Διχασμένα εμφανίζονται τα γερμανικά κόμματα σε ό,τι αφορά στην ελληνική διεκδίκηση πολεμικών επανορθώσεων, με την Αριστερά και τους Πράσινους να υποστηρίζουν το αίτημα και τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοικωνιστές (CDU/CSU) και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) να το απορρίπτουν.
Όπως έγινε γνωστό ο αρχηγός του SPD και αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ χαρακτήρισε «ανόητο» το να εγείρεται τώρα απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα έχει περισσότερο συμφέρον να λάβει τώρα από τους εταίρους το περιθώριο για την υπέρβαση της κρίσης. Αυτό, τόνισε, δεν έχει «απολύτως καμμία σχέση με τις αποζημιώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ίδιος τόνισε πάντως ότι η Γερμανία έρχεται ξανά και ξανά αντιμέτωπη με το ερώτημα εάν είναι αρκετά όσα έχει κάνει: «Αν και με την Συμφωνία 2+4 υπάρχει μια επίσημη λήξη αυτής της συζήτησης για επανορθώσεις, δεν μπορούμε στη Γερμανία, στο ορατό μέλλον, να δώσουμε ένα τέλος στην συζήτηση για την ευθύνη που απορρέουν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», σημείωσε και πρόσθεσε ότι θα ήταν δίκαιο, εάν η Γερμανία, η οποία έχει ωφεληθεί από την νομισματική ένωση όσο σχεδόν καμμία άλλη χώρα, «έδινε και κάτι πίσω».
Από την πλευρά της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), ο εκπρόσωπος για δημοσιονομικά θέματα Έκχαρτ Ρέμπεργκ κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση ότι θέλει συνειδητά να μπερδέψει την κρίση χρέους και τις μεταρρυθμιστικές υποχρεώσεις με τις αποζημιώσεις και τις επανορθώσεις. «Το νούμερο των 278,7 δισεκατομμυρίων των δήθεν πολεμικών χρεών δεν μπορώ να το καταλάβω και δεν στέκει με κανέναν τρόπο. Το θέμα των επανορθώσεων έχει για μας πολιτικά και νομικά κλείσει. Αυτό ισχύει και για το λεγόμενο αναγκαστικό δάνειο», δήλωσε ο κ. Ρέμπεργκ στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters.
Ο εκπρόσωπος των Πρασίνων για ευρωπαϊκή πολιτική Μανουέλ Σάρατσιν και η επικεφαλής της Γερμανοελληνικής Ομάδας Βουλευτών στην Μπούντεσταγκ, Ανέτε Γκροτ, τάχθηκαν υπέρ της καταβολής του αναγκαστικού δανείου. Όλες τις άλλες αιτιάσεις θα έπρεπε η Γερμανία και η Ελλάδα να τις ελέγξουν «από κοινού και με συνεννόηση» στο Διεθνές Δικαστήριο, δήλωσε ο κ. Σάρατσιν, ενώ η κυρία Γκροτ τόνισε ότι «ο αριθμός των 278,7 δισ. ευρώ αποκτά άλλη σημασία, αν δει κανείς το ελληνικό χρέος και την αγορά ομολόγων της ΕΚΤ κάθε μήνα». Η γερμανική κυβέρνηση θα έπρεπε τουλάχιστον να συζητήσει με την ελληνική πλευρά από τι αποτελείται αυτό το νούμερο, πρόσθεσε η κυρία Γκροτ και υποστήριξε ότι το κατηγορηματικό «όχι» του Βερολίνου δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να παραμείνει.