Αυτές τις μέρες και συγκεκριμένα την Τετάρτη 28 Αυγούστου, συμπληρώθηκαν 184 χρόνια από τότε που, αποδεδειγμένα, πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία οι πρώτοι Έλληνες. Συγκεκριμένα, ήταν 7 Υδραίοι ναυτικοί, τους οποίους οι Άγγλοι είχαν κατηγορήσει και καταδικάσει για «πειρατεία».
Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι Έλληνες είχαν φθάσει στην Αυστραλία πριν από τους επτά κατάδικους, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί με στοιχεία.
Την υπόθεση της άφιξης, έστω και αναγκαστικής, αυτών των Ελλήνων στην Αυστραλία την έχει ερευνήσει διεξοδικά – όπως και τη γενικότερη ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην ήπειρο αυτή – ο Χιουγκ Γκίλχριστ, ο οποίος υπήρξε πρέσβης της Αυστραλίας στην Ελλάδα για αρκετά χρόνια και επί δεκαετίες εργάστηκε μεθοδικά πάνω στο αντικείμενο αυτό, δίνοντας συνταρακτικές και αποκαλυπτικές πτυχές του ζητήματος.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Χιουγκ Γκίλχριστ, τον Ιούλιο του 1827 – κατά τη διάρκεια του αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών – στο Λιβυκό πέλαγος, το υδραίικο σκάφος «Ηρακλής», με εννεαμελές πλήρωμα, σταματά το αγγλικό πλοίο «Alceste» – που κατευθύνεται στην Αλεξάνδρεια – απ’ όπου αφαιρεί μέρος του φορτίου του.
Κοντά στην Κρήτη, όμως, το «Ηρακλής» καταδιώχτηκε από άλλο αγγλικό πλοίο, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στη Μάλτα, που τότε ήταν υπό αγγλική κυριαρχία.
Εκεί το πλήρωμα παραπέμφθηκε σε δικαστήριο, του οποίου πρόεδρος ήταν ο γνωστός ναύαρχος Κόδριγκτον.
Στη δίκη αυτή οι Έλληνες ναυτικοί υποστήριξαν ότι επιτέθηκαν στο «Alceste», επειδή μετέφερε εφόδια για τους Τούρκους που ήταν εχθροί τους. Τελικά, οι επτά από το πλήρωμα καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι δύο αθωώθηκαν. Ακολούθησαν έντονες παρασκηνιακές διαδικασίες αμφισβήτησης του αποτελέσματος της δίκης και παρέμβαση του Κουντουριώτη στο Λονδίνο και έτσι οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ποινές εξορίας στην Αυστραλία. Έτσι, οι Έλληνες κατάδικοι πλέον, Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανόλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας και Κωνσταντίνος Στρομπόλης έφθασαν στο Σύδνεϋ στις 28 Αυγούστου 1829. Έπειτα από διπλωματικές και άλλες κυβερνητικές ενέργειες, πήραν χάρη το 1834 και οι πέντε από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα, εκτός των Γκίκα Βούλγαρη και Αντώνη Μανόλη, που έμειναν στην Αυστραλία ως ελεύθεροι άποικοι.
Ο τάφος του Μανόλη υπάρχει ακόμα στη Νέα Νότια Ουαλία στο χωριό Πίκτον, περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Σύδνεϋ.
Γνωστός ως «Antonios Manolis», είναι καταγεγραμμένος σαν «Αντώνιος του Μανώλη» στα επίσημα έγγραφα του αυστραλιανού κράτους. Πέρασε τα 2/3 της ζωής του στην περιοχή του Γουολοντίλι και αναπαύεται στο κοιμητήριο του Άνω Πίκτον από το 1880.
Ο Αντώνης Μανόλης παντρεύτηκε μια Ιρλανδή και παρέμεινε στη Νέα Νότια Ουαλία.
Από τότε και μέχρι τον θάνατό του, το 1880, ο Αντώνης ήταν αγρότης στην περιοχή του Πίκτον, ένας από τους πρώτους που καλλιέργησαν τη γη στην περιοχή αυτή.