Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Ήταν η απόλυτη ιστορία επιτυχίας της Κίνας (version 2.0): μια start-up του ιδιωτικού τομέα που εξελίχθηκε σε ζογκλέρ του Διαδικτύου, κατέκτησε την κινεζική αγορά και καθήλωσε τα βλέμματα όλου του κόσμου. Αλλά, όπως και στο λαϊκό παραμύθι, η Alibaba χτύπησε πρώτα φλέβα χρυσού – και μετά αντιμετώπισε προβλήματα.
Οι κινεζικές ρυθμιστικές αρχές ανακοίνωσαν μια πολύπλευρη αντιμονοπωλιακή έρευνα, την Πέμπτη, για την πιο επιτυχημένη εταιρεία Διαδικτύου της χώρας, πραγματοποιώντας κινήσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαλύσουν την εκτεταμένη επιχείρηση ηλεκτρονικού εμπορίου της Alibaba ή να περιορίσουν την εξαιρετικά κερδοφόρα θυγατρική της στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Αφού εξελίχθηκε σε κυρίαρχο παίκτη στις κινεζικές διαδικτυακές αγορές – πλέον έχει έσοδα 50 δισ. δολ. ετησίως – η Alibaba εισέβαλε, την τελευταία δεκαετία σταθερά, στον αυστηρά ελεγχόμενο χρηματοοικονομικό τομέα της Κίνας μέσω της θυγατρικής της, Ant Group. Η Ant Group, μια επιχείρηση ύψους 16 δις. δολ. ετησίως, αποσπά ήδη σοβαρό μερίδιο αγοράς των ισχυρών κρατικών τραπεζών, δημιουργώντας ανησυχίες στις ρυθμιστικές αρχές, με προϊόντα επενδύσεων και δανεισμού που έχουν γίνει τόσο δημοφιλή που μερικές φορές η Ant ενεργεί ως δανειστής σε κυβερνητικές τράπεζες – και όχι το αντίθετο.
Οι εταιρείες υπάγονται σε ένα τεράστιο, χαλαρά συνδεδεμένο όμιλο υπό τον έλεγχο του δισεκατομμυριούχου Jack Ma – του πλουσιότερου άνδρα της Κίνας – ο οποίος θα μπορούσε να προκαλέσει το ίδιο το κράτος. Την Πέμπτη, το κράτος αντέδρασε. Η Κρατική Διοίκηση για τον Κανονισμό Αγοράς της Κίνας, δήλωσε ότι θα εξετάσει καταγγελίες από διαδικτυακούς εμπόρους σχετικά με τις απαιτήσεις της Alibaba για συμφωνίες αποκλειστικότητας. Σε μια ταυτόχρονη ανακοίνωση, οι ρυθμιστικές αρχές των τραπεζών δήλωσαν ότι καλούν στελέχη της Ant Group για συζητήσεις σχετικά με τις ανταγωνιστικές πρακτικές και τις πρακτικές προστασίας των καταναλωτών της χρηματοοικονομικής πλατφόρμας.
Ήταν μια υποτιμητική κίνηση για τον Ma, έναν αυτοδημιούργητο δισεκατομμυριούχο που κάποτε γιορτάστηκε ως σύμβολο του επιχειρηματικού πνεύματος της Κίνας. «Είναι πολιτικό και (ταυτόχρονα) δεν είναι πολιτικό, το ζήτημα», δήλωσε ο Andrew Kemp Collier, διευθύνων σύμβουλος της Orient Capital Research στο Χονγκ Κονγκ. «Υπάρχουν πραγματικές ανησυχίες για έναν διαδικτυακό χρηματοπιστωτικό τομέα που δεν ρυθμίζεται επαρκώς, με τον οποίο έχει ανταγωνιστεί κάθε χώρα, αλλά υπάρχει επίσης η ανησυχία ότι οι κρατικές τράπεζες που αποτελούν τον καρδιακό παλμό της οικονομίας της Κίνας, θα αρχίσουν να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας μπροστά στην Alibaba», συνέχισε.
Η Πέμπτη ήταν το αποκορύφωμα μηνών έντασης μεταξύ του Ma και των ηγετών του Πεκίνου. Τον Οκτώβριο, ο Ma τάραξε τα νερά δηλώνοντας, σε ένα τεχνολογικό συνέδριο, ότι οι χρηματοπιστωτικοί ρυθμιστές της Κίνας, καταπνίγουν την καινοτομία και χαρακτήρισε τις μεγάλες κρατικές τράπεζες, «ενεχυροδανειστήρια». Εβδομάδες μετά, οι ρυθμιστικές αρχές ακύρωσαν την πρώτη δημόσια προσφορά της Ant Group, αξίας 34 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τη μεγαλύτερη στην ιστορία, και κάλεσαν τον Ma σε επείγουσα συνάντηση. Η κάλυψη του διάσημου επιχειρηματία από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, ξαφνικά έγινε πολύ ψυχρή. Ο Ma δεν έχει κάνει καμία δημόσια εμφάνιση από τον Οκτώβριο. «Είναι απολύτως αληθές πως το Πεκίνο ανησυχεί για κάθε ιδιωτική εταιρεία που γίνεται πολύ μεγάλη για να ελεγχθεί», δήλωσε ο Collier.
Η Alibaba και η Ant ανακοίνωσαν με σπουδή την Πέμπτη ότι θα συνεργαστούν πλήρως με την κυβέρνηση. «Θα μελετήσουμε σοβαρά και θα συμμορφωθούμε αυστηρά με όλες τις κανονιστικές απαιτήσεις και θα δεσμευτούμε πλήρως για την εκπλήρωση όλων των σχετικών κανόνων», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Ant Group. Η Alibaba τόνισε ότι θα συνεργαστεί ενεργά με τον έλεγχο, ενώ οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της θα συνεχιστούν κανονικά.
Οι μετοχές της Alibaba στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ έπεσαν σχεδόν 8%. Η εταιρεία διαπραγματεύεται επίσης στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Οι κινήσεις του Πεκίνου αντικατοπτρίζουν μια μακροχρόνια ανησυχία για τη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των σύγχρονων εταιρειών Διαδικτύου – ένα συναίσθημα που είναι επίσης αισθητό στο Capitol Hill, στην Αμερική. Οι Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προειδοποιούν, επίσης επί χρόνια, ότι ολόκληρη η οικονομία θα μπορούσε να παρασυρθεί από τον αχαλίνωτο δανεισμό. Επιπλέον, οι ηγέτες της Κίνας, δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθότι οι κρατικές τράπεζες και τα δάνεια που δημιουργούν αποτελούν μοχλούς που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση προκειμένου να κατευθύνει την οικονομική ανάπτυξη – σύμφωνα με την κεντρικά σχεδιασμένη πορεία της. Οι αδύναμες κρατικές τράπεζες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη δέσμευση του Πεκίνου στη βιομηχανική πολιτική της χώρας.
Το Ant Group ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία ως Alipay, υπηρεσία μεσεγγύησης και μεταφοράς χρημάτων, όπου οι χρήστες πληρώνουν για αγαθά στις πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου της Alibaba. Στη συνέχεια η εταιρεία προσέφερε πολύ υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων σε σύγκριση με τις κρατικές τράπεζες και άρχισε να προσφέρει δάνεια. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, μεταμορφώθηκε σε κολοσσό, προσφέροντας υπηρεσίες διαχείρισης χρημάτων και επενδύσεων και μια πλατφόρμα για crowdfunding. Μικρές τοπικές τράπεζες που ανταγωνίζονται για καταθέσεις, χρησιμοποιούν συχνά τη διαδικτυακή παρουσία της Ant ως πλατφόρμα για να προσελκύσουν πελάτες ή να συγκεντρώσουν χρήματα.
Αυτόν τον μήνα, ο Guo Shuqing, πρόεδρος της Ρυθμιστικής Επιτροπής Τραπεζικής της Κίνας, δεν κατονόμασε μεν την Ant, αλλά προειδοποίησε ρητά ότι μερικές υπηρεσίες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, που βασίζονται στο Διαδίκτυο, υιοθέτησαν μια προσέγγιση αγοράς: «ο νικητής τα παίρνει όλα» και έγιναν «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν», δημιουργώντας κινδύνους για την κινεζική οικονομία. Οι καταναλωτές, που βασίζονται σε προγράμματα δανεισμού μέσω smartphones, δανείστηκαν επίσης πολύ εύκολα και ξόδεψαν πάρα πολύ, είπε ο Guo. Τον Νοέμβριο, οι ρυθμιστικές αρχές ανακοίνωσαν ένα προσχέδιο έκδοσης αυστηρότερων αντιμονοπωλιακών νόμων που στοχεύουν εταιρείες Διαδικτύου, ενώ το Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ανακοίνωσε αυτό το μήνα ότι η χώρα πρέπει να αποτρέψει την «άτακτη επέκταση του κεφαλαίου».
Η καταστολή κατά της Alibaba ευθυγραμμίζεται επίσης με την ιδεολογική τοποθέτηση του Κινέζου Προέδρου Xi Jinping, ενός αφοσιωμένου Μαρξιστή-Λενινιστή που υποστηρίζει τον αυστηρό έλεγχο κάθε πτυχής της κοινωνίας. Ο Xi έχει διπλασιάσει την υποστήριξη στις κρατικές εταιρείες, συχνά εις βάρος των ιδιωτικών επιχειρήσεων. «Οι κρατικές εταιρείες αποτελούν το οικονομικό και πολιτικό θεμέλιο του σοσιαλιστικού συστήματος της Κίνας και τον βασικό πυλώνα της κομματικής κυριαρχίας», δήλωσε ο Xi σε αξιωματούχους, σε μια εσωτερική ομιλία τον Απρίλιο. «Πρέπει να χτιστούν ισχυρότερα, μεγαλύτερα και καλύτερα», συνέχισε ο ίδιος.
Από τότε που ο Xi ανέλαβε την εξουσία, τα πρότυπα δανεισμού από κρατικές τράπεζες έχουν ανατραπεί, με την πλειοψηφία των πιστώσεων να πηγαίνουν πλέον σε κρατικές εταιρείες και όχι στον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με έρευνα του Nicholas Lardy του Peterson Institute for International Economics. Οι ιδιωτικοί όμιλοι όπως η Anbang Insurance και ο Όμιλος HNA, αναγκάστηκαν να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία τους στο εξωτερικό, ενώ εταιρείες με ισχυρή παρουσία στο Διαδίκτυο όπως η Tencent, ανταγωνιστής της Alibaba και δημιουργός της WeChat, αντιμετώπισαν κανονιστικά προβλήματα όταν επιχείρησαν να επεκταθούν σε νέους τομείς όπως το streaming μουσικής και η αναφορά πιστωτικών στοιχείων. Ο Xi διέταξε προσωπικά τις ρυθμιστικές αρχές να εξετάσουν την Ant, ανέφερε η Wall Street Journal, στις αρχές Δεκεμβρίου.
Ορισμένα μέσα του Κομμουνιστικού Κόμματος εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να επισημάνουν ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες έχουν αφηνιάσει και υπονομεύουν τις κοινωνικές αξίες, δανείζοντας αφειδώλευτα στους νέους. Η οικονομική καινοτομία «παραμορφώθηκε από το άπληστο κεφάλαιο», δήλωσε η China Comments, ένα διαδικτυακό site που δημιουργήθηκε από το τμήμα προπαγάνδας του κόμματος. «Παρόλο που οι πλατφόρμες Διαδικτύου λειτουργούν ως επί το πλείστον από ιδιωτικούς φορείς, είναι de facto δημόσια προϊόντα. Ένα μονοπώλιο βλάπτει τα προς το ζην», ολοκλήρωσε. Δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς με το τελευταίο.
Πηγή: The Washington Post