Ο Τζο Μπάιντεν αναμένεται να ανακηρυχθεί νικητής σήμερα την Πολιτεία της Τζόρτζια, αφού ολοκληρωθεί η ανακαταμέτρηση των ψήφων, όπου ωστόσο η αποκάλυψη λαθών έδωσε νέα πνοή στις κατηγορίες του Ρεπουμπλικάνου προέδρου περί νοθείας στις προεδρικές εκλογές.

Νωρίτερα, ο προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ, ο Ρούντι Τζουλιάνι, η «φωνή» αυτής της σταυροφορίας, επανέλαβε σε μια σουρεαλιστική συνέντευξη Τύπου τα παράπονα του απερχόμενου προέδρου, ο οποίος αρνείται να αναγνωρίσει την ήττα του.

Σε πανεθνικό επίπεδο ο Μπάιντεν συγκέντρωσε περίπου 80 εκατομμύρια ψήφους, έναντι 74 εκατομμυρίων του Τραμπ. Όμως στις ΗΠΑ οι πύλες του Λευκού Οίκου ανοίγουν σ’ εκείνον που θα συγκεντρώσει τους περισσότερους εκλέκτορες και η νίκη του Δημοκρατικού υποψηφίου βασίζεται σε μια χούφτα Πολιτείες.

Στην Τζόρτζια η πρώτη καταμέτρηση έδινε στον πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ προβάδισμα 14.000 ψήφων. Οι τοπικές αρχές αναμένεται να ανακοινώσουν το τελικό αποτέλεσμα εντός της ημέρας. «Με βάση αυτά που βλέπουμε, ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται ότι παραμένει λίγο πίσω», με διαφορά 12.000 ψήφων, είπε ο Γκάμπριελ Στέρλινγκ, Ρεπουμπλικάνος, αρμόδιος για την επίβλεψη των εκλογών, μιλώντας στο δίκτυο Fox News.

«Σύγχυση»

Χωρίς να περιμένει, ο Τραμπ εξαπέλυσε επίθεση στην εκλογική διαδικασία στην Τζόρτζια. Με αλλεπάλληλες αναρτήσεις στο Twitter, από το πρωί, αναφέρθηκε στην ανακάλυψη περίπου 6.000 ψηφοδελτίων, σε δύο κομητείες όπου πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικάνοι.

Ένα μέρος αυτών των ψήφων είχε καταμετρηθεί, αλλά δεν είχε περαστεί στο σύστημα. Τα υπόλοιπα ψηφοδέλτια φαίνεται ότι ξεχάστηκαν σε ένα κουτί, σύμφωνα με τις τοπικές αρχές.

«Αυτό δημιουργεί σύγχυση και κατανοούμε ότι οι άνθρωποι ανησυχούν» όμως «η καλή είδηση είναι ότι η ανακαταμέτρηση εκπλήρωσε τον ρόλο της» διορθώνοντας τα λάθη, διαβεβαίωσε ο Στέρλινγκ. «Ας ελπίσουμε ότι ο πρόεδρος Τραμπ θα δεχτεί το αποτέλεσμα», πρόσθεσε, εκφράζοντας τη λύπη του γιατί οι αμφισβητήσεις «υποσκάπτουν τα θεμέλια της δημοκρατίας».

Αν η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων είναι μικρότερη του 0,5%, ο Τραμπ θα μπορούσε να ζητήσει να γίνει και πάλι καταμέτρηση των ψήφων.

«Η υπόθεση θεωρείται λήξασα»

Εκτός από την Τζόρτζια, ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του έχουν προσφύγει στην Πενσιλβάνια, στο Μίσιγκαν, στην Αριζόνα και τη Νεβάδα. Ορισμένες από τις προσφυγές απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια, άλλες αποσύρθηκαν από τους ενάγοντες, όμως ο Ρούντι Τζουλιάνι αγωνίζεται να τις αναβιώσει. Αυτήν την εβδομάδα, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης εμφανίστηκε ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστή, χωρίς όμως να παρουσιάσει ουσιώδη στοιχεία.

Σήμερα, σε μια ασυνάρτηση συνέντευξη Τύπου, φάνηκε να ενστερνίζεται πολλές συνωμοσιολογικές θεωρίες: κατηγόρησε τη Βενεζουέλα και τον Τζορτζ Σόρος ότι συμμετείχαν σε μια εκλογική απάτη την οποία οργάνωσαν, όπως είπε, «οι Δημοκρατικοί ηγέτες» με τη συνενοχή και του ίδιου του Τζο Μπάιντεν.

«Για αυτό δεν έκανε προεκλογική εκστρατεία, ήξερε τι θα συνέβαινε», είπε ο Τζουλιάνι, διαβεβαιώνοντας ότι έχει εκατοντάδες «μαρτυρίες» που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του.

Ενώ μιλούσε, ο Τραμπ προέτρεπε τους υποστηρικτές του, με αναρτήσεις στο Twitter, να τον παρακολουθήσουν. «Οι δικηγόροι μου στα @newsmax, @OAMM και ίσως στο @Fox», έγραψε, προσθέτοντας: «Η υπόθεση της μαζικής εκλογικής απάτης θεωρείται λήξασα».

«Το τηλεφώνημα του προέδρου»

Άλλο μέτωπο του «ανταρτοπολέμου»: δύο Ρεπουμπλικάνοι, αρμόδιοι για να επικυρώσουν τα αποτελέσματα στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν, αρνιόντουσαν επί ώρες την Τρίτη να βάλουν την υπογραφή τους στο έγγραφο. Τελικά υποχώρησαν μετά τον σάλο που προκάλεσε αυτή η πρωτοφανής άρνηση.

Το βράδυ της Τετάρτης όμως, αποφάσισαν να ανακαλέσουν την υπογραφή τους. Στο μεταξύ, «μου τηλεφώνησε ο πρόεδρος Τραμπ», αποκάλυψε η μία από αυτούς, η Μόνικα Πάλμερ, μιλώντας στην Washington Post. «Δεν μου άσκησε πίεση, ανησυχούσε για την ασφάλειά μου», πρόσθεσε.

Πέρα από τη σταυροφορία του, ο Τραμπ δεν έχει προγραμματίσει απολύτως τίποτα για σήμερα.

Ο Μπάιντεν συνεχίζει να προετοιμάζεται για την παραλαβή του Λευκού Οίκου, στις 20 Ιανουαρίου και πρόκειται να συναντηθεί με κυβερνήτες για να συζητήσουν πώς θα αντιμετωπίσουν την πανδημία της Covid-19, η οποία έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 250.000 Αμερικανούς μέχρι σήμερα.