Ο πρώην δικτάτορας της Γουινέας Μουσά Νταντίς Καμαρά καταδικάστηκε την Τετάρτη σε κάθειρξη 20 ετών για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αφού κρίθηκε υπεύθυνος για τη σφαγή δεκάδων διαδηλωτών στις 28 Σεπτεμβρίου 2009.

Το δικαστήριο, υπό την προεδρία του Ιμπραχίμα Σόρι Ιλ Τουνκάρα, καταδίκασε επίσης επτά συγκατηγορουμένους του σε βαριές ποινές κάθειρξης, έως και σε ισόβια δεσμά.

Ο Καμαρά και οι συγκατηγορούμενοί του δικάζονταν για δολοφονίες, βιασμούς, βασανιστήρια και απαγωγές – κατηγορίες που αναβαθμίστηκαν σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τέσσερις κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι.

Ο 60χρονος Καμαρά ήταν επικεφαλής της χούντας της Γουινέας όταν περισσότεροι από 150 άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης υπέρ της δημοκρατίας. Χιλιάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί σε ένα στάδιο στο Κόνακρι, ζητώντας να μην θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές που επρόκειτο να διεξαχθούν την επόμενη χρονιά. Πολλοί πυροβολήθηκαν, μαχαιρώθηκαν, ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου ή ποδοπατήθηκαν όταν οι δυνάμεις ασφαλείας έριξαν δακρυγόνα και επιτέθηκαν στο πλήθος. Σύμφωνα με οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και επιζώντες της επίθεσης, πολλές γυναίκες βιάστηκαν.

Ο λοχαγός που έγινε δικτάτορας και συνέδεσε το όνομά του με μια από τις σκοτεινότερες σελίδες της ιστορίας της Γουινέας άκουσε ανέκφραστος την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Μέχρι και την τελευταία ημέρα της δίκης του δήλωνε αθώος.

Ο Καμαρά ήταν πάντως πρόεδρος της Γουινέας την ημέρα που οι «Κόκκινοι Μπερέδες», οι άνδρες της προσωπικής φρουράς του, στρατιώτες, αστυνομικοί και παραστρατιωτικοί δολοφόνησαν τους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές.

Ο λοχαγός και μια ομάδα αξιωματικών κατέλαβαν την εξουσία στις 23 Δεκεμβρίου 2008, μετά τον θάνατο του προέδρου Λανσάνα Κοντέ. «Χωρίς αιματοχυσία», επέμενε ο ίδιος. Την επομένη, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος, υποστηρίζοντας ότι «κανένας πολίτης» δεν μπορούσε να κυβερνήσει μια χώρα που μαστιζόταν από τη διαφθορά.

Ο Καμαρά ήταν παντελώς άγνωστος εκείνη την εποχή. Προερχόταν από την εθνότητα Γκερζέ, που κατοικεί πολύ μακριά από το Κόνακρι. Ο πατέρας του ήταν ένας αναλφάβητος χωρικός και ο ίδιος έλεγε ότι «γεννήθηκε σε ένα καλύβι». Έπειτα από ασήμαντες πανεπιστημιακές σπουδές, εντάχθηκε στον στρατό και έκανε καριέρα στην επιμελητειακή υποστήριξη. Το 2007-8 συμμετείχε σε ανταρσίες με μισθολογικά αιτήματα, κερδίζοντας έτσι τη συμπάθεια ορισμένων συναδέλφων του.

«Είμαι ο πατέρας του έθνους, αυτό θέλησε η μοίρα», έλεγε το 2009.

Στην αρχή, απέκτησε οπαδούς χάρη στη λαϊκιστική ρητορική του αλλά πολύ γρήγορα οι συλλήψεις των αντιπάλων του και η ασάφεια όσον αφορά τις προθέσεις του για τη διεκδίκηση της προεδρίας δίχασαν τον λαό. Πολλοί αμφισβήτησαν επίσης τη διανοητική του υγεία.

Λίγους μήνες μετά τη σφαγή του πλήθους στο στάδιο, στις 3 Δεκεμβρίου 2009, ο υπασπιστής του τον πυροβόλησε στο κεφάλι, επειδή προσπάθησε να του επιρρίψει όλες τις ευθύνες. Διέφυγε αρχικά στο Μαρόκο, κατόπιν στην Μπουρκίνα Φάσο και τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς αποκήρυξε την εξουσία. Ζώντας αυτοεξόριστος, ασπάστηκε τον χριστιανισμό και το 2015 αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές. Την ίδια χρονιά όμως του ασκήθηκε δίωξη για τη σφαγή του 2009. Επέστρεψε στη χώρα για να δικαστεί το 2022, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Καταθέτοντας στη δίκη του αρχικά περιοριζόταν σε δουλοπρεπή σχόλια προς τον δικαστή, όμως στη συνέχεια ξαναβρήκε την αλαζονική στάση του. Αρνήθηκε κάθε ευθύνη, έκανε λόγο για συνωμοσία και επικαλέστηκε τον Ηράκλειτο, τον Ιμάνουελ Καντ, τους Αιγύπτιους φαραώ, τον Ναπολέοντα και τον πατέρα του. «Πολλοί μπορεί να σκέφτονται: Α, ο Νταντίς Καμαρά είναι τρελός. Ο Νταντίς Καμαρά δεν είναι τρελός, είναι γενναιόδωρος επειδή αναγνωρίζει τους προγόνους του», δήλωσε μεταξύ άλλων.