Η ατμόσφαιρα στο Situation Room, το κέντρο διαχείρισης πληροφοριών που βρίσκεται στο ισόγειο της Δυτικής Πτέρυγας του Λευκού Οίκου, ήταν τεταμένη το βράδυ του Σαββάτου, 13 Απριλίου, από τη στιγμή που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν και οι κορυφαίοι σύμβουλοί του ενημερώθηκαν ότι το Ιράν είχε εκτοξεύσει ταυτόχρονα πάνω από 100 βαλλιστικούς πυραύλους κατά του Ισραήλ.
Η Ουάσινγκτον γνώριζε τον ερχομό αυτής της επίθεσης 10 μέρες πριν πραγματοποιηθεί. Είχε τον χρόνο να συντονιστεί με την Ιερουσαλήμ και άλλους συμμάχους, αλλά ο αριθμός των βαλλιστικών πυραύλων ήταν μεγαλύτερος από τον αναμενόμενο και δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η συλλογικότητα των συστημάτων αεράμυνας -όσο εξελιγμένα και αν είναι- θα ήταν σε θέση να αναχαιτίσει με επιτυχία ένα τόσο μεγάλο μπαράζ, όπως εξήγησε ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια της κυριακάτικης ενημέρωσης των δημοσιογράφων. «Ήταν μια περίοδος με έντονη συναισθηματική φόρτιση».
Συνολικά, η ιρανική επίθεση αποτελούταν από 170 μη επανδρωμένα αεροσκάφη, 30 πυραύλους κρουζ και 120 βαλλιστικούς πυραύλους.
Αν και η πλειονότητα αυτών των εκτοξεύσεων αναχαιτίστηκε από τις ισραηλινές δυνάμεις (IDF), ήταν οι ΗΠΑ που ειδοποίησαν το Ισραήλ για την έναρξη της επίθεσης. Οι αμερικανικές δυνάμεις ήταν επίσης υπεύθυνες για την κατάρριψη 80 UAV και τουλάχιστον έξι βαλλιστικών πυραύλων, σύμφωνα με την αμερικανική CENTCOM. Δεκάδες άλλες εκτοξεύσεις αναχαιτίστηκαν επίσης από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Ιορδανία, που εργάζονται στο πλαίσιο μιας περιφερειακής αμυντικής «ομπρέλας» που δημιούργησε πρόσφατα η Ουάσινγκτον.
Το 99% των εκτοξεύσεων εν τέλει αντιμετωπίστηκαν και από την επίθεση τραυματίστηκε ένας Ισραηλινός, ο οποίος χτυπήθηκε από θραύσματα αναχαιτισμένου πυραύλου, ενώ μόλις μια αεροπορική βάση των IDF υπέστη ελάχιστες ζημιές.
Το παρασκήνιο των δέκα ημερών πριν την επίθεση
«Όταν λάβαμε τις αναφορές σχετικά με την κατάσταση των αμυνών – και καταλάβαμε ότι οι προετοιμασίες και ο σχεδιασμός είχαν αποτρέψει μια μεγαλύτερη καταστροφή – υπήρξε μια μικρή ανακούφιση. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο έντονες ήταν εκείνες οι στιγμές», πρόσθεσε ο ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν, που βρισκόταν στο Situation Room μαζί με τον πρόεδρο.
«Τα γεγονότα των τελευταίων 10 ημερών έδειξαν ότι, ενώ μπορεί να έχουμε κάποιες διαφωνίες -ιδιαίτερα για τη Γάζα-, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στέκονται στο πλευρό του Ισραήλ και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα σπεύσουμε να το υπερασπιστούμε όταν δεχθεί επίθεση», συνέχισε ο αξιωματούχος.
Έπειτα από την επίθεση του Ισραήλ στην πρεσβεία του Ιράν στη Δαμασκό, οι ΗΠΑ ήταν βέβαιες πως θα υπάρξουν αντίποινα, για αυτό και μετακίνησαν δυνάμεις σε κοντινή απόσταση. Ο Μπάιντεν, παρόλες τις διαφωνίες με τον Νετανιάχου, τόνισε στον πρωθυπουργό του Ισραήλ πως πρέπει να υπάρξει ένα σχέδιο άμυνας.
«Είχαμε κατά νου, κατά τις προετοιμασίες, ότι… αν ήταν επιτυχής, αυτή η επίθεση θα μπορούσε να προκαλέσει μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της ευρύτερης περιφερειακής σύγκρουσης – κάτι για το οποίο εργαζόμαστε νυχθημερόν για να αποφύγουμε από τις 7 Οκτωβρίου», εξήγησε στη συνέχεια ο αξιωματούχος.
Τις ημέρες πριν την επίθεση του Ιράν, κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι πραγματοποίησαν μαραθώνιες τηλεφωνικές συσκέψεις με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους και ο διοικητής της αμερικανικής CENTCOM, στρατηγός Μάικλ Κουρίλα, στάλθηκε στο Τελ Αβίβ για να συντονίσει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά τις προετοιμασίες.
Ο Μπάιντεν ενημερωνόταν τακτικά, εγκρίνοντας την ανάπτυξη ενός επιπλέον αντιπυραυλικού στο περιθώριο της συνάντησής του, στις 10 Απριλίου, με τον Ιάπωνα πρωθυπουργό, Κισίντα Φούμιο, δήλωσε ο ανώτερος αξιωματούχος που ενημέρωσε τους δημοσιογράφους.
Μόλις έλαβε πληροφορίες ότι το χτύπημα βρισκόταν λίγες ώρες μακριά, ο Μπάιντεν διέκοψε το ταξίδι του στο Ντέλαγουερ και επέστρεψε εσπευσμένα στον Λευκό Οίκο το απόγευμα του Σαββάτου για να παρακολουθήσει την επίθεση από το Situation Room.
Το βράδυ του μπαράζ και οι «κόκκινες γραμμές» του Μπάιντεν
Ο Μπάιντεν ενημερωνόταν σε πραγματικό χρόνο, με τις δυνάμεις της αμερικανικής CENTCOM και της Ευρωπαϊκής Διοίκησης να εμπλέκονται ενεργά στην αναχαίτιση των ιρανικών πυρών. Επιχειρώντας από την ανατολική Μεσόγειο, όπου είχαν πρόσφατα αναπτυχθεί, το USS Arleigh Burke και το USS Carney αναχαίτισαν περίπου μισή ντουζίνα ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων, ενώ μια συστοιχία πυραύλων Patriot του αμερικανικού στρατού σταμάτησε έναν ακόμα πάνω από το Ιράκ.
Η επίθεση τερματίστηκε μετά από ώρες και οι ΗΠΑ έλαβαν μήνυμα από το Ιράν, μέσω της Ελβετίας, ότι η εκτόξευση πυραύλων και μη επανδρωμένων αεροσκαφών κατά του Ισραήλ έχει λάβει τέλος, δήλωσε ο αξιωματούχος.
Το ελβετικό κανάλι είχε χρησιμοποιηθεί για την ανταλλαγή μιας σειράς μηνυμάτων μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν τις τελευταίες δύο εβδομάδες, αλλά ο ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης επέμεινε ότι η Τεχεράνη δεν ενημέρωσε την Ουάσινγκτον για το χτύπημα. Αντίθετα, άλλες χώρες δήλωσαν ότι ενημερώθηκαν από την Ισλαμική Δημοκρατία πριν ξεκινήσει το μπαράζ.
Λίγο αργότερα, ο Μπάιντεν τηλεφώνησε στον Νετανιάχου για να συζητήσει τα αποτελέσματα της επίθεσης. Ο πρόεδρος επανέλαβε την ακλόνητη υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ, αλλά προέτρεψε επίσης τον Ισραηλινό πρωθυπουργό να «σκεφτεί προσεκτικά και στρατηγικά όσον αφορά τον κίνδυνο κλιμάκωσης», δήλωσε ο αξιωματούχος.
Υπήρξαν αναφορές ότι ο Μπάιντεν ήταν πολύ «ωμός» εκφράζοντας την αντίθεσή του σε μια ισραηλινή απάντηση. Παρ’ όλα αυτά, η επίσημη ενημέρωση αναφέρει μονάχα πως ο Μπάιντεν ενημέρωσε τον Νετανιάχου πως οι ΗΠΑ δεν θα συμπαραταχθούν με τις IDF σε μια επίθεση κατά του Ιράν, αν αυτό τελικά επιλέξει.
«Ο πρόεδρος είπε στον πρωθυπουργό ότι το Ισραήλ βγήκε κερδισμένο σε αυτή την περίπτωση. Το Ισραήλ εξουδετέρωσε την ηγεσία του Σώματος Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν στο Λεβάντε. Το Ιράν προσπάθησε να απαντήσει, αλλά το Ισραήλ έδειξε ξεκάθαρα τη στρατιωτική του υπεροχή, αναχαιτίζοντας αυτή την επίθεση… σε συντονισμό με τους εταίρους, οπότε ας… σταματήσουμε και ας σκεφτούμε καλά», δήλωσε ο ανώτερος Αμερικανός αξιωματούχος.
«Κανείς δεν θέλει να υπάρξει κλιμάκωση», συνέχισε ο αξιωματούχος, υποστηρίζοντας ότι «το Ισραήλ μας έχει καταστήσει σαφές ότι δεν επιδιώκει μια κλιμάκωση με το Ιράν. Επιδιώκει να προστατεύσει τον εαυτό του και να αμυνθεί».