Του Κώστα Μπετινάκη
Από τη μια έχουμε την ψυχροπολεμική ένταση που προωθεί το ΝΑΤΟ με την εγκατάσταση «αντιπυραυλικού» συστήματος σε Ρουμανία και τα μεγάλης έντασης στρατιωτικά γυμνάσια στην περιοχή των χωρών της Βαλτικής με προφανή στόχο και από την άλλη την προσπάθεια επαναπροσέγγισης ορισμένων χωρών της Ευρώπης με τη Ρωσία.
Έτσι, μετά την ανακοίνωση της συμμετοχής 10.000 ΝΑΤΟϊκών στρατιωτικών δυνάμεων στα μεγάλα
Την ίδια ώρα όμως, Γερμανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν αρχίσει ουβερτούρες επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία.
Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ στην ετήσια συνέντευξη Τύπου προς τους ξένους ανταποκριτές αναφέρθηκε στην κατάσταση στην ανατολική Ουκρανία και στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.
Όπως διευκρίνισε, πάντως, η Γερμανία δεν πρόκειται να αποδεχθεί την προσάρτηση της Κριμαίας, «επειδή συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου από κράτος που έχει υπογράψει τη Συμφωνία του Ελσίνκι». Είπε ακόμη ότι «αναγνωρίζει τους ενδοιασμούς που υφίστανται σε μια σειρά κρατών-μελών της Ε.Ε. για τις κυρώσεις».
Με πολύ προσεκτικό τρόπο ο Σταϊνμάιερ έθεσε ερωτήματα για το αν οι αναμενόμενες αποφάσεις στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία θα βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση της έντασης που επικρατεί στις σχέσεις με τη Ρωσία.
Η αναφορά του Γερμανού ΥΠΕΞ αφορούσε -έμμεσα μεν αλλά σαφώς- σε αποφάσεις για την αύξηση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων σε κράτη της ανατολικής Ευρώπης, όπως επίσης και του εξοπλισμού αυτών των χωρών. «Φυσικά θα υπάρξουν αντιδράσεις σε αυτά που θα αποφασισθούν στη Βαρσοβία» είπε ο Σταϊνμάιερ, για να καταλήξει πως «αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να διατηρηθούν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη Ρωσία, αλλά και να επικρατήσει διαφάνεια για τις προθέσεις του ΝΑΤΟ σε στρατιωτικό επίπεδο».
Το γερμανικό περιοδικό «Spiegel» σε εκτενές δημοσίευμά του υποστηρίζει πως «παρόλο που η επίσημη πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης παραμένει αυστηρή, έχει αρχίσει προσπάθεια να μειωθεί η ένταση στις εμπορικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί για τη ρωσική πολιτική στην ουκρανική κρίση».
Ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, στις αρχές της εβδομάδας, σε οικονομικό φόρουμ στην πόλη Ροστόκ στην «ημέρα της Ρωσίας», παρουσία Γερμανών και Ρώσων επιχειρηματιών, έστειλε ένα πολιτικό μήνυμα υποστηρίζοντας πως «η απομόνωση (της Ρωσίας) δεν βοηθά παρά μόνον αν συνεχισθεί ο διάλογος».
Ωστόσο, οι ηγέτες της G-7, παίζοντας το γνωστό παιχνίδι «καρότο – μαστίγιο», πριν από μία εβδομάδα στη σύνοδό τους στην Ιαπωνία, είχαν υποστηρίξει τη συνέχιση των σκληρών κυρώσεων εναντίον της Μόσχας.
Η καγκελάριος Μέρκελ είχε παραπονεθεί την περασμένη Πέμπτη ότι δεν επικρατεί σταθερή ειρήνη στην
Όπως επισημαίνει το δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού, οι σοσιαλδημοκράτες εταίροι του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού είναι εκείνοι που πιέζουν για επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία, με επικεφαλής τον Σοσιαλδημοκράτη ηγέτη αντικαγκελάριο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Την ίδια ώρα ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Σταϊνμάιερ, αν και ξεκάθαρα δεν έχει εκφρασθεί υπέρ της διακοπής των αντιποίνων, έχει δηλώσει πως η Ρωσία πρέπει να επανέλθει στους G-7, ώστε να ξαναγίνουν G-8.
Σύμφωνα με το «Spiegel», σε πρώτη φάση το Βερολίνο δεν υποστηρίζει την άρση των αντιποίνων που αφορούν σε επίπονα για τον πρόεδρο Πούτιν ζητήματα, αλλά προωθεί τη θέληση να επανεξετάσει τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στα ταξίδια Ρώσων αξιωματούχων και βουλευτών, μετά την προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας στη Ρωσία.
Επισημαίνεται ότι η Γερμανία εξακολουθεί να συνεργάζεται με τη Ρωσία για την ολοκλήρωση του αγωγού αερίου Nordstream μέσω της Βαλτικής.
Πάντως, όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται για τη χρησιμότητα των οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας. Και παρά την αισιοδοξία του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Πολωνού) Ντόναλντ Τουσκ για τη συνέχιση των αντιποίνων, πολλοί είναι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι -όπως ο Αυστριακός αντικαγκελάριος Reinhold Mitterlehner και ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Emmanuel Macron- που έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για τη συνέχιση των κυρώσεων, όπως και άλλοι αξιωματούχοι από την Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Ο Ούγγρος υπουργός Εξωτερικών Peter Szijjarto ήταν πλέον ξεκάθαρος την περασμένη Τετάρτη, μετά τη συνάντησή του με τον Ρώσο ομόλογό του Sergey Lavrov στη Βουδαπέστη: «Η χώρα μας δεν πρόκειται να εγκρίνει την αυτόματη παράταση του καθεστώτος των κυρώσεων» είπε.
Η ουγγρική εξαγωγική οικονομία, όπως και της Τσεχίας, έχει πληγεί ιδιαίτερα από τις κυρώσεις αυτές, όπως και των περισσότερων ευρωπαϊκών, κυρίως των ανατολικών χωρών.
Χαρακτηριστικό της αλλαγής κλίματος στην Ευρώπη είναι και η μη δεσμευτική απόφαση της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης τον Απρίλιο, με την οποία οι Γάλλοι βουλευτές καλούσαν σε τερματισμό των αντιποίνων εναντίον της Ρωσίας. Ο λόγος; Οι δυσμενείς επιπτώσεις για τους Γάλλους εξαγωγείς αγρότες.
Και η ολλανδική κυβέρνηση που αυτό το εξάμηνο κατέχει την εναλλακτική προεδρία στην Ε.Ε. βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς τον Απρίλιο σε δημοψήφισμα οι Ολλανδοί ψήφισαν εναντίον της συμφωνίας διασύνδεσης Ευρωπαϊκή Ένωσης και Ουκρανίας.
Αυτήν τη στιγμή μόνον η Μ. Βρετανία, η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) είναι αντίθετες στην άρση των κυρώσεων και επιμένουν στην παραμονή ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στα εν λόγω κράτη.
Ωστόσο, τις γερμανικές συμφιλιωτικές κινήσεις προς τη Ρωσία δεν βλέπουν με καλό μάτι ούτε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Απομένει να διαπιστωθεί αν θα έχουν κάποιο αποτέλεσμα οι ολοένα και αυξανόμενες εμπιστευτικές επαφές Γερμανών και Ρώσων αξιωματούχων. Όσο για τις ταυτόχρονες συσκέψεις του «Κλαμπ των Τριών» (Γαλλία-Γερμανία-Βρετανία) με Ρώσους στο Βερολίνο, αν δεν επιτευχθούν πολιτικά συμπεράσματα, τότε θα παραμείνουν άκαρπες.
Πληροφορίες από SPIEGEL ONLINE | Deutsche Welle