Bloomberg for President? Αυτό είναι το ερώτημα που διχάζει τις ΗΠΑ αφότου ο Μάικλ Μπλούμπεργκ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών για να αντιπαρατεθεί στις εκλογές με τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ το 2020.

Μέσα ενημέρωσης όπως τα Politico, CNN και New York Times δεν κρύβουν τον ενθουσιασμό τους, με πρωτοσέλιδα όπως «Πως μπορεί να κερδίσει ο Μπλούμπεργκ», «Ο Μπλούμπεργκ μπορεί να είναι το “γκανιάν” των Δημοκρατικών» και «Γιατί μου αρέσει ο Μάικ».

Ο Μπλούμπεργκ δεν είναι μόνον ο ιδρυτής ενός δημοσιογραφικού ομίλου, που φέρει άλλωστε και το όνομά του, ο οποίος είναι ονομαστός για την επαγγελματικότητα, την αξιοπιστία στη διάδοση της είδησης και τους καλούς μισθούς. Είναι επίσης κι ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, φέροντας τα εύσημα του ανθρώπου που κατόρθωσε να αναστήσει την αμερικανική μητρόπολη έπειτα από την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Επιπλέον, στο βιογραφικό του έχει το κύριο συστατικό του αμερικανικού μύθου: παρόλο που ξεκίνησε φτωχός, έχει κατορθώσει να γίνει ο όγδοος πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο, σύμφωνα με το Forbes, με περιουσία 54 δισ. δολαρίων.

Απέναντί του, η εικόνα του Τραμπ ωχριά: καίτοι θεωρείται πλούσιος, η περιουσία του συγκρινόμενη με του Μπλούμπεργκ είναι «μηδαμινή». Μόλις 3 δισ. έναντι των 54 δισ. δολαρίων του Μπλούμπεργκ. Επιπλέον, ο νυν πρόεδρος είναι «παιδί του πατέρα του», που κληρονόμησε την περιουσία του και δεν είναι αυτοδημιούργητος. Ακόμα, ο Τραμπ ως επιχειρηματίας, είναι απρόβλεπτος και άστατος: η επιχείρησή του, The Trump Organization, είναι άκρως οικογενειοκρατούμενη και δεν έχει έναν εκτελεστικό διευθυντή. Αντίθετα, ο Μπλούμπεργκ παγκοσμίως θεωρείται ένας αξιοσέβαστος και έγκυρος επιχειρηματίας. Επιπλέον, η νηφάλια προσωπικότητά του και το σύνθημά του «να ανοικοδομήσουμε την Αμερική» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εμπρηστική δημοκοπία του Τραμπ. Το γεγονός ότι είναι σοβαρός, ικανός και μετριοπαθής, καθιστά τον Μπλούμπεργκ πιο πιθανό να κερδίσει τις εκλογές του 2020 εάν αντιπαρατεθεί με τον Τραμπ.

Ωστόσο, άλλα μέσα ενημέρωσης—όπως τα Atlantic, New Yorker, Fair—δεν κρύβουν τον σκεπτικισμό, εάν όχι την εχθρότητά τους, απέναντι στην υποψηφιότητα του Μπλούμπεργκ. Κυρίως τον κατηγορούν για μισογυνισμό. Σε μία εποχή, που κινήματα όπως το #MeToo, έχουν φέρει στο προσκήνιο την ισότητα των φύλων, ο Μπλούμπεργκ εγκαλείται για τις ανεπίκαιρες σεξιστικές και προσβλητικές του δηλώσεις, για την αντιφεμινιστική πολιτική στις επιχειρήσεις του, όπου η εγκυμοσύνη θεωρείται σοβαρό εμπόδιο για την επαγγελματική ανέλιξη του θηλυκού προσωπικού του.

Αλλά και για τη θητεία του στη δημαρχία, ο Μπλούμπεργκ εγκαλείται ως συνεχιστής της πολιτικής του προκατόχου του Ρούντι Τζουλιάνι (νυν νομικού συμβούλου του Τραμπ), που ονομαζόταν stop-and-frisk. Τακτική, που παρείχε στην αστυνομία την αυθαίρετη δυνατότητα να συλλαμβάνει και να προφυλακίζει ανθρώπους που «θα μπορούσαν» να θεωρηθούν ύποπτοι, όχι μόνον για την τέλεση, αλλά και για την πρόθεση τέλεσης αδικημάτων. Κύριος στόχος αυτής της αυθαιρεσίας και της κατασταλτικής τακτικής συνήθως ήταν οι διάφορες θρησκευτικές κι εθνοτικές ομάδες (μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, μουσουλμάνοι) της Νέας Υόρκης.

Εν κατακλείδι, για τους επικριτές του, ο Μπλούμπεργκ είναι απλώς η άλλη όψη της ίδιας σεξιστικής και ρατσιστικής κουλτούρας που κι ο ίδιος ο Τραμπ εκφράζει με άλλα μέσα. Κι εάν για τον Τραμπ αυτά αποτελούν το πολιτικό του πλεονέκτημα, για τον Μπούμπεργκ αποτελούν ένα σημαντικό μειονέκτημα—ιδίως στα μάτια πολλών οπαδών του Δημοκρατικού Κόμματος, που κηρύττουν την ανάγκη ενσωμάτωσης και προστασίας των γυναικών και τάσσονται υπέρ του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα των ΗΠΑ.

Συνεπώς, μέσα στο επόμενο διάστημα που απομένει μέχρι την απονομή του χρίσματος των Δημοκρατικών, το ερώτημα θα παραμείνει στην επικαιρότητα: είναι ο Μάικλ Μπλούμπεργκ ο καταλληλότερος υποψήφιος για να κερδίσει τον Τραμπ;