Η Real Politik δεν ήταν ποτέ το φόρτε του Ταγίπ Ερντογάν. Αντιθέτως η ισχύς του βασιζόταν πάντα στην επιδεξιότητα του να χειραγωγεί καταστάσεις μέσα από ατελείωτα ανατολίτικα παζάρια. Οι δύο σεισμοί στην νότιο Τουρκία επιτάχυναν τα από καιρό διαφαινόμενα αδιέξοδα. Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή, 1,5 μήνα πριν από τις κρίσιμες εκλογές η γαλλική Le Monde αναγνωρίζει για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια πώς κάτι φαίνεται να αλλάζει στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας
Κάτι αλλάζει στην Τουρκία. Κάτι που δεν προϊδεάζει ή εν πάση περιπτώσει δεν προϊδεάζει ακόμη για το τέλος της εικοσαετούς βασιλείας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ούτε αφορά τη φύση του πολιτικού καθεστώτος που γίνεται όλο και πιο αυταρχικό. Κάτι όμως αλλάζει που είναι καθοριστικό για το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δημόσια ζωή στη χώρα. Με τις κρίσιμες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στις 14 Μαΐου να πλησιάζουν, η κρατική μηχανή φαίνεται να αγωνίζεται να κινηθεί. Εμποδίζεται ωστόσο από τα ίδια της τα βάρη που την αυτοπεριορίζουν αλλά και από μια αναζωογονημένη αντιπολίτευση. Επίσης παρεμποδίζεται από τη στενότητα του χώρου που διαθέτει για ελιγμούς, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της Τουρκίας.
Πληγωμένος από την καταστροφή του σεισμού της 6ης Φεβρουαρίου την ατελείωτη οικονομική κρίση και τη δραματική έλλειψη ρευστότητας, ο Πρόεδρος Ερντογάν καταγράφει,μέρα με τη μέρα, απότομη πτώση στις δημοσκοπήσεις.
Μετά τον σεισμό, οι δημοσκοπήσεις ομοφωνούν, δείχνοντας την ίδια τάση στην κοινωνία για μία πολιτική αλλαγή. Ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, Kemal Kiliçdaroglu, προηγείται του αρχηγού του κράτους με μία διαφορά 3 έως 6 μονάδες. Σε κάποιες δημοσκοπήσεις φαίνεται πως ο πρόεδρος των Ρεπουμπλικάνων κερδίζει ακόμη και από τον πρώτο γύρο. Κάτι το αδιανόητο μόλις πριν από μόλις δύο μήνες.
«Ο σεισμός άλλαξε το παιχνίδι», λέει ο πολιτικός επιστήμονας Berk Esen, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Sabanci στην Κωνσταντινούπολη, «επειδή ενίσχυσε την υποστήριξη προς τον Kiliçdaroglu και έδειξε την ανικανότητα της κυβέρνησης».
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αυτή η καταστροφική κατάσταση για την κυβερνητική πλειοψηφία είναι, σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο και οικονομολόγο Μεχμέτ Αλτάν, «ένα κομβικό γεγονός στην ιστορία μας». «Αποκάλυψε στα μάτια του κόσμου την δομή της εξουσίας στην Τουρκία όπως πραγματικά είναι. Δηλαδή την εξουσία ενός και μόνο ανθρώπου, που ενεργεί μόνο για τη δική του επιβίωση, ως κεφαλή της χώρας. Όλα δείχνουν πως ο εξισορροπητικός ρόλος του προέδρου φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά της ανοχής της κοινωνίας. Υπάρχει πρόβλημα τόσο εντός Τουρκίας όσο και στη διεθνή σκηνή».
Μια «φιλορωσική ουδετερότητα»
Σε λίγες μόνον εβδομάδες, ο αρχηγός του κράτους είδε τα σύννεφα να συσσωρεύονται. Πρώτα με τις Ηνωμένες Πολιτείες με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Antony Blinken στην Άγκυρα στις 20 Φεβρουαρίου. Λίγα στοιχεία διέρρευσαν μετά τη συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αλλά μάθαμε, δεκαπέντε ημέρες αργότερα, ότι η Τουρκία είχε ξαφνικά σταματήσει κάθε μεταφορά και παράδοση στη Ρωσία αγαθών και εμπορευμάτων που υπόκεινται σε κυρώσεις. Μια απόφαση που ελήφθη χωρίς επίσημη δήλωση από τις αρχές. Οποιαδήποτε επίσημη ανακοίνωση θα αντιστοιχούσε αυτόματα σε «παραδοχή κάποιας ενοχής», δήλωσε ένας ναυτιλιακός πράκτορας στη ρωσική εφημερίδα Izvestia στις 10 Μαρτίου.
Προειδοποιημένες επανειλημμένα από την Ουάσιγκτον και τους Ευρωπαίους, οι τουρκικές αρχές μέχρι εκείνη την ημερομηνία κώφευαν. Η Τουρκία επωφελήθηκε πλήρως από την επέκταση του εμπορίου με τη Ρωσία αμέσως μετά από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Η αξία του εμπορίου σε αγαθά, μεταξύ των δύο χωρών, έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 200% σε ένα χρόνο. Από την πρώτη μέρα της επίθεσης η Τουρκία είχε καταδικάσει τη στάση της Μόσχας και κάλεσε τον Βλαντιμίρ Πούτιν να εγκαταλείψει την Κριμαία. Αλλά αν και μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία δεν είχε εφαρμόσει οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ήταν ένας τρόπος να παραμείνει ο Ερντογάν σε ένα είδος γκρίζας ζώνης, σύμφωνα με τη «φιλορωσική ουδετερότητά» του, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά δυτικός διπλωμάτης στην Άγκυρα.
Λίγο πριν από την επίσκεψη του Antony Blinken, ο Λευκός Οίκος είχε στείλει τον υφυπουργό Οικονομικών, υπεύθυνο για την Τρομοκρατία και τις Οικονομικές Πληροφορίες, Brian Nelson, προκειμένου να πιέσει την τουρκική κυβέρνηση να συμμορφωθεί πιο αυστηρά με τις διεθνείς κυρώσεις. Οι πιέσεις στα παρασκήνια έχουν διπλασιαστεί. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, ένας ανώτερος αξιωματούχος του Πενταγώνου ήρθε μάλιστα στην Άγκυρα για να πει ουσιαστικά στους Τούρκους συνομιλητές του να αλλάξουν γραμμή αλλιώς κινδυνεύουν να οδηγηθούν ενώπιον διεθνών δικαστηρίων.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν μοιράζει χρήματα, σε παιδιά που επλήγησαν από τους ισχυρότατους σεισμούς, κατά την περιοδεία του στη νότια Τουρκία.
«Ο Ερντογάν ξέρει ότι θα έχει απόλυτη ανάγκη από χρήματα»
Στις 14 Μαρτίου, εξειδικευμένα τουρκικά sites ανακοίνωσαν ότι η Τουρκία μόλις διέκοψε, πάλι ξαφνικά, την παροχή καυσίμων και συναφών υπηρεσιών στα ρωσικά αεροπλάνα. Η απόφαση ελήφθη ,σύμφωνα με την επιστολή του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, ή όπου εξηγείται πως αυτές οι πτήσεις με προορισμό την Ρωσία ή την Λευκορωσία απαγορεύονται για ιδιωτικά, φορτηγά και επιβατικά αεροσκάφη που περιέχουν περισσότερο από 25% πρώτων υλών αμερικανικής προέλευσης. Η παραπάνω διάταξη αφορά όλα τα αεροσκάφη Airbus και Boeing των ρωσικών αεροπορικών εταιρειών.
Η ίδια μέρα επιφύλασσε και μια άλλη μεγάλη έκπληξη. Σε άρθρο στην εφημερίδα Milliyet, το αφεντικό της Aselsan Elektronik Sanayi, το λουλούδι της τουρκικής στρατιωτικής βιομηχανίας, Haluk Görgün, ανακοίνωσε ότι η Τουρκία δεν χρειάζεται ρωσικούς πυραύλους S-400 και ότι η ομάδα του κατασκευάζει ένα «σύστημα αεράμυνας». Κάτι που, φυσικά χαροποιεί την Ουάσιγκτον. Από την απόκτηση, το 2019, αυτών των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων, που αρχικά είχαν σχεδιαστεί για να καταστρέψουν αεροπλάνα του ΝΑΤΟ, η Άγκυρα είχε αποστασιοποιηθεί σημαντικά από τη Συμμαχία, δημιουργώντας μια πρωτοφανή κατάσταση.
Η επιταχυνόμενη επιστροφή του Ερντογάν «στο μαντρί των Ατλαντιστών», μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, έχει προκαλέσει προφανώς κάποια ανακούφιση.
Η μετάβαση έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και τα σημάδια προς πάσα κατεύθυνση είναι ξεκάθαρα. Ο Τούρκος πρόεδρος αναζητά τα «κρυφά χαρίσματα» των Δυτικών. «Ξέρει ότι θα έχει απόλυτη ανάγκη από χρήματα και την υποστήριξη από Αμερικανούς και Ευρωπαίους στο εγγύς μέλλον, έστω και μόνο για την περιοχή που επλήγη από τον σεισμό», δήλωσε ο ανώτερος διπλωμάτης που εδρεύει στην τουρκική πρωτεύουσα.
Ας επισημάνουμε και άλλη μια παραχώρηση. Ο Ερντογάν ανακοινώνει, ότι υποστηρίζει την ένταξη της Φινλανδίας στη διατλαντική συνθήκη. Ομολογουμένως, ο Τούρκος πρόεδρος εξακολουθεί να είναι αντίθετος στην είσοδο της Σουηδίας, αλλά, μετά από μήνες αποκλεισμών και διαπραγματεύσεων, η χειρονομία του αρχηγού του τουρκικού κράτους έχει σκοπό να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στη διεθνή κοινότητα. Επαναλαμβάνοντας αυτήν την διαπίστωση πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας, αναφέρουν μια άμβλυνση στα λόγια των Τούρκων ηγετών για ορισμένα ευαίσθητα θέματα.
«Είναι μια πλήρης αποτυχία»
Στη Μόσχα ωστόσο κυκλοφορεί μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Σε μια επίσκεψη στο Κρεμλίνο στις 15 Μαρτίου, ο σύρος ηγέτης, Μπασάρ Αλ Άσαντ, ήταν για άλλη μια φορά άκαμπτος στην ιδέα μιας συνάντησης με τον κ. Ερντογάν πριν από τις εκλογές της 14ης Μαΐου. Πρόκειται για ένα ρητό αίτημα του περιβάλλοντος της Τουρκικής Προεδρίας.
Αυτή η άρνηση δεν αποτελεί έκπληξη αφού ο σύρος δικτάτορας θέτει όρους για οποιαδήποτε συνάντηση με τον ηγέτη της Τουρκίας. Και οι όροι αυτοί αφορούν την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων που βρίσκονται στα βόρεια της Συρίας. «Στόχος του Ερντογάν είναι η επανεκλογή του, είμαστε με την ειρήνη», είπε ο Μπασάρ Αλ Άσαντ. Εάν θέλει έναν συμβιβασμό μαζί μας, πρέπει να αποσύρει τους στρατιώτες του από τα βόρεια της χώρας και να σταματήσει την υποστήριξή του στους τρομοκράτες και τις διάφορες φατρίες κατά του Άσαντ».
Ορισμένοι αναλυτές σημειώνουν με εμμονή την έλλειψη πραγματικής δέσμευσης από την πλευρά του Βλαντιμίρ Πούτιν σε αυτή τη διαδικασία συμφιλίωσης μεταξύ Άγκυρας και Δαμασκού ηγετών, την οποία ωστόσο η Μόσχα έχει ζητήσει σε πολλές περιπτώσεις. «Ο Πούτιν δεν είναι πλέον σίγουρος για την εκλογική νίκη του Ερντογάν, επομένως δεν χρειάζεται πλέον να πιέζει τον Άσαντ για τις ανάγκες της Άγκυρας», λέει ο Φεχίμ Ταστεκίν, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής και δημοσιογράφος στην Gazete Duvar. Ο Πούτιν λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι ο Ερντογάν κάνει ελιγμούς με το ΝΑΤΟ, τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, ενώ τον αγνοεί. Μετά την ανατροπή της πολιτικής του έναντι της Δαμασκού, ο Ερντογάν βασιζόταν στην πίεση της Μόσχας προς τον Άσσαντ. Πρόκειται για μια διπλωματική αποτυχία σε όλη αυτήν την περίπλοκη πολιτική διαδρομή. Έκτοτε η συνάντηση της 15ης και 16ης Μαρτίου, η οποία επρόκειτο να συγκεντρώσει τους βοηθούς υπουργούς Εξωτερικών του Ιράν, της Ρωσίας, της Συρίας και της Τουρκίας να συζητήσουν επί μίας πλούσιας ατζέντας για όλες αυτές τις διεθνείς υποθέσεις, απλά ακυρώθηκε.
Ομολογουμένως, στις 18 Μαρτίου, χάρη στην τουρκική διαμεσολάβηση, η Μόσχα έδωσε το πράσινο φως στην παράταση της συμφωνίας για την εξαγωγή σιτηρών από την Ουκρανία, που υπεγράφη για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2022. Όμως, αυτή τη φορά, ο Βλαντιμίρ Πούτιν χορήγησε μόνο εξήντα ημέρες παράταση, αντί των εκατόν είκοσι που ζήτησε η Άγκυρα. Δύο ημέρες αργότερα, ο Ντμίτρι Πεσκόφ, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, ανακοίνωσε ότι το σχεδιαζόμενο έργο κατασκευής κέντρου διανομής φυσικού αερίου στην Τουρκία θα καθυστερούσε. «Το έργο είναι πολύπλοκο», είπε, προσθέτοντας ότι η Τουρκία είχε, με τον σεισμό και τα επακόλουθα, «άλλες προτεραιότητες αυτή τη στιγμή».
Για τον κ. Αλτάν, ο Τούρκος πρόεδρος βρίσκεται σήμερα σε διπλό αδιέξοδο. «Με το να μένει πολύ κοντά στη Ρωσία, ο Ερντογάν έχει χάσει την εμπιστοσύνη των δημοκρατιών του δυτικού κόσμου. Από την άλλη σκλήρυνε τη στάση του προς την Ρωσία επιχειρώντας να πλησιάσει τη Δύση.
Θέλοντας να πατήσει ταυτόχρονα όλα τα πλήκτρα του πληκτρολογίου, για να χρησιμοποιήσουμε μια τουρκική έκφραση, ο ίδιος έκαψε τα δάχτυλά του. Ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του κ. Ερντογάν ήταν πάντα η ικανότητά του να μετατρέπει τις κρίσεις σε ευκαιρίες. Λιγότερο από ενάμιση μήνα πριν από τις καθοριστικές εκλογές, ο Τούρκος ηγέτης θα έχει πολλά να κάνει για να ανακτήσει όλη του την επιδεξιότητα.