Μάριος Βελέντζας

Ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις πυροδοτεί η Ιταλία σε μια Ευρώπη φοβισμένη, όπου ο λαϊκισμός και η ξενοφοβία ενισχύονται, την ώρα που η γερμανική εμμονή στη λιτότητα διχάζει, προκαλώντας περισσότερα προβλήματα από αυτά που οι θιασώτες της θεωρούν ότι μπορεί να επιλύσει.

Οι επενδυτές στις διεθνείς αγορές εμφανίζονται «μουδιασμένοι» για τις εξελίξεις στην Ιταλία, τηρώντας ωστόσο στάση αναμονής λόγω του πολιτικού παρελθόντος της χώρας

Η επόμενη ημέρα βρίσκει τη χώρα αντιμέτωπη με την απειλή μιας οικονομικής κρίσης που μπορεί να ισοπεδώσει τα «ασθενικά» χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα, όπως η προβληματική Banca Monte dei Paschi, μ’ ένα ρευστό πολιτικό σκηνικό και με μια ομάδα λαϊκιστών να κλείνει το μάτι στον σχηματισμό κυβέρνησης υποσχόμενη δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη. Οι επενδυτές στις διεθνείς αγορές εμφανίζονται «μουδιασμένοι» για τις τελευταίες εξελίξεις, τηρώντας ωστόσο στάση αναμονής λόγω του πολιτικού παρελθόντος της χώρας. Η Ιταλία είναι συνηθισμένη στις αλλαγές κυβερνητικών σχηματισμών, με περισσότερες από 60 κυβερνήσεις να έχουν ανέλθει στην εξουσία από το 1948. Ακόμα και μετά τον… τυφώνα «Καβαλιέρε» που διόγκωσε τα ελλείμματα τα πρώτα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 και τα επεισοδιακά Eurogroup στο δεύτερο εξάμηνο του 2011, η χώρα πορεύτηκε για δύο χρόνια με επικεφαλής τον τεχνοκράτη Μόντι, ο οποίος συμμάζεψε την κατάσταση, απομακρύνοντας τον εφιάλτη ενός… «Italexit».

Δεν αποτελεί, λοιπόν, εντύπωση πως το επικρατέστερο σενάριο για την πολιτική μετάβαση μετά την παραίτηση Ρέντσι (απεμπλοκή-απόδραση από θέση ευθύνης για τους κατηγόρους του) είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης τεχνοκρατών, η οποία θα έχει ως βασική αποστολή να προετοιμάσει το έδαφος για τις εκλογές του 2018 (αλλαγή εκλογικού νόμου και κατάθεση προϋπολογισμών).

«Όχι» στον Ρέντσι

Οι πολίτες απέρριψαν με την ψήφο τους τις προτάσεις Ρέντσι για τη συνταγματική αναθεώρηση σ’ ένα δημοψήφισμα που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από το αν θα μειωθούν τα μέλη της Γερουσίας ή αν θα απονέμεται με ταχύτερους ρυθμούς η δικαιοσύνη.

Το επικρατέστερο σενάριο για την πολιτική μετάβαση μετά την παραίτηση Ρέντσι είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης τεχνοκρατών, η οποία θα έχει ως βασική αποστολή να προετοιμάσει το έδαφος για τις εκλογές του 2018Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το υψηλό ποσοστό συμμετοχής (κοντά στο 70%) το εκλογικό σώμα έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα ότι επιθυμεί αλλαγές ουσίας στην καθημερινότητά του, μην μπορώντας να καταλάβει για ποιον λόγο ένα κράτος με βιομηχανία μόδας, τροφίμων και αυτοκινήτων αδυνατεί να χαράξει τη δική του οικονομική πολιτική, απολογούμενο στην Κομισιόν ακόμα και για τα κονδύλια που θέλει να διαθέσει στους σεισμοπαθείς του καλοκαιριού.

Ο γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε συμμετάσχει και στον… Τροχό της Τύχης τη δεκαετία του ’90, επιχείρησε να συγκεντρώσει περισσότερες εξουσίες στην κεντρική κυβέρνηση, αποδυναμώνοντας ένα από τα δύο μέρη του ιταλικού κοινοβουλίου με σημαντική νομοθετική ισχύ. Αυτοί που τον κατηγορούν θεωρούν ότι μετέτρεψε εσκεμμένα τη διαδικασία σε ψήφο εμπιστοσύνης, δημιουργώντας έτσι το κατάλληλο άλλοθι για την αποχώρησή του από την κυβέρνηση σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η γερμανική αδιαλλαξία για την απαρέγκλιτη τήρηση σφικτών προϋπολογισμών συνεχίζεται.

Για τους Ιταλούς, ο μεταρρυθμιστής Ματέο Ρέντσι υποσχέθηκε πολλά, αλλά έκανε λίγα. Πιστώνεται, βέβαια, τη βελτίωση των δημοσιονομικών, παρά τις ισχνές επιδόσεις στην ανάπτυξη και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, ωστόσο το γεγονός ότι η ιταλική οικονομία είναι κατά 12% μικρότερη σε σχέση με το τι ίσχυε το 2008 και την έναρξη της κρίσης, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην επικράτηση του «ΌΧΙ». Με το χρέος να διαμορφώνεται στο 133% του ετήσιου ΑΕΠ και τους λαϊκιστές του Κινήματος των Πέντε Αστέρων του κωμικού Μπέπε Γκρίλο να ζητούν πρόωρες εκλογές και να δηλώνουν έτοιμοι να κυβερνήσουν, ο πρόεδρος της χώρας καλείται να ρυθμίσει το πολιτικό σκηνικό, λαμβάνοντας κρίσιμες αποφάσεις.

Ο πρόεδρος αποφασίζει

Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «Guardian», ο Σέρτζιο Ματαρέλα αναμένεται να διορίσει υπηρεσιακό πρωθυπουργό -ένα πρόσωπο που θα έχει την υποστήριξη πλειοψηφίας- για να τρέξει τα οικονομικά πράγματα μέχρι το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, το 2018.

Φαινομενικά, μια τέτοια εξέλιξη δυσαρεστεί το Κίνημα των Πέντε Αστέρων (καθώς και την ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά), ωστόσο δεν παύει να προσφέρει τον απαραίτητο χρόνο για την περαιτέρω ενίσχυσή τους, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το πόσο ρευστή είναι η συμφωνία μεταξύ Άγκυρας-Βρυξελλών για το προσφυγικό και τις απειλές του Τούρκου σουλτάνου να στείλει χιλιάδες μετανάστες στην Ευρώπη. Εξάλλου, τόσο η παράταξη του Γκρίλο όσο και το κόμμα του Ματέο Σαλβίνι δεν μπορούν -βάσει πολιτικών συσχετισμών και συντάγματος- να επιβάλουν πρόωρες εκλογές. Το μεταναστευτικό, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, αύξησε κατακόρυφα τα ποσοστά των λαϊκιστών ανά την Ευρώπη, γι’ αυτό και η επόμενη διετία είναι καθοριστική για τα πεπραγμένα στην πολιτική σκηνή όχι μόνο της Ιταλίας αλλά και ολόκληρης της ηπείρου, έχοντας στον νου τις κρίσιμες αναμετρήσεις σε Γαλλία, Γερμανία και Ολλανδία το επόμενο έτος.

Το ποιος θα είναι ο «εκλεκτός» δεν έχει διευκρινιστεί ακόμα. Τα ονόματα που κυκλοφορούν στον ιταλικό και διεθνή Τύπο διαφέρουν: Πιερ Κάρλο Πάντοαν (ο σημερινός υπουργός Οικονομικών), Κάρλο Καλέντα (υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης), Πιέτρο Γκράσο (πρόεδρος της Γερουσίας).

Αγοράζουν χρόνο

Η άμεση διάλυση του κοινοβουλίου είναι ένα σενάριο που συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες επιβεβαίωσης.

Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών θα αύξανε τις πιθανότητες μιας κυβέρνησης Γκρίλο (ή συνασπισμού με τη Λέγκα του Βορρά), με ό, τι αυτό συνεπάγεται τόσο για την ιταλική ευημερία όσο και για την ευρωπαϊκή συνοχή​Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορούν η πρόσφατη εκλογική μεταρρύθμιση που προσφέρει μεγάλο πριμ στην παράταξη που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων (στην προκειμένη περίπτωση ευνοημένο είναι το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα) και η διατήρηση του αναλογικού συστήματος στη Γερουσία μετά την απόρριψη των προτάσεων Ρέντσι, που καθιστά τα δύο σώματα του ιταλικού κοινοβουλίου ασύμβατα. Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών θα αύξανε τις πιθανότητες μιας κυβέρνησης Γκρίλο, με ό, τι αυτό συνεπάγεται τόσο για την ιταλική ευημερία όσο και για την ευρωπαϊκή συνοχή.

Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων συνεχίζει την ίδια ρητορική, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι «δεν υπάρχει ένας άνθρωπος μόνος του στο τιμόνι, αλλά είναι οι πολίτες εκείνοι που διακυβερνούν», την ώρα που η παράταξη Forza Italia (του αειθαλούς Σίλβιο Μπερλουσκόνι) κρατά κλειστά τα χαρτιά της, περιμένοντας τις πολιτικές εξελίξεις και ευελπιστώντας να καρπωθεί ψήφους από την κυβερνητική φθορά του Δημοκρατικού Κόμματος.

Γρίφος προς επίλυση

Σε κάθε περίπτωση ο… διαχειριστής που θα επιλεγεί βρίσκεται αντιμέτωπος με σειρά «καυτών» θεμάτων. Με την ανεργία να είναι υψηλή, το χρέος να κυμαίνεται άνω του 130%, την Κομισιόν να πιέζει για περαιτέρω περιστολή δημοσίων δαπανών και τις ιταλικές τράπεζες να είναι πρωταθλήτριες στην κατοχή «κόκκινων δανείων» στην Ευρωζώνη (στο χαρτοφυλάκιό τους περιλαμβάνεται περίπου το 40% του συνόλου, ήτοι 360 δις ευρώ), ο μεταβατικός πρωθυπουργός καλείται να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί, το οποίο μπορεί -υπό προϋποθέσεις- να… πνίξει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Εξάλλου, το ιταλικό ΑΕΠ δεν μοιάζει σε τίποτα με το ελληνικό, το πορτογαλικό ή το ιρλανδικό, όπου μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες δις ευρώ μπορούν να σώσουν την κατάσταση…

Διαβάστε επίσης: