Μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, η Bund και η Germanwatch προσέφυγαν στα δικαστήρια εναντίον της κυβέρνησης της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ, κρίνοντας ανεπαρκείς τις ενέργειές της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Οι ΜΚΟ και μεμονωμένοι ακτιβιστές όπως η Λουίζα Νοϊμπάουερ του κινήματος «Παρασκευές για το Μέλλον» προσέφυγαν στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, υποστηρίζοντας ότι τα αναποτελεσματικά μέτρα που εισηγείται η κυβέρνηση παραβιάζουν το συνταγματικό δικαίωμά τους, του «σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Μεταξύ των εναγόντων είναι και περίπου δέκα ακτιβιστές από το Μπανγκλαντές και το Νεπάλ, χώρες με πολύ χαμηλές εκπομπές καυσαερίων, οι οποίες όμως πλήττονται πολύ από τις συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
«Η προστασία του κλίματος είναι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως των νεότερων γενιών και των κατοίκων των χωρών που πλήττονται περισσότερο», εξήγησε σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο Ρέμο Κλίνγκερ.
Η Κάτω Βουλή της Γερμανίας ενέκρινε πέρυσι ένα πακέτο μέτρων προκειμένου η χώρα να επιτύχει τους στόχους της για τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων μέχρι το 2030. Οι ακτιβιστές θεωρούν τα μέτρα αυτά ανεπαρκή.
«Το θέμα δεν αφορά πλέον μόνο τις μελλοντικές γενιές. Για μας, αφορά τη δική μας γενιά, τις δικές μας ζωές και το γεγονός ότι η απραξία της κυβέρνησης τρομοκρατεί την ελευθερία μας» είπε η Νοϊμπάουερ. «Από σήμερα, το ερώτημα είναι αν η απραξία της κυβέρνησης είναι συμβατή με το Σύνταγμα. Εμείς είμαστε πεπεισμένοι για το αντίθετο και για αυτό προσφύγαμε» στα δικαστήρια, πρόσθεσε.
Ο συντηρητικός βουλευτής Γιαν-Μάρκο Λούζακ απέρριψε τους ισχυρισμούς των μκο και των ακτιβιστών, λέγοντας ότι τα δικαστήρια δεν έχουν καμία σχέση με την κλιματική πολιτική. «Είναι αρμοδιότητα των πολιτικών να ζυγίζουν (τα πράγματα) και να εφαρμόζουν την πολιτική. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν θα κάνει τη δουλειά των βουλευτών», είπε σε συνέντευξη που παραχώρησε στον όμιλο μμε Funke.
Οι ακτιβιστές ισχυρίζονται ότι η Γερμανία θα μπορούσε να κάνει περισσότερα για να πετύχει τον στόχο της (μείωση, μέχρι το έτος 2030, των εκπομπών καυσαερίων στο 55% του επιπέδου που ήταν το 1990) εάν η κυβέρνηση δεν διατηρούσε στενούς δεσμούς με την αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία απασχολεί 800.000 εργαζόμενους στη χώρα. Μεταξύ άλλων, επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση αποφεύγει να εισάγει όριο ταχύτητας σε όλους τους γερμανικούς αυτοκινητόδρομους, με αποτέλεσμα οι οδηγοί να τρέχουν υπερβολικά και τα οχήματά τους να εκπέμπουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα.