Η μεταφασιστική παράταξη Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia, FdI) αναδείχθηκε πρώτο κόμμα στις εκλογές που διεξήχθησαν χθες Κυριακή στην Ιταλία, γεγονός άνευ προηγουμένου μετά το 1945, δείχνουν δημοσκοπήσεις εξόδου από τα εκλογικά τμήματα.
Το FdI συγκεντρώνει από το 22 ως το 26% των ψήφων, ενώ το ακροδεξιό κόμμα Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και το δεξιό κόμμα Φόρτσα Ιτάλια (FI) του Σίλβιο Μπερλουσκόνι έλαβαν αντίστοιχα από 8,5% ως 12,5% και από 6 ως 8% των ψήφων, σύμφωνα με το έξιτ πολ του ινστιτούτου Opinio για την ιταλική δημόσια ραδιοτηλεόραση RAI.
Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταφασιστικό κόμμα μπορεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Ιταλίας, καθώς η συμμαχία των FdI, FI και της Λέγκας εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις στατιστικές προβολές για την κατανομή των εδρών, την πλειοψηφία τόσο στη Βουλή, όσο και στη Γερουσία. Η συμμαχία αυτή έχει «καθαρό προβάδισμα τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία», ανέφερε με ικανοποίηση μέσω Twitter ο Ματέο Σαλβίνι. «Η νύχτα θα είναι μακρά, αλλά ήδη θέλω να σας ευχαριστήσω».
Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD), η κύρια παράταξη της κεντροαριστεράς, δεν μπόρεσε όπως επιδίωκε να εξασφαλίσει «χρήσιμες» ψήφους εναντίον της άκρας δεξιάς, περιορίζεται μεταξύ του 17 και του 21%.
Το Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S, πρώην «αντισυστημικό»), έλαβε από 13,5 ως 17,5% των ψήφων, υπέστη μεγάλη πτώση σε σύγκριση με το ιστορικό του υψηλό (πάνω από το 30%) το 2018.
Πλέον στην pole position για να γίνει η πρώτη γυναίκα που θα καταλάβει τον πρωθυπουργικό θώκο στην Ιταλία, η κυρία Μελόνι, 45χρονη Ρωμαία, η οποία στα νιάτα της δήλωνε θαυμάστρια του Μπενίτο Μουσολίνι, κατάφερε να αποδαιμονοποιήσει την εικόνα της ιδίας και της παράταξής της καθώς και να κεφαλαιοποιήσει τους φόβους και την οργή εκατομμυρίων Ιταλών μπροστά στην έκρηξη των τιμών και της ανεργίας, την απειλή ύφεσης και τα προβλήματα στις δημόσιες υπηρεσίες.
Μαζί με τους δύο συμμάχους της, τους κ.κ. Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι, έχει εξαγγείλει μειώσεις φόρων, να περιορίσει τις ροές μεταναστών που διαπλέουν τη Μεσόγειο, καθώς και φιλόδοξη πολιτική για την αύξηση της γεννητικότητας στη γηράσκουσα χώρα.