«To πλοκάμι έλιωνε στο στόμα. Bαμμένο στο χρώμα σκούρου κρασιού μέσα σε μια αβαθή θάλασσα λεμονιού, καλυμμένο με κάππαρη, το χταπόδι έδειχνε πρωτόγονο, σαν να είχε μόλις βγει από τη θάλασσα». Με αυτή την εισαγωγή, η κριτικός γεύσης, Ligaya Mishan, μυεί τους απανταχού αναγνώστες των «New York Times» στη μυσταγωγική απόλαυση που μπορεί να προσφέρει η ελληνική κουζίνα, όπως τουλάχιστον τη γεύτηκε στο εστιατόριο Boukiés, στο East Village της Νέας Υόρκης.

Το κείμενό της μοιάζει με μια ερωτική εξομολόγηση στο χταπόδι, την ελληνική σαλάτα ή τους κοκκινιστούς κεφτέδες. «Oι μεζέδες είναι εύρωστοι, έτοιμοι να λεηλατηθούν από πολλά χέρια», αναφέρει, δίνοντας το στίγμα εξαρχής και εξηγώντας ταυτόχρονα τι σημαίνει η λέξη «Boukies» και πώς προφέρεται (boo-KAY-ess).

Οι Boukies άνοιξαν την άνοιξη με σύμβουλο σεφ την Νταϊάνα Κόχυλα και είναι το αδελφάκι του επίσης ελληνικού Pylos που βρίσκεται στην ίδια συνοικία λίγα τετράγωνα παρακάτω. «Το φαγητό δεν χρειάζεται να είναι τέλειο. Είναι το σκηνικό για τη συζήτηση, μια δικαιολογία για να πιεις κρασί, καθώς βολεύεσαι σε έναν επικίνδυνα άνετο καναπέ ανάμεσα σε μαξιλάρια που απεικονίζουν παλιούς χάρτες» σχολιάζει η συντάκτρια, αναφερόμενη και στον cοsy χώρο, στον δροσερό νυχτερινό αέρα που μπαίνει από τις γυάλινες πόρτες, τη μουσική που πνίγει τον θόρυβο της Second Avenue.

Τι άλλο απολαμβάνουν, όμως, οι Νεοϋορκέζοι στην 29th East Second Street; Μεταξύ άλλων: «μια αρχιτεκτονική ελληνική σαλάτα με δύο τρίγωνα σκληρής φέτας καρφωμένα στην κορυφή κομματιών ντομάτας και δίσκων αγγουριού, γήινη πίτα με σπανάκι και φέτα με διακριτή τη μαστιχωτή υφή του ψημένου τυριού». Παρ’ όλα αυτά, «η ταραμοσαλάτα ”φωνάζει” ότι χρειάζεται περισσότερο λεμόνι»… Όσο για το επιδόρπιο: «σοκολατένιο κέικ στοιχειωμένο από μια γεύση που θυμίζει ευκάλυπτο και γλυκάνισο, όπως το πιο εύγευστο σιρόπι βήχα που έχεις δοκιμάσει ποτέ. O ένοχος είναι η μαστίχα, ενώ λιγότερο προκλητικό είναι το γαλακτομπούρεκο: τι μπορεί να συμβεί όταν ένα mille-feuille δραπετεύσει με ένα cheesecake…».

Επιμέλεια: Μάριος Μπουμπής