Οι ΗΠΑ προμήθευσαν πάνω από το ένα τρίτο των όπλων που πωλήθηκαν παγκοσμίως την τελευταία πενταετία, εδραιώνοντας τη θέση τους στην κορυφή του καταλόγου, σύμφωνα με νέα δεδομένα που δημοσιοποιεί σήμερα το Ινστιτούτο Ερευνών για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Ο όγκος των πωλήσεων όπλων αυξήθηκε κατά 5,5% την περίοδο 2015-2019 σε σύγκριση με εκείνη από το 2010 ως το 2014, τονίζει το ινστιτούτο. Στις ΗΠΑ αντιστοιχούσε το 36% των παγκόσμιων πωλήσεων την περίοδο αυτή, με τις αμερικανικές εξαγωγές να έχουν προορισμό 96 χώρες. Η Σαουδική Αραβία παρέμεινε στην κορυφή του καταλόγου των εισαγωγέων όπλων: στο βασίλειο κατέληξε το 12% του συνόλου, ενώ σε όγκο οι εισαγωγές της αυξήθηκαν κατά 130%.
Σε γενική τάση της υπό μελέτη περιόδου αναδεικνύεται το ότι, πέραν της συνεχιζόμενης αύξησης των πωλήσεων όπλων παγκοσμίως, «οι ΗΠΑ ξεκάθαρα γίνονται ακόμη πιο κυρίαρχες, ο βασικός προμηθευτής του κόσμου σε όπλα», κατά τον Πίτερ Βέζεμαν, ερευνητή του SIPRI εξειδικευμένο στις πωλήσεις όπλων και στις στρατιωτικές δαπάνες.
Οι μισές αμερικανικές πωλήσεις όπλων είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή, με τη Σαουδική Αραβία μόνη της να αποκτά το ένα πέμπτο των εξαγωγών των ΗΠΑ. Το βασίλειο είναι πλέον ο μεγαλύτερος πελάτης της αμερικανικής στρατιωτικής βιομηχανίας.
Ορισμένες από τις μεγάλες πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ που έγιναν στη Σαουδική Αραβία την τελευταία πενταετία είχαν συμφωνηθεί επί των ημερών του προηγούμενου αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, τόνισε ο Βέζεμαν στο Γερμανικό Πρακτορείο.
Η Ρωσία, χώρα που κατατάσσεται δεύτερη στις πωλήσεις όπλων παγκοσμίως — της αναλογεί το ένα πέμπτο του συνόλου — εξήγαγε σε 47 χώρες. Πάνω από τις μισές εξαγωγές της Ρωσίας κατευθύνθηκαν στην Ινδία, στην Κίνα και στην Αλγερία. Ωστόσο, οι ρωσικές εξαγωγές όπλων ήταν μειωμένες κατά 18% σε σχέση με την περίοδο 2010-2014.
«Δεν είναι τόσο ότι η Ρωσία δεν προσπαθεί να εξάγει όπλα, αλλά μάλλον το ότι πελάτες της αντιμετώπισαν δυσκολίες να συνεχίσουν τις μεγάλες εισαγωγές, με πιο τρανό παράδειγμα τη Βενεζουέλα», εξήγησε ο Βέζεμαν.
Η Γαλλία κατατάσσεται στην τρίτη θέση στις εξαγωγές όπλων, με σχεδόν το 8% του συνόλου. Κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο εξαγωγών όπλων από το 1990, έπειτα από συμφωνίες με την Αίγυπτο, το Κατάρ και την Ινδία, σύμφωνα με τα δεδομένα του Ινστιτούτου. Σε όγκο, οι εξαγωγές της αυξήθηκαν κατά 72%.
Την πεντάδα των μεγαλύτερων πέντε εξαγωγέων όπλων παγκοσμίως ολοκληρώνουν η Γερμανία και η Κίνα. Οι πέντε χώρες στην κορυφή της κατάταξης εξήγαγαν το 76% των όπλων που αποκτήθηκαν παγκοσμίως.
Οι κυριότεροι προμηθευτές της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου εισαγωγέα όπλων την υπό εξέταση περίοδο, ήταν πέραν των ΗΠΑ η Βρετανία και η Γαλλία.
Ο Βέζεμαν υπογράμμισε πως το SIPRI θεωρεί βέβαιο πως το βασίλειο θα παραμείνει στην κορυφή της κατάταξης των εισαγωγέων όπλων «για πολλά χρόνια».
Το μερίδιο της Μέσης Ανατολής από το σύνολο των εισαγωγών όπλων παγκοσμίως ήταν περί το 35% και οι αγορές αυξήθηκαν κατά 61% την υπό μελέτη περίοδο. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ιράκ και το Κατάρ συγκαταλέγονται στην πρώτη δεκάδα των εισαγωγέων όπλων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι εισαγωγές που έκανε η Ινδία, η οποία βρίσκεται στη δεύτερη θέση του καταλόγου μετά τη Σαουδική Αραβία με το 9% του συνόλου, προήλθαν κατά το 50% και πλέον από τη Ρωσία. Το Ισραήλ και η Γαλλία είναι επίσης ανάμεσα στους βασικούς προμηθευτές για το Νέο Δελχί.
Το Πακιστάν, ο μεγάλος αντίπαλος της Ινδίας στην περιοχή, εισήγαγε τα δύο τρίτα των όπλων που αγόρασε από την Κίνα, ενώ οι εξαγωγές των ΗΠΑ στο Ισλαμαμπάντ μειώθηκαν, εξαιτίας της απόφασης της Ουάσινγκτον να αναστείλει τη στρατιωτική βοήθεια που προσφέρει στις πακιστανικές ένοπλες δυνάμεις.
Την πεντάδα των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων παγκοσμίως, μετά τη Σαουδική Αραβία και την Ινδία, συμπληρώνουν η Αίγυπτος, η Αυστραλία και η Κίνα.
Η Κίνα προμήθευσε όπλα σε 53 χώρες, ωστόσο μεγάλες αγορές είναι κλειστές για τις κινεζικές βιομηχανίες εξοπλισμών για πολιτικούς λόγους, όπως η Ινδία και η Αυστραλία, παρατηρεί το SIPRI.
Έπειτα από αρκετά χρόνια μείωσης των εξαγωγών όπλων από την ήπειρο, η Ευρώπη κατέγραψε μικρή άνοδο την τελευταία πενταετία. Αρκετές χώρες της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης επέλεξαν να αγοράσουν νέα μαχητικά αεροσκάφη, «κυρίως αμερικανικής κατασκευής», μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014, υπογράμμισε ο Βέζεμαν.
Το ινστιτούτο χρησιμοποιεί πενταετείς κύκλους στη μελέτη των εξαγωγών όπλων ώστε να αντισταθμίζονται μεγάλες διακυμάνσεις που μπορεί να προκαλεί μια μεγάλη παραγγελία σε μια δεδομένη χρονιά.
Αυτή η βάση δεδομένων του ινστιτούτου της Στοκχόλμης δεν συμπεριλαμβάνει στοιχεία για τα λεγόμενα «μικρά» όπλα, ενώ αξιοποιεί αποκλειστικά ανοικτές πηγές, όπως δημοσιεύματα σε εφημερίδες και ειδικευμένα περιοδικά, ανακοινώσεις κυβερνήσεων και βιομηχανιών όπλων.
Πηγή: ΑΠΕ