Ποιος το περίμενε πως ο Γιαΐρ Λαπίντ, ένας απόλυτα επιτυχημένος τηλεοπτικός αστέρας, από παλιά οικογένεια δημοσιογράφων, θα ήταν ο άνθρωπος ο οποίος θα έγραφε τους τίτλους τέλους στη μακρόχρονη πολιτική κυριαρχία του Μπέντζαμιν Νετανιάχου.

Το παρατσούκλι του Γιαΐρ Λαπίντ στο Ισραήλ είναι ο «Τζορτζ Κλούνεϊ της ισραηλινής δημοσιογραφίας». Η μητέρα του ήταν ιδρυτικό μέλος της προοδευτικής εφημερίδας Μααρίβ, που είναι δεύτερη σε κυκλοφορία καθημερινή έκδοση στο Ισραήλ μετά τη Yedioth Ahronoth. Η Μααρίβ ήταν πάντα μια εφημερίδα τοποθετημένη στο πολιτικό κέντρο και εξαρχής άσκησε έντονη κριτική στον Νετανιάχου. Ο Γιαΐρ Λαπίντ άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα σε αυτή την εφημερίδα, όπως ήταν φυσικό, για να προχωρήσει στη συνέχεια στην τηλεόραση, όπου έστησε το σημαντικότερο και γνωστότερο talk show της ισραηλινής τηλεοπτικής παραγωγής.

Πασίγνωστος στη χώρα του, εξελίχτηκε σε τηλεοπτικό αστέρα για να μεταπηδήσει στη συνέχεια στην πολιτική, τοποθετούμενος και εκεί στο πολιτικό κέντρο. Αν και άνθρωπος της τηλεόρασης, απέφυγε επιμελώς την έντονη έκθεση επιλέγοντας να διατηρήσει χαμηλούς τόνους και αποφεύγοντας την καθημερινή τριβή με την τηλεοπτική εικόνα. Στις πρόσφατες εκλογές αναδείχτηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφού το κόμμα του ήρθε δεύτερο μετά το Λικούντ του Νετανιάχου.

Έπειτα από την αποτυχία του μέχρι σήμερα πρωθυπουργού του Ισραήλ να σχηματίσει κυβέρνηση, ο πρόεδρος της χώρας έδωσε στον Λαπίντ την εντολή. Αυτός κατάφερε κυριολεκτικά στο παρά πέντε και λίγο πριν εκπνεύσει η συνταγματική προθεσμία που του είχε δοθεί να σχηματίσει μια κυβέρνηση οκτώ κομμάτων, η οποία έχει δύο πρωτόγνωρα πολιτικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο αφορά την παρουσία στον κυβερνητικό συνασπισμό του υπερορθόδοξου ακροδεξιού κόμματος του Ναφταλί Μπένετ, ο οποίος αποδέχτηκε να συμμετάσχει στο εγχείρημα παρά τις έντονες και αγεφύρωτες διαφορές που έχει και με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και με τους υπόλοιπους συμμάχους του.

Με βάση τη συμφωνία που έχει γίνει, ο Μπένετ θα είναι πρωθυπουργός στα δύο πρώτα χρόνια ζωής αυτής της κυβέρνησης και στη συνέχεια θα αντικατασταθεί από τον Λαπίντ. Ποιος είναι όμως ο 49χρονος Ναφταλί Μπένετ, που, όπως φαίνεται, θα αναλάβει σύντομα την πρωθυπουργία της χώρας; Αν κρίνει κάποιος από τις πολιτικές ιδέες του, μπορεί να ελπίζει μόνο στο χαλινάρι που ίσως του βάλουν τα πιο μετριοπαθή κόμματα της συμμαχίας. Φανατικά ορθόδοξος, ο Μπένετ υποστηρίζει με πάθος τον εποικισμό των παλαιστινιακών περιοχών και δεν θέλει με κανέναν τρόπο να δει τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Το 2018 είχε πει ότι «ο στρατός θα πρέπει να πυροβολεί στο ψαχνό όποιον επιχειρεί να μπει στο Ισραήλ από τη Λωρίδα της Γάζας, ακόμα και τα παιδιά». Με λίγα λόγια, είναι πιο ακραίος ακόμα και από τον Νετανιάχου.

Στη λογική του Ναφταλί Μπένετ κυριάρχησε ως βασικός στόχος η αποπομπή του Νετανιάχου από το πολιτικό προσκήνιο. Κάποια στιγμή, δηλαδή, θα πρέπει να ανατρέξει κανείς στους πραγματικούς πολιτικούς συμβούλους εντός και εκτός Ισραήλ, οι οποίοι, είτε στο Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ είτε στην Ουάσινγκτον, συμβούλευαν τον Μπένετ να δώσει το τελευταίο χτύπημα στον πρώην σύμμαχό του, Μπέντζαμιν Νετανιάχου.

To δεύτερο χαρακτηριστικό αυτής της κυβέρνησης αφορά τη συμμετοχή του αραβικού κόμματος που εκλέγεται στην ισραηλινή Κνεσέτ και του οποίου ηγείται ο ισλαμιστής Μανσούρ Αμπάς. Για την Ιστορία, το αραβικό κόμμα στο παρελθόν είχε συμπράξει κυβερνητικά μόνο με την αποκαλούμενη τότε «κυβέρνηση της ειρήνης» του Γιτζάκ Ραμπίν, ο οποίος ως γνωστόν δολοφονήθηκε από υπερορθόδοξο ακροδεξιό Ισραηλινό ακτιβιστή.

 

Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε με πρωτοβουλία του Γιαΐρ Λαπίντ διασφαλίζει τους 61 βουλευτές που είναι αναγκαίοι για την απόλυτη πλειοψηφία στην ισραηλινή βουλή. Εναπομένει να δοθεί ψήφος εμπιστοσύνης σε αυτό το κυβερνητικό σχήμα μέσα στις επόμενες μέρες, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, παρά το γεγονός ότι ο Νετανιάχου δίνει από τα μεσάνυχτα μάχες οπισθοφυλακής, επιχειρώντας να βρει αυτόν τον έναν αποστάτη βουλευτή ο οποίος είναι δυνατόν «να αλλάξει γνώμη».

Σημειώνεται ότι ο Νετανιάχου είναι ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ για τον οποίον έχουν κινηθεί διαδικασίες για παραπομπή του σε δίκη για διαφθορά και μάλιστα για τρεις υποθέσεις. Ο εκτοπισμός του από το ενεργό πολιτικό προσκήνιο θα του αφαιρέσει και τη δυνατότητα καταλυτικής παρέμβασης στις ανώτατες σφαίρες της ισραηλινής πολιτικής, παρέμβαση που του επέτρεπε μέχρι σήμερα να παραμένει λίγο ή πολύ στο απυρόβλητο, ή τουλάχιστον να αποφεύγει τις άμεσες επιπτώσεις από τις δικαστικές του εκκρεμότητες. Για όλους αυτούς τους λόγους, τόσο στο Ισραήλ όσο και στον διεθνή χώρο, ο σχηματισμός αυτής της νέας κυβέρνησης χαρακτηρίζεται ως «τίτλοι τέλους» για τον ηλικίας 71 ετών Νετανιάχου.

Όλη αυτή η ιστορία συμπίπτει χρονικά, πολιτικά και γεωστρατηγικά με την αλλαγή η οποία συνέβη στην Ουάσινγκτον. Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν σηματοδότησε και μια ποιοτική στροφή της αμερικανικής πολιτικής τόσο προς τους Άραβες όσο και -κυρίως- προς το Ιράν. Η αλλαγή αυτή δεν θα μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά στην εφαρμογή πολιτικών στο Ισραήλ χωρίς τη διακριτική έστω αποπομπή του Νετανιάχου από το πολιτικό προσκήνιο. Με λίγα λόγια, η απουσία του μέχρι σήμερα πρωθυπουργού του Ισραήλ από τα πολιτικά πράγματα ευνοεί πρωτίστως τις πολιτικές επιλογές της Ουάσινγκτον και συμβαίνει λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη σημαντική και, ως φαίνεται, σημαδιακή επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν στην Παλαιστίνη.