Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Καθώς η Κίνα πιέζει την Ταϊβάν και τις ΗΠΑ, η τεχνολογική αλυσίδα εφοδιασμού της Ευρώπης κινδυνεύει, γιατί έχει βρεθεί σε διασταυρούμενα πυρά.
Με τις εντάσεις να φουντώνουν στην Ανατολική Ασία, οι κυρώσεις της Κίνας κατά της Ταϊβάν υπενθυμίζουν έντονα στην Ευρωπαϊκή Ένωση το πόσο εξαρτημένη είναι από το νησί της Ασίας – και ιδιαίτερα τα μικροσκοπικά τσιπ υπολογιστών που κατασκευάζει.
Η Κίνα απαγόρευσε κάποιο εμπόριο με την Ταϊβάν, ως απάντηση στην επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των ΗΠΑ Nancy Pelosi στην Ταϊπέι την περασμένη Τετάρτη και διεξήγαγε στρατιωτικές ασκήσεις «πραγματικών πυρών» στη θάλασσα που περιβάλλει την αμφισβητούμενη περιοχή. Ο στρατός ανάγκασε την εναέρια και θαλάσσια κυκλοφορία να αποφύγουν την περιοχή, αποκλείοντας ουσιαστικά την Ταϊβάν – ένα νησί 23 εκατομμυρίων που (για το Πεκίνο) είναι μέρος της Κίνας.
Προς το παρόν, η Κίνα περιόρισε τα μακροπρόθεσμα αντίποινα της στην απαγόρευση των εξαγωγών άμμου στο νησί, μαζί με την εισαγωγή εσπεριδοειδών, παγωμένων λευκών χτενιών και κατεψυγμένου σκουμπριού από την Ταϊβάν στην ηπειρωτική χώρα. Ο κίνδυνος όμως για την Ταϊπέι – και τις δυτικές εταιρείες που εξαρτώνται από την κατασκευή τσιπ της Ταϊβάν – είναι ότι τα μελλοντικά μέτρα του Πεκίνου θα είναι πολύ πιο σκληρά, όπως ένας πλήρης αποκλεισμός ή ακόμα και μια κινεζική εισβολή.
Τα ηλεκτρονικά μηχανήματα και οι συσκευές αποτελούσαν σχεδόν το 60% των εισαγωγών της ΕΕ από την Ταϊβάν πέρυσι. Η μεγαλύτερη ανησυχία για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα ήταν η ξαφνική περικοπή των προμηθειών ηλεκτρονικών τσιπ, που παράγονται από τη μεγαλύτερη εταιρεία ημιαγωγών στον κόσμο: την Taiwan Semiconductor Manufacturing Co (TSMC). Η εταιρεία καταλαμβάνει περισσότερο από το ήμισυ της αγοράς ημιαγωγών που ανατίθενται σε εξωτερικούς συνεργάτες και φημολογείται ότι έχει πελάτες όπως η Apple και η Qualcomm.
Σε ένδειξη της σημασίας που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην TSMC, η Pelosi συναντήθηκε με τον πρόεδρο της εταιρείας Mark Liu κατά την επίσκεψή της. Το πρόβλημα για την Ευρώπη είναι ότι έχει δημιουργήσει την εξάρτησή της από τα τσιπ της Ταϊβάν εδώ και πολλά χρόνια, αλλά μια κινεζική επίθεση θα μπορούσε να καταστρέψει αμέσως μια – ζωτικής σημασίας – γραμμή εφοδιασμού, με ελάχιστη ή καθόλου προειδοποίηση.
Πώς μπορεί λοιπόν η ΕΕ να προστατευθεί από έναν τέτοιο κίνδυνο;
Πρώτα απ όλα, το μπλοκ δεν διαθέτει την τεχνογνωσία που έχει προσελκύσει η Ταϊβάν. Η TSMC ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 από τον Morris Chang, πρώην μηχανικό της Texas Instruments με έδρα τις ΗΠΑ. Ο Chang είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς οι δυτικές εταιρείες τεχνολογίας έχουν χάσει την τεχνογνωσία που συνοδεύει μια εξειδικευμένη διαδικασία.
Η ευέλικτη κουλτούρα απασχόλησης στην Ταϊβάν σημαίνει επίσης ότι οι κατασκευαστές τσιπ μπορούν να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους πιο εύκολα, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις αιχμές και τις πτώσεις της ζήτησης, σύμφωνα με τον Ludo Deferm, εκτελεστικό αντιπρόεδρο στο ερευνητικό κέντρο ημιαγωγών Imec με έδρα το Leuven.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η μοναδική φύση των τσιπ που μπορεί να παράγει η TSMC. Η εταιρεία είναι το κλειδί για ηλεκτρονικά που υπάρχουν αυτή τη στιγμή παντού σε smartphone ή φορητούς υπολογιστές και ήδη κατασκευάζει περισσότερα τσιπ αιχμής, όπως αυτά των πέντε νανομέτρων ή μικρότερα, τα οποία θα είναι βασικά για την αυτόνομη οδήγηση.
«Υπάρχουν στην πραγματικότητα μόνο δύο εργοστάσια στον κόσμο τώρα που μπορούν να παράγουν τσιπ κάτω των πέντε νανομέτρων. Αυτό είναι η TSMC και η Samsung», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Hermann Hauser, επιχειρηματίας και ιδρυτής της Acorn Computers. «Το TSMC είναι εντελώς κυρίαρχο, εξαρτόμαστε πλήρως από αυτούς».
Η ΕΕ, φυσικά, γνωρίζει τις παγίδες. «Είναι ένας τομέας έντασης κεφαλαίου και γνώσης και υπόκειται σε ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη. Η παραγωγή τσιπ αποτελεί μερος μια αλυσίδας εφοδιασμού που είναι παγκόσμια, πολύπλοκη και, σε ορισμένα σημαντικά τμήματα, υπερβολικά συγκεντρωμένη», δήλωσε αξιωματούχος της ΕΕ.
Γιατί η Ταϊβάν χρειάζεται την Ευρώπη
Οι εντάσεις μεταξύ της ηπειρωτικής Κίνας και της Ταϊβάν εγείρουν το ερώτημα του πώς θα προχωρήσουν τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Πεκίνο. Ο κρίσιμος ρόλος της TSMC δεν πέρασε απαρατήρητος στην ηπειρωτική Κίνα. Σε μια ομιλία που προκάλεσε απορίες τον Ιούνιο, ένας κορυφαίος Κινέζος οικονομολόγος κάλεσε ανοιχτά το Πεκίνο να «καταλάβει» την εταιρεία.
Ορισμένοι δυτικοί παρατηρητές, ωστόσο, είναι δύσπιστοι ότι αυτή η απειλή θα υλοποιηθεί – λέγοντας ότι απλώς δεν είναι προς το συμφέρον της Κίνας να το κάνει, επειδή η TSMC βασίζεται σε άλλες εταιρείες για την παροχή εξοπλισμού, όπως η ολλανδική εταιρεία ASML.
Αυτό δήλωσε επίσης και ο επικεφαλής της TSMC, Liu σε μια σπάνια συνέντευξη του στο CNN, προειδοποιώντας ότι η εταιρεία του θα γινόταν ανενεργής εάν η Κίνα εισέβαλε στην Ταϊβάν. Ο Hauser υποστηρίζει ότι αυτό δίνει στην ΕΕ δύναμη. «Έχουμε ένα διαπραγματευτικό χαρτί ως Ευρώπη», είπε. «Κανείς δεν μπορεί να παράγει τσιπ κάτω των πέντε νανομέτρων στον κόσμο χωρίς τα εργαλεία που παράγει η ASML».
Όμως η σκέψη για το αδιανόητο σενάριο – πλήρης αποκοπή των ταϊβανέζικων τσιπ – χωρίς αμφιβολία θα παρακινήσει τους ευρωπαίους νομοθέτες και τις επιχειρήσεις να επιταχύνουν τα υπάρχοντα σχέδιά τους για τον επαναπατρισμό ορισμένων κατασκευαστών τσιπ και διπλασιασμό του μεριδίου αγοράς της Ευρώπης, όσο αφορά την αξία της παγκόσμιας αλυσίδας ημιαγωγών.
Τον Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το σχέδιο της για παραγωγη τσιπ ύψους 43 δισεκατομμυρίων ευρώ για να δελεάσει ορισμένους κατασκευαστες σε δεσμεύσεις παραγωγής στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι δικοί της κανόνες για κρατικές ενισχύσεις δεν καταστρατηγούνται, καθοδον.
Είναι επίσης μια οδυνηρά αργή διαδικασια, με την ΕΕ να αγωνίζεται να πείσει τις εταιρείες να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο μπλοκ.
Ενώ η Ευρώπη έχει πραγματοποιήσει νέες επενδύσεις τους τελευταίους μήνες – από εταιρείες όπως η Intel στη Γερμανία και οι STMicroelectronics και GlobalFoundries στη Γαλλία – η TSMC εξακολουθεί να μην έχει δεσμευτεί για ένα ευρωπαϊκό εργοστάσιο κατασκευής, επιλέγοντας να ανοίξει ένα στην Ιαπωνία και ενα στην Αριζόνα των ΗΠΑ.
Αυτό είναι ένα τεράστιο τυφλό σημείο, σύμφωνα με τον Hauser. «Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή φαίνεται να προσπαθούμε να κάνουμε αυτήν τη (αλλαγή) με την Intel και η εταιρεία απλά δεν διαθέτει την τεχνολογία. Αναγκαστικά, πρέπει να το κάνουμε με την TSMC και τη Samsung. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν κάνουμε πιο σοβαρές συζητήσεις με αυτες τις εταιρείες», καταλήγει.
Πηγή: POLITICO