Στη βάση σύγχρονων κτηρίων μιας ανώνυμης οδού, μερικές διακριτικές μεταλλικές πλάκες τραβούν την προσοχή. «Γκράιερ, υποδηματοποιός», «Ερλ, μεσίτης ακινήτων»: βρίσκονται στο έδαφος και φέρουν τα ονόματα των αφροαμερικανικών καταστημάτων που ήταν εκεί πριν καταστραφούν, το 1921, σε μία από τις χειρότερες φυλετικές σφαγές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σπάνιες ενδείξεις της παρελθούσας ευημερίας μιας συνοικίας που την επονόμαζαν «Μαύρη Γουόλ Στριτ», οι πλάκες αυτές αποδεικνύουν πως η ιστορία του Γκρίνγουντ, του ιστορικά μαύρου τομέα της πόλης της Τάλσα στην Οκλαχόμα, δεν γίνεται κατανοητή χάρη στα μνημεία που βλέπει κάποιος, αλλά χάρη σ’ αυτά που δεν βρίσκονται πια εκεί.
Την παραμονή της επίσκεψης του δημοφιλούς στους Αφροαμερικανούς Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θα συμμετάσχει την Τρίτη (1/6) στις τελετές μνήμης στην Τάλσα, και έπειτα από μια χρονιά που σηματοδοτήθηκε από τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter, η σφαγή της Τάλσα βρίσκεται φέτος περισσότερο παρά ποτέ στην επικαιρότητα.
Κατεστραμμένη συνοικία
«Ήρθαν και κατέστρεψαν το Γκρίνγουντ, έκαψαν τα πάντα» λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μπόμπι Ίτον, 86 ετών, φυσιογνωμία της συνοικίας, Αφροαμερικανός και βετεράνος αγωνιστής του κινήματος για τα πολιτικά
Η ένταση ανεβαίνει και πυροβολισμοί ακούγονται. Καθώς είναι λιγότεροι, οι Αφροαμερικάνοι αναδιπλώνονται στη συνοικία τους του Γκρίνγουντ, γνωστή για την οικονομική ζωτικότητά της και τα πολυάριθμα καταστήματά
«Όχι ιδιοκτήτες»
Γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς άλλους στη συνοικία, η ευημερία των Αφροαμερικανών ήταν αυτό που προκάλεσε την καταστροφή. «Είχε προκαλέσει πολλή ζήλεια και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα». «Αυτή η νοοτροπία, που κατέστρεψε το Γκρίνγουντ, εξακολουθεί να υπάρχει σε μεγάλο βαθμό εδώ, στην Τάλσα» καταγγέλλει. Διότι, εκατό χρόνια μετά τη σφαγή, οι φυλετικές εντάσεις παραμένουν ισχυρές.
Στο καφέ «Black Wall Street Greenwood Lounge», που έχει λάβει το όνομά του, όπως πολλά καταστήματα του Γκρίνγουντ, προς τιμήν της χρυσής εποχής της συνοικίας, ο Κόουντ Ράνσομ, ένας 32χρονος Αφροαμερικανός με μακριές κοτσίδες και πλατύ χαμόγελο χαιρετάει τους πελάτες. Ο ευτυχής συνδιαχειριστής του καταστήματος λυπάται που δεν του ανήκουν οι τοίχοι. «Όταν ο κόσμος ακούει “Μαύρη Γουόλ Στριτ”, νομίζει πως ελέγχεται πλήρως από τους μαύρους, όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει». Ο Κόουντ Ράνσομ εκτιμά πως στο Γκρίνγουντ υπάρχουν γύρω στα είκοσι καταστήματα Αφροαμερικανών, όμως σχεδόν όλα πληρώνουν ενοίκιο. «Δεν είμαστε ιδιοκτήτες των ακινήτων» λέει εκφράζοντας τη λύπη του γι’ αυτό.
Μια πολιτική αστικοποίησης με την ονομασία «αστική ανανέωση», που εφαρμοζόταν από τη δημαρχία της Τάλσα ήδη από τα χρόνια του 1960, είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθούν οι Αφροαμερικανοί ιδιοκτήτες, τα σπίτια ή τα καταστήματα των οποίων κρίθηκαν ετοιμόρροπα και κατεδαφίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους σε νέα. Η κατασκευή ενός αυτοκινητοδρόμου επτά λωρίδων στη μέση της εμπορικής λεωφόρου τελικά παραμόρφωσε τη συνοικία. «Όταν το Γκρίνγουντ ήταν Γκρίνγουντ, υπήρχαν 40 συγκροτήματα κατοικιών, τώρα έχει συμπυκνωθεί σε μισό δρόμο και ακόμα και σ’ αυτό τον μισό δρόμο, δεν είναι αποκλειστικά Μαύρη Γουόλ Στριτ» αναστενάζει ο Κόουντ Ράνσομ.
Εξώσεις
Σε απόσταση μερικών μέτρων από το καφέ, στην γκαλερί τέχνης «Greenwood», η διαχειρίστρια Κουίν Αλεξάντερ, 31 ετών, τακτοποιεί τους πίνακες που εκτίθενται και δοξάζουν την αφροαμερικανική κουλτούρα. Πληρώνει κι αυτή ενοίκιο, το οποίο μόλις αυξήθηκε 30%. Το άνοιγμα ενός μεγάλου μουσείου αφιερωμένου στην ιστορία της συνοικίας, του «Greenwood Rising history center», το οποίο θα εγκαινιασθεί μεθαύριο, Τετάρτη, προκάλεσε αύξηση των ενοικίων των γύρω καταστημάτων.
Μία γνωστή της, η οποία διατηρούσε ένα ινστιτούτο αισθητικής εδώ και πάνω από 40 χρόνια, έλαβε διαταγή εξώσεως. «Δεν μπορούσε πια να πληρώνει το νοίκι» λέει η Κουίν Αλεξάντερ. Πίσω από τις βιτρίνες της
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ