Αν οι Ρεπουμπλικάνοι εξασφαλίσουν την πλειοψηφία σε κάποιο από τα δύο ή και στα δύο σώματα του αμερικανικού Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου, όπως προοιωνίζονται δημοσκοπήσεις, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν ενδέχεται να εισέλθει σε περίοδο αναταράξεων, πάντως η πλήρης μεταστροφή της, ειδικά όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, μοιάζει απίθανη.
Όταν ο Κέβιν Μακάρθι, ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα, ότι το κόμμα του δεν θα υπογράψει «λευκή επιταγή» για την Ουκρανία αν κερδίσει τις εκλογές, σύμμαχοι των ΗΠΑ εξέφρασαν ανησυχία.
Στελέχη του GOP έχουν επίσης διαμηνύσει πως θα χρησιμοποιήσουν τα προνόμιά τους εάν κερδίσουν για περάσουν από κόσκινο τον ρόλο της κυβέρνησης Μπάιντεν σε διάφορα ζητήματα, από τη μετανάστευση ως τη χαοτική αποχώρηση του αμερικανικού στρατού πέρυσι.
Ωστόσο, αν υπάρχει ένα ζήτημα που απειλεί την ενότητα των Ρεπουμπλικάνων, που θέλουν την δυνητική επιτυχία τους στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου να ακολουθήσει η νίκη τους στις προεδρικές εκλογές του 2024, αυτό είναι η Ουκρανία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ερχόμενος σε ρήξη με την αμερικανική διπλωματική παράδοση, είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τον Βλαντίμιρ Πούτιν και η πρώτη παραπομπή σε δίκη του πρώην προέδρου στο Κογκρέσο είχε έναυσμα την απόφασή του να παγώσει τη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο.
Ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι προσκείμενοι στον Τραμπ έχουν επικρίνει τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Τον Μάιο, εγκρίθηκε πακέτο 40 δισεκ. δολαρίων με μεγάλη πλειοψηφία, από μέλη και των δύο κομμάτων, ενώ μένει ακόμα να εγκριθεί άλλο πακέτο, 11,2 δισεκ. δολαρίων.
Η Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, που αντιπροσωπεύει την Τζόρτζια και είναι γνωστή για τις ακραίες δηλώσεις της, κατηγόρησε τον αμερικανό πρόεδρο πως στέλνει «δολάρια που κερδήθηκαν με τον ιδρώτα του προσώπου των αμερικανών φορολογούμενων» σε μια ξένη χώρα για να «διεξαγάγει έναν πόλεμο που δεν έχει καμιά πιθανότητα να κερδίσει».
Απεναντίας ο επικεφαλής του Grand Old Party στη Γερουσία, ο Μιτς Μακόνελ, έχει δεσμευτεί να κάνει ακόμη περισσότερα από τον Τζο Μπάιντεν για την Ουκρανία και να φροντίσει να σταλούν περισσότερα όπλα στο Κίεβο, συμπεριλαμβανομένων πυραύλων ικανών να πλήξουν τη ρωσική επικράτεια.
Ενώ ο Μάικ Πενς, ο πρώην αντιπρόεδρος του Ντόναλντ Τραμπ, αποπήρε όσους Ρεπουμπλικάνους εναντιώνονται στην υποστήριξη στην Ουκρανία: «δεν μπορεί να υπάρχει θέση στο συντηρητικό κίνημα για φερέφωνα του Πούτιν. Δεν υπάρχει θέση σε αυτό το κίνημα παρά μόνο για όσους υπερασπίζουν την Ουκρανία», είπε στο βήμα του συντηρητικού κέντρου μελετών Heritage Foundation.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για το Chicago Council on Global Affairs, η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών εγκρίνει την υποστήριξη της Ουκρανίας και τα δύο τρίτα των Ρεπουμπλικάνων είναι επίσης υπέρ της αποστολής όπλων στο Κίεβο.
Για τον Κόλιν Ντουέκ, του συντηρητικού κέντρου μελετών American Enterprise Institute, τα σχόλια του Κέβιν Μακάρθι είχαν σκοπό να συσπειρώσουν διάφορες φατρίες της παράταξης.
«Μερικοί νομίζουν ότι ο μέσος Ρεπουμπλικάνος στο κέντρο της Αμερικής είναι κατά και αυτό είναι λάθος», είπε. «Νομίζω επίσης όμως ότι υπάρχει μια μειοψηφία που δεν συμφωνεί και η διαχείριση αυτών των διαφωνιών δεν είναι εύκολη».
«Νομίζω πως θα ήταν παράλογο να προβλεφθεί ότι μια Βουλή των Αντιπροσώπων με ρεπουμπλικανική πλειοψηφία θα στρεφόταν εναντίον της Ουκρανίας», επέμεινε.
Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, η πολιτική του Τζο Μπάιντεν έχει ευρεία υποστήριξη μεν αλλά ορισμένα μέλη της αριστεράς πτέρυγας ανησυχούν για τον κίνδυνο κλιμάκωσης ανάμεσα στη Ρωσία και το NATO.
Σε επιστολή τους που δημοσιοποιήθηκε χθες, περίπου τριάντα μέλη της προοδευτικής πτέρυγας κάλεσαν τον αμερικανό πρόεδρο να προχωρήσει σε «διπλωματικές προσπάθειες» για να εξασφαλιστεί ο τερματισμός του πολέμου «μέσω διαπραγματεύσεων», συμπεριλαμβανομένων «απευθείας συνομιλιών με τη Ρωσία».
Αν και τα δύο κόμματα σπανίως αποκλίνουν στα μεγάλα ζητήματα, ορισμένοι κοινοβουλευτικοί ίσως προσπαθήσουν να κάνουν δύσκολη τη ζωή του Τζο Μπάιντεν.
Όταν ήταν πρόεδρος ο Μπαράκ Ομπάμα, οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν εξαπολύσει μανιασμένη επίθεση εναντίον της κυβέρνησής του και ειδικά της επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας την εποχή, της Χίλαρι Κλίντον, για την επίθεση εναντίον του αμερικανικού διπλωματικού προσωπικού στη Βεγγάζη το 2012, που είχε αποτέλεσμα να σκοτωθούν τέσσερα μέλη του, ανάμεσά τους ο πρεσβευτής των ΗΠΑ.
Ένας από τους σφοδρότερους επικριτές της κυρίας Κλίντον τότε ήταν ένας μάλλον άσημος πολιτικός από το Κάνσας: ο Μάικ Πομπέο, που έμελλε να διοριστεί επικεφαλής της CIA και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Μπράιαν Κατούλις του Middle East Institute θεωρεί πως οι Ρεπουμπλικάνοι μάλλον θα αφοσιωθούν σε ζητήματα που συνεγείρουν τη βάση τους, για παράδειγμα στις υποθέσεις του γιου του προέδρου, του Χάντερ Μπάιντεν, που είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας του FBI, για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση Μπάιντεν.
Για τον Κατούλις πάντως είναι δύσκολο να προβλεφθεί η πορεία που θα πάρουν οι Ρεπουμπλικάνοι σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, καθώς οι θέσεις των συντηρητικών κινούνται προς «όλες τις κατευθύνσεις». «Σε ορισμένα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων εθνικής ασφαλείας, οι Ρεπουμπλικάνοι θα μπορούσαν να αλλάξουν το σύμβολό του κόμματός τους, να αντικαταστήσουν τον ελέφαντα με τον χαμαιλέοντα», έκρινε.