Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Μαρκ Έσπερ συναντάται σήμερα με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της Μογγολίας, κατά τη διάρκεια μιας μάλλον σπάνιας επίσκεψης τόσο υψηλόβαθμου αξιωματούχου της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην παρ’ όλ’ αυτά σημαντική από στρατηγική άποψη ασιατική χώρα, με σκοπό την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων, καθώς το Πεντάγωνο εφαρμόζει το νέο του δόγμα — που έχει στο κέντρο του την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας.

Στον χάρτη η Μογγολία, τεράστια, πολύ αραιοκατοικημένη χώρα, εκτείνεται ακριβώς ανάμεσα στις χώρες που αποτελούν τις προτεραιότητες του Πενταγώνου για τις επόμενες δεκαετίες.

Η επίσκεψη του Έσπερ στη χώρα, στο πλαίσιο της πρώτης διεθνούς περιοδείας του αφότου επιβεβαιώθηκε ο διορισμός του στο αξίωμα, υπογραμμίζει τη σημασία που αποδίδει η Ουάσινγκτον στη Μογγολία και τον ρόλο της στην περιοχή.

Πρόκειται για το πρώτο ταξίδι Αμερικανού υπουργού Άμυνας στο κράτος αυτό από το 2014, όταν ο Τσακ Χέιγκελ πέρασε περίπου τέσσερις ώρες εκεί. Ο νυν υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ διανυκτέρευσε στην Ουλάν Μπατόρ.

Ο Έσπερ, στον επιφυλάχθηκε χθες υποδοχή βάσει των εθίμων της χώρας όταν αποβιβάστηκε στο Διεθνές Αεροδρόμιο Τζένγκις Χαν, από το όνομα του Μογγόλου πολεμιστή-αυτοκράτορα, θα συναντηθεί με τον πρόεδρο και τον υπουργό Άμυνας εντός της ημέρας. Το εθιμοτυπικό μέρος της επίσκεψης θα φθάσει στην κορύφωσή του όταν το Κράτος θα δωρίσει στον Αμερικανό υπουργό Άμυνας ένα άλογο, εντός της ημέρας.

Οι λόγοι που αποφάσισε να πάει στη Μογγολία, είπε ο Μαρκ Έσπερ νωρίτερα αυτή την εβδομάδα σε δημοσιογράφους, είναι «η τοποθεσία της», «το ενδιαφέρον που δείχνει να συνεργαστεί περισσότερο μαζί μας», «η πολιτική του “τρίτου γείτονα” που εφαρμόζει».

Η Μογγολία επιδιώκει να προσελκύσει επενδύσεις από τις ΗΠΑ και άλλα κράτη που αποκαλεί «τρίτους γείτονες» για να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα, μέσω της οποίας κάνει τις περισσότερες εξαγωγές κασμιριού και άλλων αγαθών που παράγει.

Στα τέλη του περασμένου μήνα ο πρόεδρος της Μογγολίας Μπατούλγκα Χαλτμάα επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον και συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Η χώρα «είναι καλός σύμμαχος, ο οποίος πυγμαχεί σε κατηγορία πολύ πάνω από το βάρος του», σχολίασε αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον όρο να μην κατονομαστεί, προσθέτοντας «νομίζω πως ο υπουργός [Άμυνας] Έσπερ θέλει να δείξει ότι το αναγνωρίζει αυτό και να δει εάν υπάρχουν τρόποι να επεκτείνουμε περαιτέρω τη σχέση εταίρων ανάμεσά μας».

Αν και η επίσκεψη του Έσπερ δεν έχει σκοπό την προώθηση καμιάς συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, οι ΗΠΑ θέλουν να επεκτείνουν τις διμερείς σχέσεις, ιδίως σε πεδία όπως είναι η εκπαίδευση των στρατιωτικών τους: θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν για παράδειγμα το ιδιαίτερα ψυχρό κλίμα της Μογγολίας.

Περιφερειακή σημασία

Το ταξίδι του Έσπερ στη Μογγολία καταγράφεται σε συγκυρία κατά την οποία στη σχέση ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο κυριαρχεί η ένταση, καθώς οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχουν εμπλακεί σε εμπορικό πόλεμο που δεν σταματά να κλιμακώνεται.

Πέρυσι, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έθεσαν την αντιμετώπιση της Κίνας και της Ρωσίας στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής εθνικής άμυνας των ΗΠΑ, αλλάζοντας άρδην προτεραιότητες, έπειτα από μια δεκαετία και πλέον κατά τη διάρκεια της οποίας επικεντρώνονταν στην αντιμετώπιση της απειλής των τζιχαντιστών.

Η Μογγολία χαρακτηρίζεται συνεπής εταίρος της Ουάσινγκτον στο στρατιωτικό επίπεδο: συνεισέφερε στρατιωτικούς στις αποστολές υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τόσο στο Ιράκ, όσο και στο Αφγανιστάν, όπου διατηρεί ως και σήμερα περίπου 200 στελέχη των ενόπλων δυνάμεών της.

Έχει επίσης σχέσεις με τη Βόρεια Κορέα, κάτι που η Ουάσινγκτον ίσως δοκιμάσει να αξιοποιήσει, καθώς προσπαθεί να επαναφέρει στη ζωή τις συνομιλίες με την Πιονγκγιάνγκ για την αποπυρηνικοποίηση, που περιήλθαν σε αδιέξοδο νωρίτερα φέτος. Η χώρα διαθέτει σιδηροδρομική σύνδεση με τη Βόρεια Κορέα.

«Η Μογγολία δεν πρόκειται να ταχθεί ανεπιφύλακτα με οποιονδήποτε εναντίον οποιουδήποτε», προέβλεψε ο Έιμπραχαμ Ντένμαρκ, πρώην υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ αρμόδιος για την ανατολική Ασία.

«Όμως», πρόσθεσε ο Ντένμαρκ, οι Μογγόλοι ηγέτες «επιδιώκουν να ενισχύσουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ, διότι θέλουν πιθανόν αμερικανικές οικονομικές και πολιτικές δεσμεύσεις, αλλά και διότι αυτό θα τους έδινε μεγαλύτερα περιθώρια στις σχέσεις τους με το Πεκίνο και τη Μόσχα.»