Ευκαιρία για την Ε.Ε. να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να αποτρέψει μια περαιτέρω κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ των κρατών-μελών χαρακτήρισε το Brexit ο ευρωβουλευτής Γκι Φερχόφστατ, υπεύθυνος του Ευρωκοινοβουλίου για τη διαπραγμάτευση αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου ανέφερε πως η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και η στροφή της Ουάσινγκτον προς τον προστατευτισμό είναι μια προειδοποίηση για την Ε.Ε.
«Η συζήτηση για το Brexit είναι μια καλή ευκαιρία όχι μόνο να συζητήσουμε και να διαπραγματευτούμε μια νέα συμφωνία, μια νέα εταιρική σχέση με τη Βρετανία, αλλά παράλληλα για να καθορίσουμε ότι τώρα είναι η στιγμή για να αποκτήσουμε μια πραγματική κυβέρνηση στην Ευρώπη» επισήμανε ο Φερχόφστατ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο ειδήσεων Reuters από τη Νέα Υόρκη όπου βρίσκεται για την προώθηση του νέου του βιβλίου που φέρει τον τίτλο: «Η τελευταία ευκαιρία της Ευρώπης».
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας αναμένεται σήμερα να ανακοινώσει την απόφασή του για το αν η Τερέζα Μέι μπορεί να ξεκινήσει τη διαδικασία του Brexit χωρίς τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου.
Ο Φερχόφστατ υποστήριξε ότι είναι «πολύ νωρίς» για να υποθέσει κάποιος την επίδραση που θα έχει το Brexit στη Βρετανία ή στο Σίτι του Λονδίνου. «Είναι σαφές ότι η μετάβαση χρειάζεται να είναι χρονικά περιορισμένη. Έχω δει προσωρινές καταστάσεις να διαιωνίζονται» δήλωσε προσθέτοντας: «Αυτό που είναι πολύ πιο σημαντικό είναι μια ξεκάθαρη ενεργοποίηση του άρθρου 50, μια σαφής πρόταση της βρετανικής κυβέρνησης και πώς εκείνοι βλέπουν την εταιρική σχέση στο μέλλον».
«Πρέπει να δούμε αν θα ζητήσουν σύναξη μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου. Μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό» σημείωσε. Υπογράμμισε ακόμη πως «πρέπει να καταλήξουμε πριν από τις ευρωεκλογές του 2019», επαναλαμβάνοντας ότι η Βρετανία δεν θα είναι σε θέση να επιλέξει πολιτικές που θα της επιτρέπουν να έχει καλύτερη τύχη ούσα εκτός της Ένωσης, από το να είναι πλήρες μέλος αυτής.
Η Ευρώπη θα πρέπει να δημιουργήσει μια πολιτική και αμυντική ένωση, και να ενοποιήσει την κοινή της αγορά με περισσότερες βιομηχανίες και τομείς υπηρεσιών, κατέληξε.