Κατεστραμμένη και στα πρόθυρα λιμού: έξι χρόνια μετά την έναρξη της στρατιωτικής επέμβασης της Σαουδικής Αραβίας στις 26 Μαρτίου 2015 στην Υεμένη, η πιο φτωχή χώρα της αραβικής χερσονήσου βυθίζεται στη βία και την ανθρωπιστική κρίση.
Ακολουθούν πέντε στοιχεία για την καταστροφική σύρραξη στη χώρα.
Κατάληψη της Σανάα
Τον Σεπτέμβριο του 2014, τρία χρόνια μετά την Αραβική Άνοιξη, οι αντάρτες Χούθι, που προέρχονται από τη σιιτική μειονότητα των ζαϊντιτών, καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα της Υεμένης Σανάα και την έδρα της κυβέρνησης.
Έχοντας τη στήριξη του Ιράν, εχθρού της Σαουδικής Αραβίας, καταφέρνουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το βόρειο τμήμα της χώρας.
Τον Μάρτιο του 2015 η Σαουδική Αραβία αναλαμβάνει επικεφαλής ενός αραβικού στρατιωτικού συνασπισμού που επεμβαίνει στην Υεμένη στηρίζοντας την κυβέρνηση.
Χούθι, η μειονότητα που απέκτησε ισχύ
Το παραδοσιακό προπύργιο των Χούθι βρίσκεται στην ορεινή, βόρεια Υεμένη. Το κίνημα, που έχει πάρει το όνομά του από τον εκλιπόντα πνευματικό του ηγέτη Μπαντεντίν αλ Χούθι και τον γιο του Χουσέιν, πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990 καταγγέλλοντας τις διακρίσεις που υφίσταντο τα μέλη του.
Από το 2004 ως το 2010 η Άνσαρ Αλλάχ (Οπαδοί του Θεού), το άλλο όνομα του κινήματος, εξαπέλυσε έξι πολέμους εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης της Υεμένης, ενώ πολέμησε τη Σαουδική Αραβία στις διασυνοριακές συγκρούσεις που ξέσπασαν το 2009-2010.
Οι Χούθι συμμετείχαν το 2011 στην εξέγερση που ώθησε τον πρόεδρο της Υεμένης Άλι Αμπντάλα Σάλεχ σε παραίτηση έναν χρόνο αργότερα. Στη συνέχεια οι αντάρτες συμμάχησαν με τον Σάλεχ για να εκδιώξουν τη νέα κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε στην Υεμένη και τελικά τον δολοφόνησαν το 2017.
Σύγκρουση δυνάμεων και πολλοί παράγοντες
Ο εμφύλιος πόλεμος συχνά θεωρείται έμμεση σύγκρουση των περιφερειακών δυνάμεων, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Η Τεχεράνη δεν κρύβει ότι στηρίζει πολιτικά τους Χούθι όμως αρνείται ότι τους παρέχει όπλα, όπως την κατηγορεί το Ριάντ και η Ουάσινγκτον.
Πέρα από τις δύο αυτές πλευρές, στην Υεμένη δρουν και εξαπολύουν επιθέσεις και άλλα κινήματα, μεταξύ αυτών η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (AQPA) και το Ισλαμικό Κράτος.
Το αυτονομιστικό κίνημα του Συμβουλίου Μετάβασης του Νότου (STC), κατά βάση σύμμαχος της κυβέρνησης της Υεμένης, εκμεταλλεύθηκε το χάος στη χώρα για να στραφεί κατά των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων και να ζητήσει την επιστροφή της αυτονομίας της νότιας Υεμένης, η οποία ενώθηκε με τη βόρεια το 1990.
Χειρότερη ανθρωπιστική καταστροφή παγκοσμίως
Η σύγκρουση έχει κυριολεκτικά καταστρέψει την Υεμένη. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, εκατομμύρια εκτοπιστεί, έχουν ξεσπάσει επιδημικές κρίσεις, η επισιτιστική κρίση είναι ευρείας κλίμακας, ενώ έχει καταρρεύσει η οικονομία: σύμφωνα με τον ΟΗΕ, πρόκειται για τη χειρότερη ανθρωπιστική καταστροφή παγκοσμίως.
Με βάση τα τελευταία δεδομένα του ΟΗΕ περισσότεροι από 16 εκατομμύρια Υεμενίτες θα είναι αντιμέτωποι με τον λιμό φέτος και σχεδόν 50.000 εξ αυτών ήδη ζουν σε συνθήκες που πλησιάζουν στον λιμό. Περίπου τα δύο τρίτα των 29 εκατομμυρίων κατοίκων της Υεμένης εξαρτώνται από κάποιο είδος ανθρωπιστικής βοήθειας για να επιζήσουν.
Οι δεσμεύσεις για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας το 2021 θεωρείται ότι δεν αρκούν για να καλύψουν τη βοήθεια που χρειάζεται η Υεμένη, με τον ΟΗΕ να έχει συγκεντρώσει το 1,7 δισ. δολάρια από τα 3,85 δισ. που είχε ζητήσει.
Μικρή ελπίδα για ειρήνη
Την ώρα που οι ΗΠΑ πιέζουν για την επίλυση της κρίσης, η Σαουδική Αραβία πρότεινε τη Δευτέρα στους Χούθι «συνολική εκεχειρία», η οποία θα περιλαμβάνει την επαναλειτουργία του αεροδρομίου της Σανάα, που υπόκειται σε σαουδαραβικό αποκλεισμό, και την επανέναρξη των πολιτικών διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Οι αντάρτες απέρριψαν την πρόταση αυτή εκτιμώντας ότι δεν περιέχει τίποτα καινούριο και επιμένοντας στην πλήρη άρση του αεροπορικού και θαλάσσιου αποκλεισμού που έχει επιβάλει το Ριάντ προκειμένου να σταματήσει η εισαγωγή όπλων από το Ιράν, όπως ισχυρίζεται.
«Η Σαουδική Αραβία χάνει τον πόλεμο. Θέλει να αποχωρήσει. Οι Χούθι κυριαρχούν αυτή τη στιγμή στο πεδίο, οπότε μην περιμένετε καμία υποχώρηση από μέρους τους» σχολίασε ο Τόμας Ζουνό του Πανεπιστημίου της Οτάβα.