K. Μπετινάκης

Μια μέρα μετά τις βουλευτικές εκλογές και τον θρίαμβο της καγκελαρίου Μέρκελ τα επιτελεία των κομμάτων συνεδριάζουν από το πρωί στο Βερολίνο για να αναλύσουν τα εκλογικά αποτελέσματα και να σταθμίσουν τις επιπτώσεις του εκλογικού αποτελέσματος. 

Το σημαντικότερο που θα πρέπει να προκύψει είναι ποιος θα είναι ο κυβερνητικός εταίρος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.

Το εκλογικό αποτέλεσμα σήμανε δύο σημαντικές παραμέτρους μετεκλογικά για τη Γερμανία.

Για πρώτη φορά, δεν αντιπροσωπεύεται στην γερμανική Κάτω Ομοσπονδιακή Βουλή το κόμμα των Φιλελευθέρων, που είχε διατελέσει εταίρος σε κυβερνήσεις τόσο Χριστιανοδημοκρατών όσο και Σοσιαλδημοκρατών, μεταπολεμικά.

Δεύτερη παράμετρος, η μη εκλογική παρουσία των ευρωσκεπτικιστών, που τα πήγαν μεν, καλύτερα κι από τους φιλελεύθερους αλλά για 0,1%, δεν έπιασαν το όριο του 5 που απαιτείται για να εκπροσωπηθούν στη Μπούντεσταγκ.

«Δεν πρόκειται να φτάσει μακριά» έλεγαν οι περισσότεροι για την Άνγκελα Μέρκελ. Κι όμως, εκείνη τους διαψεύδει. Και αναμένεται για Τρίτη συνεχόμενη θητεία να υπηρετήσει τη χώρα της από την καγκελαρία, αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει πολύ καλά το πολιτικό πόκερ.

Δεκατρία χρόνια επικεφαλής της Χριστιανοδημοκρατίας, κατόρθωσε αυτή τη φορά, να αυξήσει σημαντικά το εκλογικό ποσοστό του κόμματός της και να αγγίξει τα όρια της αυτοδυναμίας. Κάτι που ως τώρα είχε κατορθώσει μόνο το 1957 ο Κόνραντ Αντενάουερ. Τότε φυσικά, ήταν άλλες εποχές κι άλλες οι πολιτικές συνθήκες.

Με 56,2%, ένα ποσοστό-ρεκόρ για την ίδια, εξελέγη η Άνγκελα Μέρκελ και στην περιφέρειά της, το Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία.

Αντίθετα το εκλογικό σύστημα, το οποίο προβλέπει μία ψήφο για τον εκπρόσωπο κάθε μίας από τις 299 περιφέρειες της χώρας και μια δεύτερη για το κόμμα προτίμησης, είχε ως αποτέλεσμα «μεγάλα ονόματα» της κεντρικής πολιτικής σκηνής να χρειαστούν την κομματική λίστα προκειμένου να εξασφαλίσουν το εισιτήριο για την Μπούντεσταγκ.

Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται ακόμα κι ο υποψήφιος για την καγκελαρία του SPD Πέερ Στάινμπρουκ, η υπουργός Εργασίας Ούρσουλα Φον Ντερ Λέγεν (CDU), ο συμπρόεδρος των Πρασίνων, Τζεμ Έζντεμιρ και ο Πρόεδρος της απερχόμενης Βουλής, Νόρμπερτ Λάμερτ (CDU).

Οι ελληνικής καταγωγής υποψήφιοι έμειναν τελικά εκτός βουλής.

Απογοητευμένη για το αποτέλεσμα του κόμματός της και για τη μη εκλογή της φυσικά, είναι η σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Στέλλα Κυργιανέ-Εφραιμίδη. Όχι μόνο επειδή το ποσοστό που έλαβαν οι σοσιαλδημοκράτες σε εθνικό επίπεδο αλλά και για αυτό που συγκέντρωσαν στην περιοχή της Βάδης – Βυρτεμβέργης. Μόλις το 20% κατάφερε να αποσπάσει το SPD σε αυτό το κρατίδιο.

Την ίδια ώρα, το CDU απέκτησε για πρώτη φορά μουσουλμάνα βουλευτή, την Τζεμιλέ Γιουσούφ στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, ενώ ο πρόεδρος των Φιλελευθέρων Φίλιπ Ρέσλερ συγκέντρωσε στην εκλογική του περιφέρεια, το Ανόβερο, μόλις 2,6% των ψήφων.

Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με υποψήφιο καγκελάριοτον Πέερ Στάινμπρουκ κατάφερε να βελτιώσει κάπως το ποσοστό του σχεδόν κατά τρεις μονάδες, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να εμφανιστεί και πάλι ως ένα μεγάλο λαϊκό κόμμα.

Τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη αναδεικνύεται η Αριστερά, αν και υπέστη απώλειες γύρω στο 3%, ενώ τέταρτη έρχονται οι Πράσινοι χάνοντας ένα ποσοστό γύρω στο 2%.

Με τη διαμόρφωση αυτών των αποτελεσμάτων η νέα βουλή θα είναι τετρακομματική και όχι πεντακομματική με 630 βουλευτές συνολικά.

Ακόμη και το SPIEGEL ONLINE προδιαγράφει το ενδεχόμενο «μεγάλους συνασπισμού. Ωστόσο οι διαφορές των δύο κομμάτων όπως περιγράφονται τουλάχιστον στα προεκλογικά τους προγράμματα είναι σημαντικές. Έτσι δεν αποκλείεται η «΄κπληξη», δημιουργίας κυβέρνησης συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών –Πρασίνων. Επειδή είναι διαδεδομένο πω ςοι Πράσινοι είναι αριστερό κόμμα. Ενώ στη Γερμανία έχει φανεί πως στους κόλπους τους περιλαμβάνουν πολλούς με διεξές απόψεις.

Οι διαφορές: SPD και CDU

Οι Σοσιαλδημοκράτες στο προεκλογικο τους προγραμμα επιδιώκουν την θεσμοθέτηση κατώτερου ωριαίου μισθού, οι Χριστιανοδημοκράτεςείναι κατά. Κατά την άποψη των συντηρητικών της Άνγκελα Μέρκελ εργοδότες και εργαζόμενοι θα πρέπει να ορίσουν εκείνοι κατώτερους μισθούς χωρίς σχετικό νομικό πλαίσιο. Ως προς τη φορολογία οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν αυξήσεις για εύπορους πολίτες, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν θέσει ως στόχο τη μείωση του δημοσίου χρέους, την αύξηση των κρατικών δαπανών και απορρίπτουν άνοδο της φορολογίας.

Γεγονός πάντως είναι ότι στα προγράμματα των δύο μεγάλων γερμανικών κομμάτων κυριαρχούν κεντρώες πολιτικές ιδέες. Και επειδή όλα σχεδόν τα κόμματα αναζητούν ψήφους στον κεντρώο χώρο, οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων είναι πλέον δυσδιάκριτες εκτιμά ο σύμβουλος δημοσίων σχέσεων Βόλφγκανγκ Ράικε: «Σήμερα δεν υπάρχει πια πόλωση», λέει ο γερμανός ειδικός. Ακόμα και στην χρήση της πυρηνικής ενέργειας δεν υπάρχουν πια διαφορές μεταξύ των κομμάτων. Λίγο μετά το πυρηνικό δυστύχημα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, η μέχρι τότε οπαδός της πυρηνικής ενέργειας Άνγκελα Μέρκελ αποφάσισε με την κυβέρνησή της τον σταδιακό τερματισμό της χρήσης πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία.

Η οπτική των Βρυξελλών

Τα πράγματα για τις Βρυξέλλες «ήρθαν δεξιά» μια και δεν επιβεβαιώθηκαν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, που ήθελαν το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) να μπαίνει στην Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή.

Η κλεψύδρα δείχνει 8 μήνες πριν από τις ευρωεκλογές Παρ’ όλο που οι ευρωσκεπτικιστές έχουν κερδίσει έδαφος, άσχετο αν δεν εκπροσωπήθηκαν τελικά στην Ομοσπονδική Βουλή για λιγότερο από ένα τοι εκατό, η Ευρώπη περιμένει από τη νέα γερμανική κυβέρνηση να αποσαφηνίσει τις θέσεις της απέναντι σε καίρια ζητήματα: όπως η επιτάχυνση της τραπεζικής ενοποίησης, η διεύρυνση της οικονομικής πολιτικής, ο μετριασμός της πολιτικής λιτότητας, η τόνωση των επενδύσεων και η καταπολέμηση της ανεργίας.

Ανεξάρτητα, πάντως, από το εκλογικό αποτέλεσμα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι δηλώσεις του ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάινμπρουκ περί «ένωσης κοινής ευθύνης» και η πρότασή του για βοήθεια χωρών της ευρωζώνης στο πνεύμα ενός σχεδίου Μάρσαλ θεωρήθηκαν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές από πολλές χώρες. Ιδιαίτερα οι χώρες του Νότου τρέφουν μια κρυφή ελπίδα πως, αν η καγκελάριος Μέρκελ συγκυβερνήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες, θα χαλαρώσει τα μέτρα λιτότητας.

Αξιόπιστες πηγές στις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι, πράγματι, ένας συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) θα μπορούσε να σημαίνει πως η Γερμανία θα υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή στάση όσον αφορά την πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης, χωρίς ωστόσο να αναμένονται θεαματικές αλλαγές. Άλλωστε, λέγεται ότι πίσω από τη στάση της σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας δεν κρύβεται μόνο η Γερμανία, αλλά μια ομάδα χωρών, όπως η Ολλανδία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Σλοβακία και η Εσθονία.
Όσον αφορά τα ζητήματα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης -π.χ., η τραπεζική ενοποίηση- οι Βρυξέλλες θεωρούν θετική τη στάση του Στάινμπρουκ. Ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών έχει θέσει ως προτεραιότητα την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, σε αντίθεση με τη Μέρκελ η οποία έχει κατηγορηθεί ότι την εμποδίζει και την καθυστερεί.

Το ενδιαφέρον της Ελλάδας

Όσον αφορά την Ελλάδα, οι Βρυξέλλες αναμένουν ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση θα τηρήσει μια -έστω και ελαφρώς- διαφορετική στάση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αλλά και στο θέμα του χρηματοδοτικού κενού, το οποίο ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε βοήθησε να ανοίξει κατά τη γερμανική προεκλογική περίοδο.

Σε πολύ πρόσφατες δηλώσεις του στην εφημερίδα «Die Zeit», ο Σόιμπλε έχει αποκλείσει, για μία ακόμη φορά, ένα δεύτερο κούρεμα του χρέους, αλλά μίλησε για μείωση του βάρους του χρέους συνολικά, υπό προϋποθέσεις. Όσο για τον ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών, έχει αποφύγει επιμελώς να αποκαλύψει τα σχέδιά του για την Ελλάδα.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, τόσο η Άνγκελα Μέρκελ όσο και ο αντίπαλός της Πέερ Στάινμπρουκ απέφευγαν να μιλήσουν για την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, και όποτε το έκαναν οι τοποθετήσεις τους ήταν πολύ προσεκτικές.

Μόνη εξαίρεση, η τελευταία προεκλογική, ενθουσιώδης ομιλία για την Ευρώπη και το κοινό νόμισμα η Άνγκελα Μέρκελ επιχείρησε να τηρήσει σαφείς αποστάσεις από το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Εναλλακτική Επιλογή για τη Γερμανία.