Περίπου 70 χρόνια μετά την εκτέλεση του 14χρονου Αφροαμερικανού, Τζορτζ Στίνεϊ που είχε κριθεί ένοχος για τη δολοφονία δύο κοριτσιών, μια δικαστής από τη Νότια Καρολίνα έκρινε ότι ο νεότερος θανατοποινίτης στις ΗΠΑ δεν έτυχε μιας «δίκαιης δίκης».
Με την απόφασή της η δικαστής Κάρμεν Τέβις Μάλεν έκρινε ότι η δίκη του Τζορτζ Στίνεϊ ήταν γεμάτη με «συνταγματικές και νομικές παραβιάσεις». «Δεν μπορώ να θυμηθώ καμία περίπτωση στην οποία να παρουσιάστηκαν τόσες πολλές παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων» του κατηγορουμένου, υπογράμμισε η Μάλεν.
Ο 14χρονος συνελήφθη αφού εντοπίστηκαν σε έναν λάκκο τα πτώματα της Μπέτι Τζουν Μπίνικερ, 11 ετών και της Μαίρη Έμα Τέιμς, 7 ετών.
Τα δύο κορίτσια, που ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου, εξαφανίστηκαν ενώ έκαναν ποδήλατο στην κωμόπολη Άλκολι. Στη δίκη, που κράτησε μόνο μία ημέρα, αστυνομικοί κατέθεσαν ότι ο ανήλικος ομολόγησε τους φόνους. Ουδέποτε όμως βρέθηκε κάποια γραπτή απόδειξη της ομολογίας στα δικαστικά αρχεία, ούτε κάποια ένδειξη ότι το φονικό όπλο, ένας σιδηρολοστός, επιδείχτηκε στο δικαστήριο.
Ο δικηγόρος του παιδιού, ένας λευκός φοροεισπράκτορας που εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε προεκλογική εκστρατεία για την επανεκλογή του στη θέση αυτή, κάλεσε ελάχιστους μάρτυρες, δεν έκανε αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και δεν επιδίωξε να αναβληθεί η δίκη.
«Φαίνεται ότι έγιναν πολύ λίγα πράγματα, για να μην πούμε απολύτως τίποτα, από την υπεράσπιση του Στίνεϊ», είπε η δικαστής.
Οι ένορκοι, που ήταν όλοι λευκοί, χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Ο συνήγορός του δεν άσκησε έφεση ώστε να αναβληθεί η εκτέλεσή του που έγινε τρεις μήνες μετά τους φόνους των κοριτσιών.
Η οικογένεια του Στίνεϊ εγκατέλειψε τότε την πόλη, καθώς φοβούνταν τυχόν αντίποινα. Τα αδέλφια του, που σήμερα είναι ηλικίας 70 και 80 ετών, είχαν αποδυθεί επί χρόνια σε δικαστικό αγώνα για να αποκαταστήσουν το όνομά του.