Την στρατηγική της Γερμανίας για να μετατραπεί σε «ατμομηχανή της Ευρώπης» και να γίνει κυρίαρχος στο οικονομικό πεδίο της Γηραιάς Ηπείρου αναλύει σε άρθρο του στην ελληνική έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs, ο οικονομολόγος και συγγραφέας Γιάννης Σιώτος.

Διαβάστε το κείμενο του:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Ουλρίκε Χέρμαν χαρακτηρίζεται  αιρετική  δημοσιογράφος. Η κριτική της εστιάζεται στον διαχρονικό ρόλο της Γερμανίας και  μάλιστα στο βιβλίο για το «παραμύθι» της γερμανικής οικονομίας («Deutschland, ein Wirtschaftsmärchen») υποστηρίζει  ότι δεν ισχύει το ένδοξο αφήγημα που θέλει τη μεταπολεμική Γερμανία να βγαίνει από τα ερείπια ενός χαμένου πολέμου για να εξελιχθεί σε οικονομική υπερδύναμη βασιζόμενη μόνο στην σκληρή δουλειά και στην εμπνευσμένη καθοδήγηση του φιλελεύθερου Λούντβιχ Έρχαρντ, ο οποίος και σήμερα αποκαλείται «πατέρας του γερμανικού οικονομικού θαύματος». Υποστηρίζει επίσης ότι  υπήρξαν ευεργετικές πολιτικές αποφάσεις με ευρύτερα κριτήρια που συνέβαλαν στην οικονομική ανόρθωση και ανάπτυξη της Γερμανίας μετά το 1945, ώστε οι οικονομικές ελίτ που είχαν διαμορφωθεί την εποχή του ναζιστικού καθεστώτος να διατηρήσουν την επιρροή και τον πλούτο τους. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να θεμελιώσει την άποψη ότι «η θρυλική νοικοκυρά της Σουηβίας που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα της χρηστής οικονομικής συμπεριφοράς της Γερμανίας» είναι μύθος καθώς:

-η επανένωση της Γερμανίας ήταν μεν «δαπανηρή, αλλά ήταν δωρεάν»,

-ο τελευταίος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος, Γκέρχαρντ Σρέντερ, μετέτρεψε την χώρα σε «παράδεισο πλουσίων» ενισχύοντας ό,τι πιο αντικοινωνικό στην υποτιθέμενη κοινωνική οικονομία της αγοράς,

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

-στην διεθνή χρηματοοικονομική κρίση του 2007 και στην κρίση του ευρώ που ακολούθησε η Γερμανία δεν ήταν ο «καλοπληρωτής της Ευρώπης», όπως την ήθελε το συλλογικό στερεότυπο.

Διαβάζοντας τις επισημάνσεις της Χέρμαν, οι συνειρμοί με την περιγραφή του Μπαλζακ για τον τραπεζίτη που στο «σχολείο δεν δάνειζε στους συμμαθητές του μια μπίλια αν δεν του έδιναν πίσω δύο» είναι αναποφευκτοι.

Σήμερα, ο «Γερμανός τραπεζίτης» έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένος. Απολαμβάνει ήσυχος και ασφαλής τους καρπούς της προσπάθειας που ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αισθάνεται τόσο απρόσβλητος  ώστε να μη διστάζει να επαίρεται  δημόσια για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του. Νοιώθει ότι δικαιώθηκε από την αταλάντευτη τήρηση του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»  και αδιαφορεί για τις χιλιάδες τόνους αίματος, απόγνωσης και απελπισίας που έχουν ποτίσει τα χρήματα που εισρέουν στα θησαυροφυλάκια του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και η αλήθεια είναι ότι μετά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους τα κέρδη της Γερμανίας είναι μυθώδη. Οι αποδόσεις των δανείων που πήραν οι υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, τα αρνητικά επιτόκια με τα οποία δανείζεται και η υψηλή ρευστότητα που της εξασφάλισε το ρετουσαρισμένο στερεότυπο της Γερμανίδας νοικοκυράς η οποία «ζει με όσα διαθέτει», τροφοδοτούν την αυταρέσκεια και την πίστη στο «γερμανικό ιδεώδες» που την καθοδηγούν αδιάκοπα από την εποχή του Μπίσμαρκ.

Προσφάτως, σε απάντηση του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας σε επερώτηση του βουλευτή της Αριστεράς, Φάμπιο ντε Μάζι, έγινε γνωστό ότι εξαιτίας των αρνητικών επιτοκίων με τα οποία δανείζεται το γερμανικό δημόσιο, μόνο για φέτος, το κέρδος από τόκους  υπολογίζονται σε επτά δισ. ευρώ. Και παρότι τα γερμανικά ομόλογα αποφέρουν ουσιαστικά ζημίες στους αγοραστές τους, παραμένουν ιδιαίτερα δημοφιλή καθώς οι  προσφορές των επενδυτών υπερκαλύπτουν συνήθως κατά 2 φορές την έκδοση. Σύμφωνα με υπολογισμούς  της γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Bundesbank), από το 2008, οπότε και ξέσπασε η οικονομική κρίση, μέχρι το 2018 η Γερμανία εξοικονόμησε χάρη στα χαμηλά επιτόκια δανεισμού περίπου 368 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε πάνω από 10% του γερμανικού ΑΕΠ. Μόνον το 2017, η ομοσπονδία, τα κρατίδια, οι δήμοι, και τα ασφαλιστικά ταμεία στην Γερμανία πλήρωσαν 55 δισ. ευρώ λιγότερα σε τόκους σε σύγκριση με την εποχή προ κρίσης. Οι υπολογισμοί αυτοί προκύπτουν από την σύγκριση του πραγματικού κόστους εξυπηρέτησης χρέους με το υποθετικό κόστος δανεισμού σε περίπτωση που τα επιτόκια είχαν κυμανθεί τα τελευταία δέκα χρόνια σε φυσιολογικά επίπεδα σε σχέση με το 2007. Ενώ, για παράδειγμα, η Γερμανία προσέφερε μέση απόδοση ύψους 4,2% σε επενδυτές το 2007, το επιτόκιο δανεισμού της σημείωνε έκτοτε συνεχή υποχώρηση φτάνοντας το 2018 στο 1,5%.

Και δεν είναι μόνο αυτά. Το 2018 , σύμφωνα με ρεπορτάζ  του Γερμανικού Πρακτορείου Ειδήσεων (DPA) που αφορά στην απάντηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, μεταξύ 2010 και 2017, η γερμανική κεντρική τράπεζα έχει κερδίσει συνολικά 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ από το Securities Market Programme (SMP), δηλαδή το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που υλοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Βέβαια, ένα μέρος από αυτά τα χρήματα έχει ήδη επιστραφεί στην Ελλάδα ή έχει δεσμευθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), όπως προβλέπουν παλαιότερες συμφωνίες. Αλλά και πάλι απομένει ένα ποσό γύρω στα 2,5 δισ. ευρώ που δεν είχε μέχρι τότε  επιστραφεί. Σε αυτό προστίθενται άλλα 400 εκατομμύρια ευρώ από τους τόκους παλαιότερου δανείου που είχε χορηγήσει η γερμανική κρατική αναπτυξιακή τράπεζα KfW.  Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα «… τα κέρδη από την ελληνική κρίση που έχουν εγγραφεί στον κρατικό προϋπολογισμό της Γερμανίας ανέρχονται σε 2,9 δισ…».

Σε αυτά , θα πρέπει να προσθέσει κανείς ότι η γερμανική οικονομία για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια είναι ο κορυφαίος ευρωπαϊκός προορισμός για τα επενδυτικά κεφάλαια. Από το 2005 μέχρι και το 2018 η επενδυτική δραστηριότητα της Γερμανίας με κεφάλαια από το εξωτερικό  αυξάνονταν κάθε χρόνο. Η αυξητική πορεία διακόπηκε το 2019 όταν καταγράφηκε μείωση  κατά 13%.Τα ξένα κεφάλαια που εισέρευσαν στην γερμανική αγορά επενδύθηκαν στην αγορά ακινήτων, και στον τομέα των κατασκευών πολλές γερμανικές επιχειρήσεις μπήκαν  στο στόχαστρο ξένων επενδυτών. Το 2016-2017 ανάμεσα σε αυτές ήταν η εταιρεία κατασκευής μηχανημάτων και συστημάτων άμυνας KraussMaffei, η φαρμακευτική Stada και ο κατασκευαστής ρομποτικών συστημάτων Kuka που εξαγοράστηκε από τον κινεζικό επενδυτή Midea. Μόνο το 2016, αγοραστές κυρίως από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα, εξαγόρασαν  873 γερμανικές εταιρίες. Αυξημένες εξαγορές γερμανικών εταιρειών έγιναν από εταιρίες επενδύσεων ιδιωτικών κεφαλαίων, δηλαδή επενδυτές των χρηματαγορών, οι οποίοι αγοράζουν εταιρικά μερίδια προκειμένου να τα εκποιήσουν εν συνεχεία αφού έχουν αποκομίσει κάποιο κέρδος. Σχεδόν μια στις τρεις εξαγορές γερμανικών επιχειρήσεων το 2016 έγινε από εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών. Κινέζοι επενδυτές έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους στην Γερμανία, επενδύοντας δισεκατομμύρια για την εξαγορά επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την συμβουλευτική εταιρεία EY, το 2016 τα ποσά των επενδύσεων σχεδόν τριπλασιάστηκαν ενώ Κινέζοι επενδυτές έχουν αποκτήσει μερίδιο σε περισσότερες από 300 εταιρείες.

Και, φυσικά, δεν θα πρέπει να υποβαθμίζει κανείς το γεγονός ότι ως γνήσιοι «τραπεζίτες» οι γερμανικές ηγεσίες άνοιξαν τον δρόμο στις επιχειρήσεις να αποκτήσουν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία σε υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με ελκυστικούς όρους.

Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία, για να  καταφέρει να γίνει ο πολιτικός και οικονομικός επικυρίαρχος της Ευρώπης, κινήθηκε από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα με γνώμονα την φιλοσοφία του τραπεζίτη. Οι γερμανικές ηγεσίες ακολουθούν σταθερά για περίπου ενάμιση αιώνα έναν απροκάλυπτο Μερκαντιλισμό (το σύνολο των οικονομικών και εμπορικών πολιτικών που υιοθετούνται από μια χώρα προκειμένου να εδραιώσει την πολιτική ισχύ της) που προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και στις εποχές. Αψευδής μάρτυς η γερμανική παρουσία στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο «Γερμανός τραπεζίτης» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τα Μνημόνια. Λάθος. Η ελληνική εμπειρία από τον γερμανικό μερκαντιλισμό ξεκινά από το 1879. Τότε που για να δοθεί το  δάνειο των 60 εκατ. φράγκων,  ο καγκελάριος Μπίσμαρκ απείλησε να μπλοκάρει την συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας αν δεν εξοφλούντο άμεσα οι Βαυαροί κληρονόμοι. Ο οδυνηρός συμβιβασμός περιέλαβε όχι μόνο τους «θεσμικούς επενδυτές» του 1832, αλλά και τους ιδιώτες ομολογιούχους των δανείων της ανεξαρτησίας που αγόρασαν στην δευτερογενή αγορά μέχρι και 5 δρχ. ένα ομόλογο ονομαστικής αξίας 100 δραχμών. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Οικονομίας της Σορβόννης, Γιώργος Δερτιλής, κάποιοι Ολλανδοί ομολογιούχοι εξοφλήθηκαν το 1930, «105 χρόνια μετά την διασπάθιση των δανείων του 1824-1845»

Η εναλλαγή της πολιτικοστρατιωτικής με την οικονομική βία έχει σημαδέψει  την πορεία της Γερμανίας από τον 19ο αιώνα.  Πέτυχε την ενοποίηση μέσω μιας σειράς πολέμων στις δεκαετίες του 1860 και του 1870. Ο Otto von Bismarck στην συνέχεια την σφυρηλάτησε σε έθνος, με «αίμα και ατσάλι», όπως το έθεσε, μετατρέποντάς το στην ειρηνική «χορτάτη δύναμη» των επόμενων δύο δεκαετιών. Στην συνέχεια, από το 1890 με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό τον Κάιζερ Βίλχελμ Β’, έγινε η φιλόδοξη γερμανική αυτοκρατορία, με όνειρα για μια γερμανική σφαίρα επιρροής που θα εκτείνεται μέχρι την Ανατολή. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία έγινε η προσεκτική ρεβιζιονιστική δύναμη των ετών της Βαϊμάρης, μόνο για να αναδειχθεί ως κατακτητής της Ευρώπης υπό τον Χίτλερ την δεκαετία του 1930 και στην συνέχεια να καταρρεύσει σε ένα νικημένο, διαιρεμένο κράτος. Ακόμη και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Δυτική Γερμανία ταλαντευόταν ανάμεσα στον φιλοδυτικό ιδεαλισμό του καγκελάριου Konrad Adenauer και στην ρεαλιστική Ostpolitik του καγκελαρίου Willy Brandt.

Η αποθέωση της φιλοσοφίας του τραπεζίτη ήταν ο κυνισμός της επιχειρηματολογίας και των πολιτικών που ακολούθησαν, προκειμένου να πετύχουν την διαγραφή των χρεών από τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Τόσο το σχέδιο Γιάνγκ όσο και η Συμφωνία του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953 θυμίζουν τους τραπεζίτες που αφού χρεωκόπησαν τις τράπεζές τους με τις επικίνδυνες πρακτικές τους απευθύνονται στον θησαυροφύλακα για να διασώσει τόσο τους ίδιους όσο και τις τράπεζές τους.

Αποκαλυπτική είναι η διαπραγμάτευση και τα αποτελέσματά της για την διαγραφή του χρέους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχικά, στο πλαίσιο του υπολογισμού των γερμανικών αποζημιώσεων συνεστήθη μια τριμερής επιτροπή (με την συμμετοχή και της Γερμανίας, ως παρατηρητή), η οποία θα καθόριζε το ακριβές ύψος του γερμανικού χρέους. Τον Ιούνιο του 1951, η επιτροπή ολοκλήρωσε το έργο της, προσδιορίζοντας το προπολεμικό χρέος της Γερμανίας σε 22,6 δισ. μάρκα και το μεταπολεμικό σε 16,2 δισ., ήτοι συνολικά 38,8 δισ. μάρκα. Αυτά τα τεράστια ποσά σαφώς και δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν και, μάλιστα, με τους τόκους να τρέχουν. Οπότε, οι Γερμανοί διαπραγματεύθηκαν και πέτυχαν την διεύθετηση τους.Το 1953 στο Λονδίνο, με την  συμφωνία της 27ης Φεβρουαρίου κατάφεραν τελικά ένα γενναιόδωρο «κούρεμα» επικαλούμενοι  τον «κίνδυνο εξ΄ Ανατολών». Η αρμόδια  επιτροπή προσδιόρισε την προπολεμική οφειλή της Γερμανίας σε 7,5 δισ. μάρκα και την μεταπολεμική σε 7 δισ., ήτοι συνολικά σε 14,5 δισ. μάρκα, ποσό που αντιστοιχούσε μόλις στο 37,4% του αρχικά προσδιορισθέντος. Αλλά πιο σημαντικοί ήταν οι υπόλοιποι όροι σύμφωνα με τους οποίους:

(α) Οι πληρωμές των χρεών θα γίνονταν είτε σε σκληρό νόμισμα είτε σε γερμανικό μάρκο, κατ’ επιλογή του οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι του χρέους θα μπορούσε να πληρωθεί με φρεσκοτυπωμένο από την γερμανική κεντρική τράπεζα χρήμα. Στην πράξη, η Γερμανία πλήρωσε σχεδόν το σύνολο της οφειλής της με μάρκα.

(β) Οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς την Γερμανία, ενισχύοντας παράλληλα τις γερμανικές βιομηχανίες ώστε να παράγουν τα αντίστοιχα προϊόντα. Με τον τρόπο αυτό, οι πιστωτές αποδέχτηκαν την κατά 66% μείωση των εξαγωγών τους προς την Γερμανία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην μετατροπή του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας από αρνητικό σε θετικό.

(γ) Για να βοηθήσουν περισσότερο την ανάπτυξή της, οι πιστώτριες χώρες έδωσαν στην Γερμανία την δυνατότητα να παράγει προϊόντα όχι μόνο για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών της αλλά και για εξαγωγή. Ουσιαστικά, δηλαδή, της παραχώρησαν ένα κομμάτι από την δική τους διεθνή πίττα.

(δ) Επί πλέον, οι πιστώτριες χώρες δεσμεύτηκαν ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα αυστηρές σχετικά με την συνέπεια των Γερμανών στις πληρωμές τους: «Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το τρέχον ισοζύγιο πληρωμών της. Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως (α) η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών, (β) η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό, (γ) οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες και (δ) τα οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος από τις εξαγωγές». Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι πιστωτές αποδέχτηκαν ότι ο οφειλέτης τους θα μπορεί να πληρώνει όποτε ευκολύνεται και αν τον βολεύει!

(ε) Εξαιρετικά ενδιαφέρων είναι και ο όρος ο οποίος ορίζει ποια δικαστήρια θα είναι αρμόδια για να επιλύσουν τυχόν διαφωνίες που ενδεχομένως ανακύψουν στο μέλλον: «Σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή αρχής διαιτησίας, ιδίως όταν η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς την δημόσια τάξη».

(στ) Ρυθμίζονται τα επιτόκια για τις γερμανικές οφειλές που είχαν δημιουργηθεί πριν τον πόλεμο, σε επίπεδα από 0% μέχρι το πολύ 5,5%.

Η «διάσωση» αυτή και οι  δωρεάν ενισχύσεις που δόθηκαν απο τις ΗΠΑ (1,17 δισ. δολάρια από το σχέδιο Μάρσαλ και 200 εκατ. δολάρια από την  USAID ) ήταν το εφαλτήριο από το οποίο ξεκίνησε το γερμανικό οικονομικό θαύμα.

Και αφού κατάφερε ο «Γερμανός τραπεζίτης» να σωθεί με ξένα χρήματα, προχώρησε στο επόμενο βήμα. Το 1956, αμέσως μόλις οι ΗΠΑ υποχρέωσαν την Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την Διώρυγα του Σουέζ, ο καγκελάριος Konrad Adenauer ανέφερε σε έναν Γάλλο πολιτικό ότι τα ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα γίνονταν ποτέ παγκόσμιες δυνάμεις, αλλά «ότι τους απομένει μόνο ένας τρόπος για να παίξουν έναν αποφασιστικό ρόλο στον κόσμο και αυτός είναι να ενωθούν σε μια Ευρώπη… Η Ευρώπη θα είναι η εκδίκησή σας». Έναν χρόνο μετά, η Συνθήκη της Ρώμης εγκαινίασε την Κοινή Αγορά.

Η Δυτικογερμανοί, τόσο οι ελίτ όσο και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, επέδειξαν εξαιρετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το έκαναν επειδή το ήθελαν και επειδή έπρεπε. Ήθελαν να δείξουν ότι η Γερμανία είχε μάθει από την τρομερή, προ του 1945, ιστορία της και ότι ήθελε να αποκαταστήσει πλήρως τον εαυτό της στην ευρωπαϊκή κοινότητα αξιών, φθάνοντας μέχρι και στο σημείο να παραδώσει μεγάλο μέρος της δικής της κυριαρχίας και της εθνικής ταυτότητας. Αλλά είχαν επίσης ένα σκληρό εθνικό συμφέρον με το να αποδείξουν την ευρωπαϊκή τους δέσμευση, καθώς μόνο με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των γειτόνων τους και των διεθνών εταίρων τους (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης) θα μπορούσε να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος τους για επανένωση της Γερμανίας. Όπως παρατήρησε κάποτε ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο Δυτικογερμανός πρώην υπουργός Εξωτερικών, «Όσο πιο ευρωπαϊκή είναι η εξωτερική πολιτική μας, τόσο πιο εθνική είναι».

Αφότου τα δύο γερμανικά κράτη επανενώθηκαν το 1990, πολλοί παρατηρητές αναρωτήθηκαν αν αυτό που ήταν ουσιαστικά μια διευρυμένη Δυτική Γερμανία θα συνεχίσει εκείνη την εξαιρετική δέσμευση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αρκετά  χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση της ευρωζώνης, η απάντηση ήταν ήδη εμφανής. Η επανενωθείσα Γερμανία θα ήταν πλέον πιστή στα εθνικά της συμφέροντα στην Ευρώπη όποτε αυτό είναι δυνατό, αλλά και από μόνη της, όταν κρίνεται. Οι ηγέτες της, από το Βερολίνο, θα εξακολουθούν να προσπαθούν να είναι καλοί Ευρωπαίοι, αλλά δεν θα ανοίγουν πλέον το καρνέ των επιταγών τους τόσο εύκολα αν η Ευρώπη το ζητήσει.

Σταθμός στην διαδρομή  του «Γερμανού τραπεζίτη»  είναι η επανένωση. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989, ο Μιτεράν, θορυβημένος από την προοπτική της επανένωσης της Γερμανίας, πίεσε σκληρά για να στριμώξει τον Κολ για την  Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Στόχος του Μιτεράν ήταν να δεσμεύσει μια ενωμένη Γερμανία, και  να κάνει την Γαλλία να ανακτήσει περισσότερο έλεγχο πάνω στο δικό της νόμισμα, ίσως και να κερδίσει κάποια επιρροή επί της Γερμανίας. Για να πετύχει τον στόχο του, ο Μιτεράν κινητοποίησε την Βρετανίδα πρωθυπουργό, Μάργκαρετ Θάτσερ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου υποστηρίζοντας  ότι «φοβόταν ότι θα βρεθούν στην κατάσταση που ήταν οι προκάτοχοί τους στην δεκαετία του 1930, οι οποίοι απέτυχαν να αντιδράσουν απέναντι στην συνεχή πίεση από τους Γερμανούς». Στην πραγματικότητα όμως , ο «Γερμανός τραπεζίτης» εκμεταλλευόμενος τον φόβο του Γάλλου προέδρου έβαλε τις βάσεις για τη μετέπειτα εκστρατεία «κατάκτησης» της Ευρώπης μηδέ της Γαλλίας εξαιρουμένης. Υποδύθηκε ότι κάνει παραχωρήσεις αλλά στην πραγματικότητα κέρδισε τον έλεγχο του ευρώ το οποίο χρησιμοποίησε ως κερκόπορτα στην άλωση της ΕΕ. Η Γαλλία  νοιαζόταν να αποκτήσει κάποιον έλεγχο πάνω στο νόμισμα της Γερμανίας, όχι η Γερμανία να αποκτήσει τον έλεγχο του προϋπολογισμού της Γαλλίας. Έτσι, η συζήτηση για την δημοσιονομική ένωση υποβιβάστηκε σε ένα σύνολο «κριτηρίων σύγκλισης», τα οποία έθεταν ως προϋπόθεση στα μέλη της νομισματικής ένωσης να κρατούν το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ και το έλλειμμα κάτω από 3%. Όταν σε σύντομο χρονικό διάστημα η Γαλλία και η Γερμανία παραβίασαν αυτές τις συνθήκες, το Συμβούλιο των Υπουργών ψήφισε να μην επιβληθούν ποινές και οι όροι της συμφωνίας αποδυναμώθηκαν έτσι ώστε να μην έχουν σημασία. Η πλήρης υποταγή στον στόχο αποκαλύφθηκε κατά την υλοποίηση της ενοποίησης με την δραστηριότητα της  «Treuhand» (Treuhandanstalt, trust agency): ένας φορέας (εταιρεία συμμετοχών) που έλεγχε –σχεδόν– όλα τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία (επιχειρήσεις, εκατομμύρια εκτάρια γεωργικής γης και δασών, ακίνητα της πρώην Στάζι, περιουσία του στρατού, δημόσιες κατοικίες, οργανισμούς κοινής ωφέλειας, φαρμακεία…) της Αν. Γερμανίας. Από τον φορέα αυτόν εξαρτώνταν περίπου 4,1 εκατομμύρια εργαζόμενοι (45% του εργατικού δυναμικού) που εργάζονταν σε 8.000 επιχειρήσεις σε 32.000 χώρους. Σε διάστημα τεσσάρων ετών η Treuhand είχε ιδιωτικοποιήσει ή εκκαθαρίσει επιχειρήσεις και είχε εκποιήσει τεράστια ακίνητη περιουσία. Η χώρα υπέστη τη μεγαλύτερη καταστροφή του παραγωγικού κεφαλαίου σε καιρό ειρήνης, χάνοντας 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με μια έρευνα, οι «επενδυτές» από την Δύση αγόρασαν κοψοχρονιά το 85% των εργοστασίων παραγωγής της Ανατολικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα, εταιρείες συμβουλευτικών υπηρεσιών, όπως η KPMG, η McKinsey και η Roland Berger, αλλά και φορείς –επιχειρηματικές οντότητες και μεμονωμένοι επαγγελματίες– που συμμετείχαν στις εκποιήσεις και στις εκκαθαρίσεις πήραν δουλειές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Η Treuhand με χρέη 260 έως 270 δισ. μάρκα παρέδωσε την σκυτάλη σε άλλους φορείς (BvS, TLG, η BVVG) για να ολοκληρώσουν την… δουλειά. Εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί ξενιτεύτηκαν και πολλοί από εκείνους που έμειναν οδηγήθηκαν στην εξαθλίωση με μισθούς και συντάξεις που δεν επαρκούν για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες, όπως για παράδειγμα στέγασης, καθώς τα ενοίκια εκτινάχθηκαν όταν τα σπίτια πέρασαν στα χέρια των «επενδυτών» και των funds. Σύμφωνα με έκθεση του Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών από το έτος της επανένωσης, το 1990, ως το 2017 είχαν εγκαταλείψει την Ανατολική Γερμανία συνολικά 3,9 εκατ. άνθρωποι. 

Δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυρίζονταν κανείς ότι η κρίση χρέους που ξεκίνησε από την Αμερική το 2008 και σε λιγότερο από δύο χρόνια κτύπησε και την ΕΕ , ήταν η ευκαιρία για τον «Γερμανό τραπεζίτη» να απολαύσει τους καρπούς της 65χρονης μεθοδικής, πολυτάραχης  και κοπιώδους προσπάθειας που ξεκίνησε από τον Μάιο του 1945. Για να φτάσουν, όμως, εκεί οι σύγχρονες γερμανικές ηγεσίες χρειάστηκε να ξαναθυμηθούν τις πολιτικές του Αντενάουερ και του Έκχαρτ που συνίστανται στο να «υπενθυμίζουν κινδύνους» και να τους ανταλλάσσουν με «δωρεάν παροχές» ώστε οι άλλοι να πληρώνουν για λογαριασμό τους. Παραφράζοντας την περιγραφή του Ρότσιλντ: «Στην αρχή ζήτησαν δανεική ομπρέλα για να γλυτώσουν από την νεροποντή και όταν έπαψε να βρέχει όχι μόνο δεν την επέστρεψαν αλλά αρνήθηκαν να πληρώσουν ενοίκιο». Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς καταγράφοντας τους χειρισμούς που έγιναν  από πλευρά –κυρίως- της Γερμανίας στην οικονομική κρίση του 2008 που μέχρι το 2010 εξελίχθηκε ευρωπαϊκή κρίση χρέους.

Τον Σεπτέμβριο του 2008, καθώς η κρίση ήταν παγκόσμια, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Peer Steinbrück, δήλωσε ότι ήταν «ένα αμερικανικό πρόβλημα» που θα είχε ως αποτέλεσμα «να χάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την θέση τους ως υπερδύναμη του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος». Η δήλωση αυτή έγινε την στιγμή που το Βερολίνο πανικόβλητο αναζητούσε τρόπους για να αποφευχθεί μια γενικευμένη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος καθώς οι μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στην αμερικανική κρίση των subprime.  Η Deutsche Bank ήταν ένας σημαντικός παίκτης σε αυτά τα γεγονότα, αλλά απέδωσαν την εμπλοκή της στο γεγονός  ότι η τράπεζα εγκατέλειψε την γερμανική ψυχή της. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών εκτιμούσε ότι συνολικά, μέχρι τα τέλη του 2007, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαζόταν να μαζέψουν κάπου μεταξύ ενός τρισεκατομμυρίου και 1,2 τρισ. δολαρίων, προκειμένου να καλύψουν τα κενά στους ισολογισμούς μεταξύ ενεργητικού σε δολάρια και χρηματοδότησης σε δολάρια. Στις καλές εποχές, οι τράπεζες αυτές είχαν εύκολη χρηματοδότηση μέσω ανταλλαγής νομισμάτων και χονδρικών αγορών. Τώρα, με τις διατραπεζικές αγορές να στεγνώνουν, ήταν απελπισμένες για δολάρια. Όταν  η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών έκανε αυτούς τους λογαριασμούς οι γερμανικές και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες κατείχαν το 29% όλων των μη εξυπηρετούμενων, υψηλού ρίσκου ενυπόθηκων τίτλων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Γερμανοί, έχοντας την πείρα του Ψυχρού Πολέμου όταν  παίζοντας ταυτόχρονα σε πολλά ταμπλό εξασφάλιζαν δυσανάλογα ανταλλάγματα  φρόντισαν να ενισχύσουν το εφιαλτικό σενάριο για τους Αμερικανούς σύμφωνα με το οποίο  οι γερμανικές και οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα εγκατέλειπαν τα δολαριακά περιουσιακά στοιχεία τους, οδηγώντας τις τιμές των ενυπόθηκων χρεογράφων σε κατώτατο σημείο και αναγκάζοντας τις αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες κατείχαν ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες τέτοιων τίτλων, να υποστούν τεράστιες απώλειες. Έτσι επωφελήθηκαν με περισσότερο από τα μισά των 3,3 τρισ. δολαρίων φθηνών μετρητών που πρόσφεραν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2007 ο Ben Bernanke και ο Timothy Geithner, επικεφαλής της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας Fed και υπουργός Οικονομικών αντίστοιχα, με φθηνές βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις. Ταυτόχρονα με τις γραμμές ανταλλαγής ρευστότητας, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας και οι άλλες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες πήραν δολάρια από την Fed για να τα περάσουν στις δικές τους τράπεζες που πάλευαν να επιβιώσουν. Μεταξύ  Δεκεμβρίου 2007 και Αυγούστου 2010, η Fed παρείχε 4,5 τρισ. δολάρια από τα οποία  η ΕΚΤ πήρε τα 2,5 τρισ. Σήμερα, η Γερμανία μπορεί να επαίρεται  ότι αυτή καθοδήγησε τις ευρωπαϊκές Αρχές που έσωσαν την Ευρώπη αλλά η αλήθεια είναι ότι η Deutsche Bank και οι άλλες ευρωπαϊκές  τράπεζες σώθηκαν με τις  εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε ρευστότητα που πήραν από την Fed. 

Στο ενδιάμεσο, ανταποκρινόμενη στα πρότυπα του ιδανικού «τραπεζίτη», η Γερμανία είχε φροντίσει να πουλήσει ομπρέλες σε εξαιρετικά υψηλές τιμές στις ευμετάβλητες οικονομίες του μεσογειακού Νότου. Πρώτον, αντί να παρέχει στις περιφερειακές χώρες μια αγορά που θα απορρόφα τα προϊόντα τους, η Γερμανία πούλούσε τα δικά της βιομηχανικά προϊόντα προς την περιφέρεια. Σύμφωνα με την Eurostat, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ αυξήθηκε από 46,4 δισ. ευρώ το 2000 σε 126,5 δισ. ευρώ το 2007.  Μεταξύ 2000 και 2007, το ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας με την Γερμανία αυξήθηκε από 3 δισ. ευρώ στα 5,5 δισ. ευρώ, της Ιταλίας διπλασιάστηκε από 9,6 δισ. ευρώ σε 19,6 δισ., της Ισπανίας σχεδόν τριπλασιάστηκε, από 11 δισ. σε 27 δισ. ευρώ, και της Πορτογαλίας τετραπλασιάστηκε από 1δισ. σε 4,2 δισ. ευρώ. Επίσης, κατά την διάρκεια της οικονομικής άνθισης του 2003-2008 η Γερμανία επέκτεινε την πίστωση σε μαζική κλίμακα για τις μεσογειακές χώρες της ευρωζώνης. Σύμφωνα με ένα  έγγραφο εργασίας του ΔΝΤ, το 2008, η Γερμανία ήταν ο ένας από τους δύο μεγαλύτερους καθαρούς πιστωτές εντός της ευρωζώνης (μετά την Γαλλία). Η θετική θέση της ήταν η μια πλευρά του καθρέφτη αφού η άλλη αποτύπωνε την αρνητική θέση της Πορτογαλίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, και της Ισπανίας. Φυσικά, καθώς η χρηματοπιστωτική κρίση άρχισε να κλιμακώνεται, η Γερμανία έκλεισε απότομα το πορτοφόλι της. Η περιφέρεια της Ευρώπης χρειάζονταν  δάνεια περισσότερο από ποτέ, αλλά το γερμανικό ταμείο είχε κλείσει. Έτσι οδηγηθήκαμε στις δανειακές συμβάσεις και στα Μνημόνια και στην μετατροπή της ευρωπαϊκής Γερμανίας σε γερμανική Ευρώπη.

Αν δεν υπήρχε η εμπειρία του παρελθόντος θα μπορούσε να πεί κανείς ότι το μέλλον του «Γερμανού τραπεζίτη» προβάλλει ευοίωνο και ανέφελο. Όμως η Ιστορία έχει αποδείξει ότι ενώ είναι εξαιρετικά ικανός στο να αρπάζει, είναι εξαιρετικά ευάλωτος στην διαχείριση του θριάμβου του.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2021 της ελληνικής έκδοσης του Foreign Affairs

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης