Η αμερικανική Γερουσία ενέκρινε σήμερα τον διορισμό του Τζακ Λιού στη θέση του υπουργού Οικονομικών, παρά τις αμφιλεγόμενες σχέσεις του με τη Wall Street κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι γερουσιαστές ενέκριναν με μεγάλη πλειοψηφία (71 ψήφοι υπέρ – 26 ψήφοι κατά) τον διορισμό του Τζακ Λιού, ο οποίος διαδέχεται τον Τίμοθι Γκάιτνερ, που αποχώρησε τον Ιανουάριο έπειτα από θητεία τεσσάρων ετών που σημαδεύτηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.

Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα εξέφρασε την ικανοποίησή του για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Γερουσία. «Η φήμη του ως μετρ των θεμάτων του προϋπολογισμού, ικανού να συνεργαστεί με αξιωματούχους και των δύο κομμάτων, του έχει επιτρέψει να επιτύχει στα δυσκολότερα καθήκοντα στην Ουάσινγκτον» δήλωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, υπενθυμίζοντας ότι ο Τζακ Λιού κατείχε τη θέση του γενικού γραμματέα του στον Λευκό Οίκο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ως υπουργός Οικονομικών, ο Λιού εκτιμάται ότι θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη θέσπιση των νέων νόμων χρηματοπιστωτικής ρύθμισης, ώστε να αποφευχθεί νέα χρηματοπιστωτική κρίση. Αναλαμβάνει τα καθήκοντά του σε μία περίοδο αναγκαστικής λιτότητας και υπό την απειλή της αυτόματης εισαγωγής περικοπών των δημοσίων δαπανών από αύριο.

Το καλοκαίρι του 2011, ο Τζακ Λιού είχε ρόλο-κλειδί στις διαπραγματεύσεις με το Κογκρέσο, κατά τη διάρκεια των οποίων το μέτρο της αυτόματης περικοπής δημοσίων δαπανών είχε θεωρηθεί αναγκαστική θεραπεία για τη μείωση του ελλείμματος. Τα δημόσια οικονομικά ήταν η ειδικότητά του καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ηγήθηκε της επιστροφής των ΗΠΑ στα δημοσιονομικά πλεονάσματα στο τέλος της δεκαετίας επί προεδρίας του Μπιλ Κλίντον.

Με την έλευση του Τζορτζ Μπους στην προεδρία το 2001 περνά στον ιδιωτικό τομέα, στη διεύθυνση του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια στην τράπεζα Citigroup το 2006.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Επέστρεψε σε δημόσια καθήκοντα τον Ιανουάριο 2009, επί προεδρίας Ομπάμα, έχοντας λάβει μπόνους ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων από τη Citigroup. Το γεγονός αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της εξέτασης της υποψηφιότητάς του για τη θέση του υπουργού Οικονομικών από τη Γερουσία, καθώς ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές θεώρησαν ακατανόητη την καταβολή ενός τέτοιου μπόνους την εποχή των τεράστιων απωλειών της τράπεζας κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και ότι δεν εξηγείται, μολονότι η τράπεζα ήθελε να εξαγοράσει την εύνοια ενός προσώπου με επιρροή στην Ουάσινγκτον.

Πηγή: ΑΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης