Μόλις 19 ημέρες εναπομένουν για τη λήξη του αμερικανικού τελεσιγράφου προς την Τουρκία ως προς την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 και τα τελευταία 24ωρα παρατηρείται μία έντονη διπλωματική κινητικότητα μεταξύ των τριών εμπλεκομένων. Δηλαδή την Τουρκία, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ.
Την Τρίτη 28 Μαΐου ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας και δεξί χέρι του Ταγίπ Ερντογάν, Χουλουσί Ακάρ,
Λίγες ώρες αργότερα το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Sputnik μετέδιδε επίσημη τοποθέτηση της ρωσικής πλευράς, σύμφωνα με την οποία όχι μόνο δεν υπάρχει καθυστέρηση στο χρονοδιάγραμμα αποστολής των πυραυλικών συστημάτων, αλλά ενδέχεται να επισπευστεί η εγκατάστασή τους σε τουρκικό έδαφος.
Και ο πλέον αφελής αντιλαμβάνεται πως το ζήτημα των S-400 δεν αφορά τόσο στο οικονομικό όφελος της Ρωσίας από την αγορά αυτή. Η όλη αντιπαράθεση επικεντρώνεται στο κατά πόσο η Ρωσία θα επιτύχει τον διεμβολισμό του ΝΑΤΟ με την παροχή στην Τουρκία ενός οπλικού συστήματος που φέρνει τα πάνω-κάτω στη στρατιωτική διάρθρωση και στις στρατιωτικές επικοινωνίες μεταξύ των χωρών-μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας καθώς και στην είσοδο της Ρωσίας από την πίσω πόρτα στο σύστημα θωράκισης του ΝΑΤΟ από αεροπορικές και πυραυλικές προσβολές τρίτων χωρών ή συνασπισμών. Υπό το πρίσμα αυτό, η εξέλιξη του μπρα-ντε-φέρ μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον καταλήγει σε άμεση αντιπαράθεση του στρατιωτικού κατεστημένου του ΝΑΤΟ από τη μία (με επίκεντρο τις ΗΠΑ) και του ρωσικού στρατιωτικού κατεστημένου από την άλλη. Το διακύβευμα, δηλαδή, είναι στρατηγικού ενδιαφέροντος και δεν περιορίζεται σε οικονομικά οφέλη ή απλές περιφερειακές κινήσεις.
Οι πιέσεις της Ουάσινγκτον προς την Άγκυρα κορυφώνονται την ώρα που κλιμακώνεται η ένταση στην Εγγύς και Μέση Ανατολή με το Ιράν που είναι ο τρίτος πόλος της συμμαχίας στο τρίγωνο Άγκυρα – Μόσχα – Τεχεράνη.
Είναι προφανές πως τόσο οι Τούρκοι στρατηγοί όσο και το περιβάλλον του Ερντογάν αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκίας αντιλαμβάνονται σε όλα τα επίπεδα τις επιπτώσεις μίας έστω και υπό προθεσμία κρίσης στις σχέσεις Άγκυρας – Ουάσινγκτον. Οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης δεν θα είναι βραχυπρόθεσμες ούτε μεσοπρόθεσμες, αλλά προφανώς θα έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Με λίγα λόγια, η Τουρκία διακινδυνεύει τη θέση της στον νέο χάρτη που σχεδιάζεται στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, καθώς και τη θέση της στο διεθνές δίκτυο διακίνησης υδρογονανθράκων. Το τελευταίο συμπεριλαμβάνει αναπόφευκτα την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, όπου η Τουρκία ενεργεί πλέον χωρίς καμία διεθνή κάλυψη και με διαθέσεις πειρατείας.