Ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Σίδνεϊ και του Μπέρμιγχαμ ανακάλυψαν ένα πλανητικό σύστημα το οποίο δημιουργήθηκε στην «αυγή» του Γαλαξία μας, αφού ο μητρικός αστέρας του έχει ηλικία 11,2 δισεκατομμύρια χρόνια.
Έτσι, με δεδομένο πως είναι ο αρχαιότερος που έχει βρεθεί ποτέ, αυτό σημαίνει πως πλανητικά συστήματα σχηματίζονταν ακόμη και στο «νεαρό» σύμπαν, κάτι που με τη σειρά του διευρύνει το χρονικό «παράθυρο» στο οποίο θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί εξωγήινη ζωή.
Η ανακάλυψη βασίσθηκε σε δεδομένα από το διαστημικό τηλεσκόπιο Kepler της ΝΑΣΑ, από την ανάλυση των οποίων προέκυψε πως γύρω από τον αστέρα, που ονομάστηκε Kepler-444, περιστρέφονται πέντε πλανήτες μικρότεροι της Γης, με μέγεθος ανάμεσα στον Ερμή και την Αφροδίτη.
«Πότε άλλοτε στο παρελθόν δεν είχε βρεθεί κάτι ανάλογο – η ηλικία του αστέρα και ο μεγάλος αριθμός των πλανητών καθιστούν ξεχωριστή την ανακάλυψη», ανέφερε στο δελτίο Τύπου της ερευνητικής ομάδας ο Ντάνιελ Χούμπερ, επιστήμονας από το πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ που συμμετείχε στη μελέτη.
«Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα τέτοιο σύστημα με γήινους πλανήτες σχηματίσθηκε στις απαρχές της κοσμικής ιστορίας, όταν το σύμπαν είχε το 1/5 της σημερινής ηλικίας του.
Ο Kepler-444 έχει 2,5 φορές μεγαλύτερη ηλικία από το ηλιακό μας σύστημα, το οποίο δημιουργήθηκε πριν από 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Αυτό μας δείχνει πως οι πλανήτες τέτοιου μεγέθους σχηματίζονταν σε ακόμη μεγαλύτερο μέρος της “ιστορίας” του σύμπαντος».
Σύμφωνα πάντως με τον Τιάγκο Καμπάντε, επικεφαλής των επιστημόνων από το πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, η ακόμη πιο πρώιμη έναρξη σχηματισμού πλανητικών συστημάτων σημαίνει πως τυχόν εξωγήινες μορφές ζωής μπορεί να εμφανίσθηκαν νωρίτερα απ’ ό,τι υπολογιζόταν μέχρι σήμερα.
«Πλέον ξέρουμε πως γήινοι πλανήτες δημιουργούνταν σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια των 13,8 δισεκατομμυρίων ετών ύπαρξης του σύμπαντος, διευρύνοντας έτσι το χρονικό πλαίσιο πιθανής ύπαρξης “αρχαίας” ζωής στον Γαλαξία».
Για τον προσδιορισμό της ηλικίας του αστέρα και των πλανητών, οι επιστήμονες αξιοποίησαν μια τεχνική γνωστή ως αστροσεισμολογία. Έτσι, μέτρησαν τις μικρές περιοδικές μεταβολές της φωτεινότητας του αστέρα σε συγκεκριμένα μήκη κύματος, οι οποίες υποδηλώνουν τη διάμετρο, τη μάζα και την ηλικία του.
Από την άλλη πλευρά, ο προσδιορισμός του μεγέθους των πλανητών έγινε με τη μέτρηση της μείωσης της φωτεινότητας που προκαλεί καθένα στο άστρο, όταν βρίσκεται ανάμεσα σε αυτόν και τη Γη.
Μάλιστα, όπως σημειώνει η ομάδα, οι μετρήσεις είναι τόσο ακριβείς, που η διάμετρος του μικρότερου πλανήτη υπολογίσθηκε με περιθώριο σφάλματος μόλις 100 χιλιόμετρα.
Οι πλάνητες του Kepler-444 ολοκληρώνουν μία πλήρη περιστροφή σε λιγότερο από 10 ημέρες, και βρίσκονται σε αποστάσεις μικρότερες από το 1/10 της απόστασης ανάμεσα στη Γη και τον Ήλιο.
Έτσι, λόγω της θερμοκρασίας που θα επικρατεί σε αυτές, αλλά και της ηλιακής ακτινοβολίας που δέχονται, είναι απίθανο να διαθέτουν νερό σε υγρή μορφή και, κατά συνέπεια, κάποιου είδους μικροοργανισμό.
Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες ανακαλύψεις παρέχουν χρήσιμα στοιχεία για το κατά πόσο μπορεί α υπάρχει κάποιος πλανήτης που πραγματικά να αντιστοιχεί στη Γη.
«Κάναμε ένα ακόμη βήμα πιο κοντά στο να βρούμε το “ιερό δισκοπότηρο” για εμάς τους αστρονόμους – έναν πλανήτη με μέγεθος όσο η Γη, ο οποίος να περιστρέφεται γύρω από τον μητρικό του αστέρα σε περίπου ένα γήινο έτος», καταλήγει ο Καμπάντε.