Η μείωση του αριθμού των πυρηνικών όπλων παγκοσμίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επιβραδύνθηκε περαιτέρω το 2020, την ώρα που οι πυρηνικές δυνάμεις εκσυγχρονίζουν και ορισμένες επεκτείνουν τα οπλοστάσιά τους, καταγράφει έκθεση που δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα.

Στις αρχές του 2021, οι εννέα χώρες που διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια (Ρωσία, ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ, Βόρεια Κορέα) διατηρούσαν 13.080 πυρηνικά όπλα, ήτοι 320 λιγότερα απ’ ό,τι στις αρχές του 2020, κατά τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Ερευνών για τη Διεθνή Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).

Ωστόσο σε αυτόν τον αριθμό συμπεριλαμβάνονται πυρηνικές κεφαλές που επίκειτο να καταστραφούν. Εξαιρουμένων αυτών των τελευταίων, το στοκ των πυρηνικών όπλων αυξήθηκε, περνώντας από τα 9.380 στα 9.620 την υπό μελέτη περίοδο.

Όσο για τον αριθμό των πυρηνικών όπλων που είναι εγκατεστημένα στις κεφαλές πυραύλων, ή είναι «επιχειρησιακά» στην στρατιωτική αργκό, αυξήθηκε επίσης, κατά 105 μονάδες σε έναν χρόνο, στις 3.825 κεφαλές. Από αυτές, περίπου 2.000 βρίσκονται στα χέρια δυνάμεων που τελούν σε «υψηλό επίπεδο επιχειρησιακής επαγρύπνησης», με άλλα λόγια θα μπορούσαν να εκτοξευθούν μέσα σε μερικά λεπτά της ώρας.

Από την απόλυτη κορύφωσή του το 1986 (πάνω από 70.000 κεφαλές), ο αριθμός των πυρηνικών όπλων μειώθηκε σημαντικά, πέφτοντας για παράδειγμα στις 22.600 το 2010 (εκ των οποίων 7.500 ήταν «επιχειρησιακές» την εποχή), κατά τα δεδομένα του SIPRI. Το σύνολο του 2021 λοιπόν, καθώς είναι το χαμηλότερο από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, σηματοδοτεί φαινομενικά τη συνέχιση του πυρηνικού αφοπλισμού.

Όμως «οι μειώσεις των πυρηνικών οπλοστασίων, στις οποίες ήμασταν συνηθισμένοι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πλέον κάνουν σημειωτόν», τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Χανς Κρίστενσεν, ερευνητής του SIPRI.

«Παρατηρούμε πολύ μεγάλα προγράμματα εκσυγχρονισμού των πυρηνικών οπλοστασίων σε ολόκληρο τον κόσμο, σε όλα τα κράτη που είναι εφοδιασμένα με πυρηνικά όπλα», συνέχισε, κάνοντας επίσης λόγο για «αύξηση της βαρύτητας που δίνεται στα πυρηνικά όπλα στα στρατιωτικά δόγματα».

Η τάση αυτή αφορά τόσο τη Ρωσία, όσο και τις ΗΠΑ, οι οποίες μαζί έχουν στην κατοχή τους πάνω από το 90% των πυρηνικών όπλων σε παγκόσμια κλίμακα: 6.255 (–120) και 5.550 (–250) αντίστοιχα, σύμφωνα με το SIPRI.

Μολονότι οι δύο δυνάμεις συνέχισαν την καταστροφή κεφαλών που ήδη ήταν πλέον παροπλισμένες, μέτραγαν απεναντίας στις αρχές του 2021 κάπου 50 επιπλέον «επιχειρησιακές» κεφαλές απ’ ό,τι έναν χρόνο νωρίτερα.

Η συνθήκη που έχουν υπογράψει η Μόσχα και η Ουάσινγκτον, η «Νέα START» – με σκοπό να διατηρηθούν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια κάτω από το επίπεδο του Ψυχρού Πολέμου –, παρατάθηκε την τελευταία στιγμή για πέντε χρόνια στην αρχή του έτους.

 

Ανησυχίες

Η παράταση αυτή ήταν σημαντική, «για να υπάρξει σταθερότητα», υπογραμμίζει ο κ. Κρίστενσεν, καθώς η ισχύς άλλων συνθηκών – όπως αυτής για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς (INF) – αφέθηκε να εκπνεύσει τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο η νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έχει «καταστήσει πολύ σαφές ότι θα συνεχίσει στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των πυρηνικών όπλων που άρχισε επί των ημερών του (σ.σ. Ρεπουμπλικάνου τέως προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ) Τραμπ», υπογράμμισε ο ερευνητής.

Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Εκστρατείας για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων (ICAN), που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές του Ιουνίου, οι πυρηνικές δυνάμεις αφιέρωσαν δαπάνες ύψους 72 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα οπλοστάσιά τους το 2020, ποσό αυξημένο κατά 1,4 δισεκ. δολάρια αθροιστικά.

Κατά τις εκτιμήσεις του SIPRI, η Κίνα είχε στην κατοχή της 350 πυρηνικές κεφαλές (+30) στις αρχές του 2021, μπροστά από τη Γαλλία, που διέθετε 290 (ο αριθμός τους παρέμεινε αμετάβλητος), το Ηνωμένο Βασίλειο, που διέθετε 225 (+10), το Πακιστάν, που διέθετε 165 (+5), την Ινδία, που διέθετε 156 (+6) και το Ισραήλ, που διέθετε 90 (αμετάβλητος).

Όσο για την τελευταία χρονικά πυρηνική δύναμη, τη Βόρεια Κορέα, το σουηδικό ινστιτούτο μελετών κρίνει ότι μπορεί να έχει κατασκευάσει 40 ως 50 πυρηνικές κεφαλές με σχάσιμο υλικό που παρήχθη από το καθεστώς αλλά ο πραγματικός αριθμός τους παραμένει «εξαιρετικά αβέβαιος».

Τον Αύγουστο, τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (TNP), με άλλα λόγια οι περισσότερες χώρες του κόσμου, θα συμμετάσχουν στην πενταετή επισκόπηση της εφαρμογής της στη Νέα Υόρκη.

Δυνάμει της TNP, οι πυρηνικές δυνάμεις έχουν δεσμευθεί να «συνεχίσουν με καλή πίστη» τις διαπραγματεύσεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό.

Ωστόσο, μπροστά στον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών οπλοστασίων, οι χώρες που δεν διαθέτουν τέτοια ενδέχεται να αρχίσουν να αμφισβητούν τις δεσμεύσεις τους, σημειώνει με ανησυχία το SIPRI.

«Τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε αυτή τη συνθήκη μπορεί δικαίως να διερωτηθούν ‘συμμορφώνεστε πράγματι προς τις διατάξεις της;’ και ‘αν δεν συμμορφώνεστε, γιατί πρέπει εμείς να συνεχίσουμε να είμαστε μέλη αυτής της συνθήκης;’», προειδοποιεί ο κ. Κρίστενσεν.

Η συνέχεια σημαδεύεται από ένα ερώτημα: ο κόσμος βρίσκεται απλά μπροστά στο τέλος της φάσης της μείωσης, ή μήπως στην αρχή της νέας αύξησης του μεγέθους των πυρηνικών οπλοστασίων, εξέλιξη άνευ προηγουμένου για σχεδόν 40 χρόνια;

Κατά τον ειδικό, η αύξηση του οπλοστασίου της Κίνας ενδέχεται να παρεμβάλλει νέα προσκόμματα στην όποια βούληση των ΗΠΑ και της Ρωσίας να συνεχίσουν στον δρόμο του πυρηνικού αφοπλισμού.