Αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία για τρίτη φορά τα τελευταία 30 χρόνια βρίσκεται η Αργεντινή, καθώς σε ναυάγιο οδηγούνται οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση της χώρας και την ομάδα πιστωτών της, σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Financial Times».
Ωστόσο, αρκετοί εκτιμούν πως οι συνέπειες της νέας χρεοκοπίας δεν θα είναι το ίδιο οδυνηρές όπως εκείνης που συνέβη πριν από 13 χρόνια. Τότε η ανεργία άγγιξε το 25%, εξωθώντας χιλιάδες Αργεντινούς στο να μαζεύουν χαρτιά από τους δρόμους προκειμένου να τα πουλήσουν σε εργοστάσια ανακύκλωσης. Η οικονομική κατάσταση είναι καλύτερη σε σχέση με το 2001, όταν η Αργεντινή κήρυξε στάση πληρωμών ύστερα από τέσσερα χρόνια ύφεση. Μάλιστα, δεν λείπουν και κυβερνητικοί αξιωματούχοι οι οποίοι ασκούν έντονη κριτική στη διεθνή κοινότητα, κάνοντας λόγο για παιχνίδια του ΔΝΤ ώστε να σταματήσει η ανάπτυξη στη χώρα.
Ειδικότερα, η πρόεδρος της χώρας Κριστίνα Φερνάντες έχει υιοθετήσει επιθετική στάση, υποστηρίζοντας ότι η Αργεντινή έχει εκπληρώσει τη δική της υποχρέωση, καταθέτοντας τις πληρωμές των τοκομεριδίων που λήγουν στις 30 Ιουλίου στην αμερικανική Bank of New York Mellon, αλλά ο δικαστής της Νέας Υόρκης Τόμας Γκρίζα απαγόρευσε τη μεταφορά των ποσών αυτών στους ομολογιούχους.
«Σε χρεοκοπία οδηγούνται όσοι δεν πληρώνουν και η Αργεντινή πλήρωσε» δήλωσε η Φερνάντες, προσθέτοντας ότι πρόκειται να επινοηθεί ένας νέος όρος, ο «Griefault», που συντίθεται από το όνομα του δικαστή Γκρίζα (Griesa) και τη χρεοκοπία (default).
Το τότε και τώρα
Ο Αρτούρο Πορζεκάνσκι, διευθυντής του προγράμματος Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, τοποθετήθηκε επί του θέματος λέγοντας ότι μια πιθανή επίπτωση της χρεοκοπίας θα ήταν το κλείσιμο των πιστωτικών αγορών ή η αύξηση του κόστους δανεισμού για τις τράπεζες, τους κρατικούς οργανισμούς, τις περιφέρειες, τους δήμους και τον κρατικό πετρελαϊκό όμιλο YPF.
Μετά τις μεγάλες απώλειες της περασμένης εβδομάδας, που προκλήθηκαν από τις αυξανόμενες αμφιβολίες για την επίτευξη μιας συμφωνίας της Αργεντινής με ομάδα πιστωτών της που δεν έχει δεχθεί το «κούρεμα» των ομολόγων τους, οι τιμές τους θα μπορούσαν να μειωθούν περαιτέρω, εκτιμούν οικονομολόγοι.