραψε το διάταγμα αυτό για τις πόλεις-καταφύγια στις 25 Ιανουαρίου, μαζί με εκείνο που αφορούσε την οικοδόμηση ενός τείχους κατά μήκος των συνόρων των ΗΠΑ με το Μεξικό.
Πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Σικάγο, η Φιλαδέλφεια, η Βοστόνη, το Ντένβερ, το Σιάτλ και το Σαν Φρανσίσκο προσφέρουν κάποιας μορφής προστασία στους μετανάστες που δεν διαθέτουν επίσημα έγγραφα. Με την εφαρμογή του διατάγματος κινδυνεύουν να χάσουν δισεκατομμύρια δολάρια ομοσπονδιακής βοήθειας.
Με βάση την προσφυγή, το διάταγμα παραβιάζει τη 10η τροπολογία του Συντάγματος που ορίζει ότι οι εξουσίες που δεν ασκούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση παραχωρούνται στις Πολιτείες. “Αψηφώντας κατάφωρα τον νόμο, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών επιχειρεί να εξαναγκάσει τις τοπικές αρχές να εγκαταλείψουν τους αποκαλούμενους νόμους των Πόλεων Καταφυγίων”, σημειώνεται στην προσφυγή που κατατέθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Σαν Φρανσίσκο.
Μιλώντας στους δημοσιογράφους στο δημαρχείο ο Χερέρα είπε ότι η πολιτική της πόλης γεννήθηκε από την επιθυμία να ενθαρρύνει και να επιτρέπει στους παράτυπους μετανάστες να καταγγέλλουν εγκλήματα στην αστυνομία χωρίς να φοβούνται ότι θα απελαθούν. Τέτοιου είδους πολιτικές, συνέχισε, κάνουν πιο ασφαλείς τις πόλεις. Επικαλέστηκε μάλιστα έρευνες που δείχνουν ότι οι κομητείες και οι δήμοι που έχουν υιοθετήσει τέτοια μέτρα ?όπως είπε είναι περίπου 400 σε όλη τη χώρα? έχουν μικρότερη εγκληματικότητα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες.
“Το εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου Τραμπ προσπαθεί να μετατρέψει τους δημοτικούς και τους πολιτειακούς υπαλλήλους σε ομοσπονδιακούς υπαλλήλους της υπηρεσίας μετανάστευσης. Αυτό είναι αντισυνταγματικό”, υποστήριξε.
Ο δικηγόρος είπε ότι ο δήμος ζητά από το δικαστήριο να αναστείλει την εφαρμογή του διατάγματος του Τραμπ και να κρίνει ότι το Σαν Φρανσίσκο συμμορφώνεται με την ομοσπονδιακή νομοθεσία.