Το κόστος των κυρώσεων που επιβάλλουν η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ σε βάρος της Ρωσίας υφίσταται ήδη η Γερμανία και ειδικότερα η βιομηχανία της. Την ίδια ώρα η Μόσχα, η οποία αρχικά θεωρούσε «άσφαιρες» τις απειλές της Δύσης, καθώς τα ειδικά συμφέροντα των κρατών φαίνονταν να υπερτερούν της συλλογικής διάθεσης για τιμωρία, αρχίζει να αισθάνεται τις συνέπειες.

Σύμφωνα με ανάλυση του περιοδικού Der Spiegel, κατά την τελευταία σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι ηγέτες υπερέβησαν το «ψυχολογικό εμπόδιο» που λέγεται «κυρώσεις σε βάρος συγκεκριμένων Ρώσων», αλλά και «περιορισμοί στην συνεργασία με συγκεκριμένες ρωσικές επιχειρήσεις», οι οποίες θεωρείται ότι συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση της κατάστασης στην Ουκρανία. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές αναπτυξιακές τράπεζες δεν επιτρέπεται πλέον να χορηγούν δάνεια σε ρωσικές εταιρείες.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην «μαύρη λίστα» των ΗΠΑ βρίσκονται η πετρελαϊκή Rosneft, η εταιρεία φυσικού αερίου Novatek, η Gazprombank και η Kalashnikov. Την ίδια ώρα οι εταιρείες αυτές δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν πιστώσεις ακόμη και στην ίδια Ρωσία, από όπου πλέον έχουν αποσυρθεί πολλοί ξένοι αλλά και εγχώριοι επενδυτές. «Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ έκανε λόγο για Ψυχρό Πόλεμο και ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν προειδοποίησε ότι οι κυρώσεις ‘συνήθως έχουν αποτέλεσμα μπούμερανγκ’», αναφέρει το γερμανικό περιοδικό.

Ήδη η Γερμανία υφίσταται τις πρώτες συνέπειες. Η γερμανική Επιτροπή για τις Οικονομικές Σχέσεις με την Ανατολική Ευρώπη εκτιμά ότι η κρίση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο 25.000 θέσεις εργασίας στην Γερμανία, ενώ η Deutsche Bank υπολογίζει ότι, σε περίπτωση που η Ρωσία αντιμετωπίσει σημαντική ύφεση, η γερμανική ανάπτυξη δεν αποκλείεται να υποχωρήσει κατά 0,5%.

Από την πλευρά του το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο θεωρεί ότι σχεδόν το 25% των γερμανικών εταιρειών που συναλλάσσονται με την Ρωσία ενδέχεται να επηρεαστούν. Είναι ενδεικτικό, όπως τονίζει το Σπίγκελ, ότι οι περιορισμοί σε βάρος της Rosneft επηρεάζουν περισσότερες από δώδεκα γερμανικές εταιρείες, ενώ ιδιαίτερα πλήττεται η αυτοκινητοβιομηχανία.