Την επόμενη Κυριακή η Γερμανία αλλάζει σελίδα έπειτα από 16 χρόνια αδιαφιλονίκητης ηγεμονίας της ‘Αγγελα Μέρκελ, αλλά και του κόμματός της, των Χριστιανοδημοκρατών. Η μάχη για τη διαδοχή της Καγκελαρίου επιφύλασσε ως τώρα ανατροπές και εκπλήξεις και παραμένει πιο ανοιχτή από ποτέ, με το ποσοστό των αναποφάσιστων να αγγίζει το 40%. Αν όμως οι πολιτικές διαφορές των κομμάτων έχουν με τα χρόνια ξεθωριάσει, οι τρεις πρωταγωνιστές δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικοί μεταξύ τους.

 

Όλαφ Σολτς (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα SPD)

Ο Όλαφ Σολτς θα ήταν ο ιδανικός υποψήφιος Καγκελάριος για το …Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU/CSU). Αυτή ήταν ίσως μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες και η άποψη του δικού του κόμματος, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Την επόμενη Κυριακή όμως, ο … «Μέρκελ του SPD» είναι πολύ πιθανό να πανηγυρίσει τη νίκη, πετυχαίνοντας μια από τις πιο θεαματικές νεκραναστάσεις στην γερμανική πολιτική ιστορία.

Οι φήμες λένε ότι μετά τις εκλογές του 2017, όταν σχηματιζόταν η κυβέρνηση CDU/CSU-SPD, η ‘Αγγελα Μέρκελ συμφώνησε να δοθεί το υπουργείο Οικονομικών στον «μικρό» εταίρο μόνο επειδή τη θέση θα αναλάμβανε ο Όλαφ Σολτς, τον οποίο γνώριζε καλά από την πρώτη συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες. Σε εκείνη την κυβέρνηση ο κ. Σολτς συμμετείχε ως υπουργός Εργασίας. Πόσα κοινά είχε αλήθεια ο κ. Σολτς με τον προκάτοχό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε; Όχι πολλά. Πίστευε όμως κι αυτός στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στα …νοικοκυρεμένα δημοσιονομικά και στις περιορισμένες δημόσιες δαπάνες. Εγγυάτο, με άλλα λόγια, ότι όσα μάζευε τα προηγούμενα χρόνια ο κ. Σόιμπλε δεν θα τα σκόρπιζε το SPD.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που ο Όλαφ Σολτς δεν κατάφερε το 2018 να εκλεγεί αρχηγός του κόμματός του, αλλά έχασε από το αριστερό δίδυμο των Σάσκια Έσκεν και Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς. Το SPD, με προτάσεις όπως για κατάργηση της ιδιοκτησίας στα ακίνητα, βάδιζε ολοταχώς προς τα μονοψήφια νούμερα. Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη δημοτικότητα του κ. Σολτς και την ικανότητά του για διείσδυση σε άλλους πολιτικούς χώρους, κατέστησε την επιλογή του ως υποψηφίου Καγκελάριου σχεδόν μονόδρομο. Οι Σοσιαλδημοκράτες τον επέλεξαν μάλιστα ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι, αποφεύγοντας τις εσωκομματικές κρίσεις και τα δράματα.

Η πανδημία ήρθε να ενισχύσει περαιτέρω το προφίλ του αποτελεσματικού και ευέλικτου διαχειριστή, όταν εισηγήθηκε πακέτα βοήθειας χωρίς προηγούμενο, προκειμένου να προστατεύσει επιχειρήσεις και εργαζόμενους. Η δε ευκολία του να δανείζεται για πρώτη φορά από τις αγορές και ταυτόχρονα να σχεδιάζει την αποπληρωμή των δανείων έδειξε ότι μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις ανάγκες των καιρών και σε αυτές του μέλλοντος. Ο πραγματισμός αποτελεί ούτως ή άλλως το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Όλαφ Σολτς, μαζί με την παροιμιώδη ηρεμία, η οποία έχει αποδειχτεί ότι δεν χάνεται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες πίεσης. Ούτε καν όταν το υπουργείο του βρίσκεται – προεκλογικά – να ελέγχεται για προβλήματα στη λειτουργία της υπηρεσίας καταπολέμησης του μαύρου χρήματος.

Ανεξάρτητα από την έκβαση των εκλογών, η ανέλπιστη ανάδειξη του SPD σε φαβορί αυτής της αναμέτρησης έχει να κάνει περισσότερο με το προφίλ του Όλαφ Σολτς παρά με το ίδιο το κόμμα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι τα ηγετικά στελέχη έχουν εξαφανιστεί από την προεκλογική εκστρατεία, υπό τον φόβο του λάθους που θα μπορούσε να κοστίσει τη νίκη – μια νίκη που πριν από λίγες εβδομάδες έμοιαζε απίθανη. ‘Αλλωστε ο κ. Σολτς κέρδιζε τους δύο αντιπάλους του, τον ‘Αρμιν Λάσετ και την Αναλένα Μπέρμποκ στην απευθείας επιλογή Καγκελάριου, ακόμη και όταν το κόμμα του ερχόταν τρίτο στις δημοσκοπήσεις.

Η ανέλιξη του Όλαφ Σολτς υποδεικνύει μεταξύ άλλων ότι τελικά είναι η προσωπικότητα του υποψηφίου που διαδραματίζει τον καθοριστικό ρόλο, ειδικά σε μια εποχή όπου οι διαχωριστικές ιδεολογικές γραμμές των τριών πρώτων κομμάτων είναι εν πολλοίς δυσδιάκριτες. «It’s the leader, stupid!», όπως γράφει εύστοχα ο βρετανός Εργατικός και δημοσιογράφος ‘Αντριου Αντόνις, στο νέο του βιβλίο, αναφερόμενος σε ηγέτες όπως ο Αβραάμ Λίνκολν, αλλά και ο Τζο Μπάιντεν ή ο Μπόρις Τζόνσον. Οι μέχρι τώρα σοσιαλδημοκράτες Καγκελάριοι ήταν πάντως πολύ διαφορετικοί από τον Όλαφ Σολτς: Βίλι Μπράντ, Χέλμουτ Σμιτ, Γκέρχαρντ Σρέντερ – τρεις εξαιρετικά λαμπερές προσωπικότητες. Ο Όλαφ Σολτς ωστόσο δεν είναι ούτε ιδιαίτερα φωτογενής ούτε επικοινωνιακά χαρισματικός. Μήπως ήταν οτιδήποτε από τα δύο η ‘Αγγελα Μέρκελ; Κι όμως. Κατάφερε όχι απλώς να κερδίσει τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και να καθιερωθεί ως εγγυήτρια της σταθερότητας και του κέντρου. Επιπλέον, ο γερμανικός λαός έμαθε να εκτιμά την ευθύτητα, τους χαμηλούς τόνους και την αποτελεσματικότητα, ιδιότητες τις οποίες δεν αμφισβήτησε ποτέ στην απερχόμενη Καγκελάριο, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Όσο όμως και αν ο Όλαφ Σολτς φαίνεται να παίρνει πάνω του την υπόθεση των εκλογών, αν τελικά γίνει Καγκελάριος, θα το χρωστάει σε μεγάλο βαθμό και στη βαριά πολιτική κληρονομιά του κόμματός του, η οποία βοήθησε ώστε το SPD να μη χάσει ποτέ – ούτε στα χειρότερά του – τη στόφα του μεγάλου «κυβερνητικού» κόμματος.

 

 

‘Αρμιν Λάσετ (Χριστιανική Ένωση – CDU/CSU)

Αν ο Όλαφ Σολτς διεκδικεί με αξιώσεις την Καγκελαρία, παρά την απρόθυμη στήριξη του κόμματός του, η υποψηφιότητα του ‘Αρμιν Λάσετ αποτελεί καθαρό θρίαμβο των κομματικών μηχανισμών. Στις 26 Σεπτεμβρίου θα γνωρίζουμε εάν για να παραμείνει κανείς στην Καγκελαρία αρκεί να ηγείται του κόμματος που κυβέρνησε την Γερμανία τα 52 από τα 72 χρόνια μετά τον Πόλεμο.

Ο ‘Αρμιν Λάσετ εξελέγη αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) τον περασμένο Ιανουάριο, εξασφαλίζοντας τη στήριξη της πλειοψηφίας των 1001 συνέδρων, όταν όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι οι Γερμανοί θα προτιμούσαν ξεκάθαρα τον αντίπαλό του, Φρίντριχ Μερτς. Αντίστοιχα, λίγους μήνες μετά, με τη στήριξη 46 ηγετικών στελεχών, επιβλήθηκε ως υποψήφιος Καγκελάριος της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), αν και πάλι ο έτερος διεκδικητής, Μάρκους Ζέντερ, ήταν σαφώς δημοφιλέστερος. Στις δύο κρίσιμες μάχες του ο κ. Λάσετ έδειξε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς υπέρ του. Και το CDU όμως έδειξε ότι δεν γνωρίζει κάτι άλλο από μηχανισμούς.

Εκείνες τις μέρες φαινόταν ακόμη ότι ήταν αρκετό να κρατάει κανείς την σφραγίδα του CDU για να κερδίσει τις εκλογές. Κι ύστερα άρχισαν οι γκάφες και τα λάθη: πότε τα γέλια του στην κάμερα ενώ ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ εξέφραζε τη θλίψη του για τα θύματα των πλημμυρών στη δυτική Γερμανία, πότε τα περιστατικά λογοκλοπής στο βιβλίο που έγραψε το 2009 και πότε η αδυναμία του να ονομάσει έστω τα δύο πρώτα ζητήματα που θα τον απασχολήσουν από τη θέση του Καγκελάριου, ο αρχηγός του CDU τείνει να θεωρηθεί «μη εκλέξιμος».

Το περιοδικό Der Spiegel, ακολουθώντας τον πρόσφατα σε προεκλογική περιοδεία, τον περιέγραψε ως «παραιτημένο, χωρίς διάθεση» πλέον να παλέψει για τη νίκη. Ταυτόχρονα, σχεδόν καθημερινά έρχονται στο φως υποθέσεις που υποδεικνύουν ότι ο υποψήφιος της Χριστιανικής Ένωσης πολύ δύσκολα θα μπορούσε να συγκριθεί με την ‘Αγγελα Μέρκελ. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της εποχής που δίδασκε σε μεταπτυχιακούς φοιτητές και …έχασε τη βαθμολογία τους. Αφού δήλωσε ψέματα ότι οι βαθμοί χάθηκαν στο ταχυδρομείο, προσφέρθηκε να τους επαναλάβει, με βάση τις σημειώσεις του. Κατέληξε όμως να βαθμολογήσει και φοιτητές οι οποίοι δεν είχαν καν εξεταστεί…

Σε κάθε περίπτωση, ο ‘Αρμιν Λάσετ είχε πέντε μήνες να αποδείξει ότι είχε δίκιο που επέμενε να ηγηθεί μιας από τις κρισιμότερες αναμετρήσεις για το κόμμα του. Τώρα ακόμη και οι Χριστιανοδημοκράτες τον στηρίζουν απρόθυμα, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία.

Σε ό,τι αφορά τις θέσεις του για τα μεγάλα θέματα, έχουν κατά καιρούς αποτελέσει αντικείμενο σχολίων και κριτικής. Το 2015 στήριξε σθεναρά την προσφυγική πολιτική της ‘Αγγελα Μέρκελ, αλλά το 2017 η προεκλογική του καμπάνια εστιάστηκε στα θέματα εσωτερικής ασφάλειας και κατάχρησης ασύλου. Παλιότερα, όταν ακόμη ήταν υπουργός Ενσωμάτωσης στην Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, είχε «κερδίσει» τα παρατσούκλια «τουρκο-‘Αρμιν» και «’Αρμιν Πασάς», λόγω της φιλελεύθερης στάσης του απέναντι στους μετανάστες, ενώ το 2014 δέχτηκε δριμεία κριτική στην Γερμανία, όταν μέσω Twitter, απευθύνθηκε στον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι, κατηγορώντας τον ότι η Αμερική στήριζε το «Ισλαμικό Κράτος» και την «Αλ Νούσρα» κατά του Προέδρου ‘Ασαντ στην Συρία. Γενικότερα, οι θέσεις του για τα μεγάλα θέματα της χώρας, τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, την κλιματική αλλαγή, τον διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό, υπαγορεύονταν μέχρι τώρα από καθαρά τοπικιστικά κριτήρια. Αντιστεκόταν στην πολιτική της Καγκελαρίου για απολιγνιτοποίηση, ακριβώς επειδή τα συμφέροντα της περιοχής του ήταν διαφορετικά, ενώ επαναλάμβανε συχνά ότι «οι πολιτικές για το κλίμα δεν πρέπει να οδηγήσουν την οικονομία σε ασφυξία». Μια ενδεχόμενη μετεκλογική συνύπαρξη με τους Πράσινους θα απαιτήσει, προφανώς, μεγάλες αμοιβαίες παραχωρήσεις. Ο κ. Λάσετ είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητος ευρωπαϊστής και ως πρώην ευρωβουλευτής γνωρίζει καλά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χώρος συνθέσεων και συνεργασιών. Επιπλέον, δηλώνει φανατικός κεντρώος.

Ο 60χρονος πρώην δημοσιογράφος, βουλευτής, ευρωβουλευτής, κρατιδιακός υπουργός και νυν Πρωθυπουργός του πολυπληθέστερου κρατιδίου της Γερμανίας, της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, καυχιέται συχνά ότι όλα αυτά τα χρόνια έχει αποκτήσει μόνο φίλους. Σήμερα ωστόσο δύσκολα μπορεί ακόμη να το πιστεύει. Αν την επόμενη Κυριακή ηττηθεί, δεν έχει να περιμένει και πολλά. Οι «εχθροί» βρίσκονται κυρίως στο δικό του στρατόπεδο και θα τον περιμένουν μόνο μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου.

 

Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι)

Είναι νέα και πράσινη και ονειρεύεται να αλλάξει τη Γερμανία. Και αν οι δύο αντίπαλοί της συναγωνίζεται για το ποιος μοιάζει περισσότερο στην ‘Αγγελα Μέρκελ, η Αναλένα Μπέρμποκ παλεύει για να πείσει τους Γερμανούς να προχωρήσουν σε ανατροπές – και να εμπιστευθούν την ίδια για να τους οδηγήσει.

Η κυρία Μπέρμποκ συγκεντρώνει ούτως ή άλλως πολλές πρωτιές: είναι η νεότερη υποψήφια Καγκελάριος της Γερμανίας και η πρώτη υποψήφια Καγκελάριος που ορίζεται στην ιστορία των Πρασίνων, οι οποίοι, μετά την ραγδαία δημοσκοπική άνοδό τους και την επιτυχία στις Ευρωεκλογές, τόλμησαν να ονειρευτούν ακόμη και την Καγκελαρία. Έτσι κι αλλιώς, μετεκλογικά δύσκολα θα προκύψει κυβερνητικός συνασπισμός χωρίς τη συμμετοχή τους, γεγονός το οποίο καθιστά όλα όσα διακηρύσσουν ιδιαίτερα σημαντικά.

Μητέρα δύο κοριτσιών και απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Δημοσίου Δικαίου, η υποψήφια των Πρασίνων έχει αφιερώσει τα μισά της χρόνια στο κόμμα, στο οποίο εντάχθηκε το 2003. Το 2013 εξελέγη ομοσπονδιακή βουλευτής και το 2018 συμπρόεδρος του κόμματος. Τότε η εμβληματική μορφή των γερμανών Πρασίνων και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, ο Γιόσκα Φίσερ, είχε δηλώσει: «Η Αναλένα για μένα έρχεται από το τίποτα». Αντίστοιχα, μια εφημερίδα έγραψε: «Ποια Αναλένα;» Διαφορετική ήταν η άποψη του πρώην υπουργού Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ (CDU), ο οποίος διαβουλεύτηκε μαζί της επί εβδομάδες στις διερευνητικές επαφές για τον σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εκλογές του 2017: «Αυτή η γυναίκα με εντυπωσιάζει. Στις διερευνητικές διαπραγματεύσεις μου έκανε πολύ καλή εντύπωση, ήταν πάντα ενημερωμένη και πάντα ουσιαστική». Οι συζητήσεις είναι γνωστό ότι δεν απέδωσαν και η κυρία Μπέρμποκ, τότε αρχηγός της τοπικής οργάνωσης στο Βρανδεμβούργο, έχασε ενδεχομένως την ευκαιρία να αναλάβει κυβερνητικό πόστο. Αυτό καταλογίζεται σήμερα και ως η σημαντικότερη αδυναμία της, ενόψει των εκλογών. Ενώ θεωρείται ικανή, διαβασμένη, πειθαρχημένη και ομαδικός παίκτης, οι επικριτές της τονίζουν την απειρία της σε ό,τι αφορά πραγματικές ευθύνες διοίκησης, έστω σε κρατιδιακό επίπεδο. Επιπλέον, την θεωρούν υπερβολικά «ωμή» στις τοποθετήσεις της, κάτι που, όπως φαίνεται, για το κόμμα της δεν αποτελεί πρόβλημα. Η ίδια πάντως, δίνει σ’ αυτό από την πρώτη στιγμή την ίδια απάντηση: «Αν το θέμα ήταν μόνο η κυβερνητική εμπειρία, τότε θα έπρεπε απλώς να συνεχίσουμε με τον μεγάλο συνασπισμό», δηλώνει.

Το «πείραμα Μπέρμποκ» των Πρασίνων δεν είναι προφανώς χωρίς ρίσκο. Ο έτερος συμπρόεδρος, Ρόμπερτ Χάμπεκ, ήταν σαφώς δημοφιλέστερος. Οι Πράσινοι όμως, στους οποίους τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί η τάση των «ρεαλιστών», έκαναν την λιγότερο ασφαλή, αλλά την πλέον συνεπή επιλογή, εμπιστευόμενοι μια νέα γυναίκα απέναντι στα «βαριά κομματικά χαρτιά» των δύο άλλων κομμάτων. Αυτό, στη σημερινή Γερμανία, στο τέλος της «εποχής Μέρκελ», με μια κοινωνία εξαντλημένη από την πανδημία, αλλά και από την επιμονή των παραδοσιακών κομμάτων στην ομφαλοσκόπηση, θα μπορούσε και να αποδειχτεί εξαιρετικά σοφή κίνηση.

«Ναι, κάναμε λάθη και τα βάζω με τον εαυτό μου. Αλλά ξέρω πού θέλω να πάω», λέει σε κάθε ευκαιρία η υποψήφια Καγκελάριος, αποδεικνύοντας ότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι ιδρυτές του κόμματος διαφήμιζαν τις ριζοσπαστικές τους απόψεις και τις αντισυστημικές τους διαθέσεις. Όπως έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που οι γονείς της, τη δεκαετία του ’80, την έπαιρναν μαζί τους σε αντι-ΝΑΤΟϊκές διαδηλώσεις. Η ουσία του αγώνα των Πρασίνων ήταν τότε ακόμη η αντιπολίτευση. Για την κυρία Μπέρμποκ, ριζοσπαστική θα ήταν τώρα η εξουσία. Σήμερα, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι Γερμανοί που βλέπουν πλέον τους Πράσινους ως ένα σύγχρονο κόμμα που στηρίζει την Ευρώπη, τις γυναίκες και τους πρόσφυγες, παραμένοντας πιστό στις οικολογικές αρχές του.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ