Στο Κέμνιτς τα νεύρα είναι τεντωμένα και ο διάλογος επίπονος μετά τα ρατσιστικά επεισόδια που ακολούθησαν τον φόνο ενός Γερμανού την Κυριακή από δύο μετανάστες.
«Δεν είμαστε όλοι ναζί», δηλώνει αναστενάζοντας η 60χρονη Ρίτα Ταλ. «Όλα όσα ακούμε και βλέπουμε για το Κέμνιτς δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα», προσθέτει αυτή η φαρμακοποιός που ζει εδώ και 50 χρόνια στην πόλη περιμένοντας να εισέλθει στο στάδιο όπου πραγματοποιήθηκε χθες ένα φόρουμ «διαλόγου πολιτών» έπειτα από έκκληση του πρωθυπουργού της Σαξονίας Μίχαελ Κρέτσμερ.
Η συνάντηση ήταν προγραμματισμένη εδώ και καιρό, όμως τα πρόσφατα γεγονότα προσέδωσαν αιφνιδιαστική μια πολύ πιο επίκαιρη τροπή.
Σχεδόν 500 κάτοικοι του Κέμνιτς παρευρέθηκαν στη συνάντηση, την ώρα που περίπου 1000 υποστηρικτές της ακροδεξιάς διαδήλωναν έξω έπειτα από έκκληση της ακροδεξιάς οργάνωσης Pro Chemnitz, τρία μέλη της οποίας συμμετέχουν στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης.
Από μακριά και σε τακτά χρονικά διαστήματα ακουγόταν η κραυγή «φύγετε!», απευθυνόμενη στους πολιτικούς. Και στην αίθουσα του γηπέδου τα πνεύματα ήταν επίσης οξυμένα.
Η δήμαρχος της πόλης Μπάρμπαρα Λούντβιχ, που ανήκει στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δέχθηκε τις αποδοκιμασίες των παρευρισκόμενων πολλές φορές στη διάρκεια της ομιλίας της. «Στο Κέμνιτς ταλαντευόμαστε μεταξύ της αγάπης και του μίσους», παρατήρησε.
«Η πόλη αυτή δεν είναι ακροδεξιά, αυτή η πόλη δεν είναι φαιή», τόνισε από την πλευρά του ο Κρέτσμερ. Όμως εικόνες από τα επεισόδια στο Κέμνιτς, αλλά και τα βίντεο που αναρτήθηκαν σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης στα οποία φαίνονται διαδηλωτές να χαιρετούν ναζιστικά, «είναι παντού σε όλο τον κόσμο», επεσήμανε.
«Ζούμε καλά στο Κέμνιτς», σημειώνει η Μπρίγκιτ Μέντζελ, μια 59χρονη ασφαλίστρια που επίσης συμμετείχε στον διάλογο των πολιτών. Το παλιό στάδιο Καρλ Μαρξ και οι βιομηχανίες της περιοχής βρέθηκαν κατεστραμμένα μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, όπως πολλές πόλεις της πρώην ανατολικής Γερμανίας, όμως πλέον έχει ανακαινιστεί πλήρως παρουσιάζοντας μια καθαρή και πράσινη εικόνα.
Ωστόσο η ασφάλεια είναι το βασικό ζήτημα των κατοίκων. «Υπάρχει ένα λανθάνον αίσθημα φόβου, κυρίως στους ηλικιωμένους, το οποίο τροφοδοτεί η ακροδεξιά», εκτιμά η Ζαμπίνε Κούνριχ, που ασχολείται με ένα κίνημα πολιτών για τη δημοκρατία και την ανεκτικότητα.
Η Μέντζελ παραδέχεται ότι δεν κατανοεί την αιτία των φόβων αυτών. «Οι ξένοι; Δεν υπάρχουν πολλοί εδώ», επισημαίνει, ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο 7% του πληθυσμού των 246.000 κατοίκων.
Σύμφωνα με την ίδια, ο φόνος της Κυριακής είναι σίγουρα «φοβερός», αλλά δεν δικαιολογεί «αυτή την έξαρση μίσους».
Αντίθετη γνώμη όμως φαίνεται να έχει ένας γείτονάς της που την ακούει να μιλά. «Λέτε ό,τι να’ ναι. Οι άνθρωποι φοβούνται κι έχουν δίκιο. Δεν αφήνω τη 13χρονη κόρη μου να πάει μόνη της στην πόλη», τονίζει. «Πώς μπορείτε να λέτε ότι οι ξένοι δεν είναι πρόβλημα; Δεν είδατε τι συνέβη», προσθέτει.
Μια 50χρονη γυναίκα φαίνεται να συμφωνεί μαζί του: «Αν το θύμα ήταν παιδί σας, δεν θα αντιδρούσατε με αυτό τον τρόπο!».