«Η θρησκεία οφείλει να συμβάλλει στην προστασία της ανθρώπινης ελευθερίας, στο διάλογο και στην εμβάθυνση της Αλήθειας», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κατά την τελετή αναγόρευσής του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Εβραϊκού Πανεπιστημίου των Ιεροσολύμων, του δεύτερου παλαιότερου πανεπιστημίου του Ισραήλ και ενός εκ των πλέον διακεκριμένων στον κόσμο.
Η ειδική τιμητική εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, στην Αίθουσα Τελετών του Ινστιτούτου Τρούμαν, στα Ιεροσόλυμα, παρουσία της Ακαδημαϊκής Κοινότητας του Πανεπιστημίου, πολλών Αρχιραβίνων, εκπροσώπων των χριστιανικών δογμάτων στην Αγία Πόλη, πολιτικών και πλήθους επισήμων.
Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημείωσε ότι αποδέχεται την τιμητική για το πρόσωπό του απόφαση του Πανεπιστημίου ως μια έκφραση τιμής προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αναγνώρισης των πρωτοβουλιών της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, την προώθηση της αλληλεγγύης και του διαθρησκειακού διαλόγου.
«Είναι βαθιά πεποίθησή μας ότι στους τομείς αυτούς, η συμβολή των θρησκειών παραμένει καθοριστική. Τις τελευταίες δεκαετίες, είδαμε μια επαναξιολόγηση του ρόλου της θρησκείας στη δημόσια σφαίρα και της συμβολής της στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων του σήμερα. Οι θρησκείες διατήρησαν υψηλές αξίες, μια πολύτιμη πνευματική και ηθική κληρονομιά, καθώς επίσης και μια βαθιά ανθρωπολογική γνώση. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε κατάλληλα τους ανθρώπινους πολιτισμούς στην ολότητά και την ποικιλομορφία τους χωρίς αναφορά στις θρησκευτικές τους ρίζες», ανέφερε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ενώ σε άλλο σημείο της ομιλίας του υπογράμμισε: «Δυστυχώς, η συνεχιζόμενη έκρηξη του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και οι τρομερές πράξεις βίας στο όνομα της θρησκείας παρέχουν πρόσθετα επιχειρήματα κατά της πίστης στις σύγχρονες κριτικές της θρησκείας και υποστηρίζουν τον προσδιορισμό της θρησκείας με τις αρνητικές πτυχές της. Η αλήθεια είναι ότι η βία είναι η άρνηση των θεμελιωδών θρησκευτικών πεποιθήσεων και δογμάτων».
O Οικουμενικός Πατριάρχης υπενθύμισε ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη το 2016, επεσήμανε ότι ο φονταμενταλισμός, ως «ζήλος ου κατ’ επίγνωσιν» (Ρωμ.10,2), αποτελεί έκφραση νοσηρής θρησκευτικότητας.
«Για αρκετούς αιώνες στο παρελθόν, η περιοχή της Μεσογείου γνώρισε την ειρηνική συμβίωση μεταξύ Εβραίων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Αυτή η εμπειρία καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι από διαφορετικές θρησκείες μπορούν να ζήσουν μαζί, βρίσκοντας βασικές αρχές στις αντίστοιχες παραδόσεις τους που προωθούν την αλληλεγγύη και την κοινή μαρτυρία. Αυτό δείχνει ότι οι θρησκείες μπορούν να χρησιμεύσουν ως γέφυρες μεταξύ των ανθρώπων, ως μέσα ειρήνης, ανεκτικότητας και κατανόησης, καθώς επίσης και για την επαναπροσέγγιση των πολιτισμών», είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και εν συνεχεία επεσήμανε: «Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν σημαίνει να αρνηθεί κανείς την πίστη του, αλλά να αλλάξει τη σκέψη ή τη στάση του έναντι του άλλου. Υπό την έννοια αυτή, μπορεί επίσης να θεραπεύσει και να εξαλείψει τις προκαταλήψεις και να συμβάλει στην αμοιβαία κατανόηση και την ειρηνική επίλυση συγκρούσεων. Οι προκαταλήψεις και η επιθετικότητα προέρχονται από την παρερμηνεία της θρησκείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο διαθρησκειακός διάλογος μπορεί να απομακρύνει τον φόβο και την καχυποψία και να προωθήσει ένα πνεύμα εμπιστοσύνης και σεβασμού…».
Ακολούθως, υπενθύμισε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διεξάγει διάλογο με τον Ιουδαϊσμό από το 1977 με στόχο την καλύτερη αλληλοκατανόηση και την αμοιβαία προσέγγιση.
«Είμαστε δεσμευμένοι στον διάλογο ως ένα μέσο ανοίγματος προς τον άλλο (άνθρωπο) και ως ένα μονοπάτι προς την κοινή ευθύνη και συνεργασία. Ο διάλογος προάγει την εμπιστοσύνη και την αμοιβαία αποδοχή. Είναι ταυτόχρονα μια χειρονομία αλληλεγγύης και πηγή αλληλεγγύης. Επαναλαμβάνουμε συνεχώς ότι ο διάλογος δεν έχει ούτε νικητές ούτε ηττημένους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προάγει όχι μόνο τους διαθρησκειακούς και διαπολιτιστικούς διαλόγους αλλά και τις γόνιμες συναντήσεις με τους κοσμικούς θεσμούς και τους κλάδους της φιλοσοφίας και της επιστήμης, και όλα αυτά πραγματοποιούνται σε πνεύμα αγάπης και ευθύνης για τον άνθρωπο και τη Δημιουργία». Στο σημείο αυτό υπενθύμισε κάποιες από τις πιο σημαντικές από τις Διαθρησκειακές Συναντήσεις που διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως της Κωνσταντινουπόλεως, το 1994, και των Βρυξελλών, το 2001, μέσω των οποίων καταδικάστηκε κάθε μορφή βίας που επικαλείται το όνομα της θρησκείας, ενώ απορρίφθηκε η κατηγορία σε βάρος των θρησκειών ότι αποτελούν αιτία της σύγκρουσης των πολιτισμών και υπογραμμίσθηκε ο καταλυτικός ρόλος της πίστης ως βάση για τη δημιουργική συνάντηση των πολιτισμών.
«Η αξιοπιστία των θρησκειών σήμερα εξαρτάται έντονα από τη στάση τους απέναντι στην προστασία της ανθρώπινης ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Αυτή είναι η προϋπόθεση όχι μόνο για ειρηνική συνύπαρξη, αλλά και για την απλή επιβίωση της ανθρωπότητας. Μόνο μαζί μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις σύγχρονες προκλήσεις. Κανείς -ούτε ένα έθνος, ούτε ένα Κράτος, ούτε μια θρησκεία, ούτε η επιστήμη- δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος του τα σύγχρονα προβλήματα. Είναι υπερβολικά ουτοπικό να πιστεύουμε ότι ένας πολιτισμός αλληλεγγύης μπορεί να δημιουργηθεί μέσω της παγκοσμιοποίησης, της οικονομικής προόδου, του Διαδικτύου ή ακόμη και μέσω της αξιοθαύμαστης προόδου της τεχνολογίας. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Χρειαζόμαστε κοινή κινητοποίηση, κοινές προσπάθειες, κοινούς στόχους και ένα κοινό πνεύμα. Ως εκ τούτου, θεωρούμε την παρούσα πολυδιάστατη κρίση ως ευκαιρία για την άσκηση αλληλεγγύης, για διάλογο και συνεργασία και για ανοιχτό πνεύμα και εμπιστοσύνη. Δεδομένου ότι μοιραζόμαστε ένα κοινό μέλλον μαζί, κατά συνέπεια, η πορεία προς αυτό το μέλλον είναι ένα κοινό ταξίδι. Έχουμε επανειλημμένα δηλώσει ότι η κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι πνευματική. Έχει σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με το Θεό, με τον εαυτό μας, με τους συνανθρώπους μας και τη Δημιουργία ως σύνολο. Η θρησκεία μπορεί να εγγυηθεί τη σωστή πνευματική έμπνευση και τον προσανατολισμό που επειγόντως είναι αναγκαίος σήμερα. Το μεγαλύτερο λάθος μας δεν είναι το γεγονός ότι περιμένουμε τόσα πολλά από τη θρησκεία, αλλά ότι δεν περιμένουμε ακόμη περισσότερα από αυτή τη μεγάλη πνευματική δύναμη -τη βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη ψυχή- σε θέματα που αφορούν την ειρήνη, την αλληλεγγύη, το νόημα της ζωής και τον αιώνιο προορισμό του ανθρώπου και της Δημιουργίας».