Την απροθυμία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ αλλά και των Ευρωπαίων, να επιβάλουν κυρώσεις στην Τουρκία, επισημαίνει δημοσίευμα του Bloomberg το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο «τυχοδιώκτης» Ερντογάν, «όσο έχει την ευκαιρία να προβαίνει σε προκλητικές ενέργειες και να μην τιμωρείται για αυτές, δεν θα σταματήσει.».
Αναλυτικά το δημοσίευμα το οποίο υπογράφει ο Bobby Ghosh έχει ως εξής:
Το 2010, το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας «Μηδέν Προβλήματα» ήταν το «θαύμα» της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η χώρα χρησιμοποίησε τη διπλωματία και το εμπόριο για να αναπτύξει θερμές -ή τουλάχιστον πολιτικές- σχέσεις, όχι μόνο στη γειτονιά της και με τις κοντινές της χώρες, αλλά και με ολόκληρο τον κόσμο. Ο ίδιος ο Ερντογάν ήταν συνδαιτυμόνας σε υψηλού επιπέδου διεθνείς συναντήσεις, καθώς οι ηγέτες μεγάλων δυνάμεων προσέβλεπαν στη συμβουλή και την παρέα του.
Δέκα χρόνια αργότερα, όμως, η εικόνα που δίνει η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μπορεί να περιγραφεί πλέον ακριβέστερα ως «Μόνο προβλήματα». Η Άγκυρα ακολουθεί σκληρές πρακτικές και ρητορική, και όχι διπλωματία, για να διατηρήσει την επιρροή της.
Έχει εμπλακεί σε διάφορες αντιπαραθέσεις με τις περισσότερες χώρες που γειτνιάζουν είτε με τα χερσαία σύνορά της είτε με την Ανατολική Μεσόγειο: Ελλάδα, Συρία, Ισραήλ, Κύπρος, Ιράκ, Αρμενία και Αίγυπτος. Επίσης έχει απλωθεί και πιο μακριά, αφού βρίσκεται σε σύγκρουση με τη Γαλλία, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Και παρότι ζούμε σε μια εποχή που οι παγκόσμιες δυνάμεις δεν φαίνεται να συμφωνούν σε τίποτα, δείχνουν ότι σχεδόν ομόφωνα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο Ερντογάν είναι «ταραχοποιός».
Ο εριστικός Τούρκος πρόεδρος μάλιστα προσφάτως βρέθηκε «στόχαστρο» ακόμη και εκείνων που συνήθως ήταν πιο «φειδωλοί» απέναντι στις προκλήσεις του. Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι «αποδοκιμάζει» την απόφαση της Τουρκίας να επανεκκινήσει τις αμφιλεγόμενες γεωλογικές έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο και κάλεσε την Άγκυρα να «τερματίσει αυτήν τη σχεδιασμένη πρόκληση».
Η ρητορική του αμερικανού ΥΠΕΞ είναι από τις πιο αιχμηρές που έχει χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση του Αμερικανικού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εναντίον του Ερντογάν, ο οποίος απολαμβάνει την προσοχή αλλά και τη στοργή του Αμερικανού ομολόγου του.
Εν τω μεταξύ, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, που ο Ερντογάν χαρακτηρίζει «καλό φίλο», δεν βλέπει με καλό μάτι τη διεκδίκηση του πρωταγωνιστικού ρόλο που διεκδικεί η Τουρκία στη σύγκρουση του Καυκάσου, όπου η Άγκυρα υποστηρίζει με ζέση το Αζερμπαϊτζάν εναντίον της Αρμενίας. Το Κρεμλίνο κατηγόρησε την Τουρκία ότι έριξε «λάδι στη φωτιά» της διαμάχης στην περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που σιγοβράζει εδώ και χρόνια. Η κατάπαυση του πυρός που ζήτησε η Μόσχα δεν έβαλε τέλος στις συγκρούσεις.
Άλλοι επικριτές του Ερντογάν είναι πιο αναμενόμενοι. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος έχει ταχθεί κατά του Ερντογάν στην περίπτωση της τουρκικής παρέμβασης στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, έχει εκφράσει τη δυσαρέσκειά του και για την εμπλοκή της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Καύκασο. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, η οποία απέρριψε τις ευρύτερες ευρωπαϊκές εκκλήσεις για κυρώσεις κατά της Τουρκίας, βρίσκεται πλέον σε θέση αμηχανίας μετά την επανέναρξη από την Άγκυρα των ερευνών στην περιοχή. «Σίγουρα, κάθε άλλο παρά ευνοεί τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας», δήλωσε η εκπρόσωπος της Γερμανίδας καγκελαρίου.
Και σαν να μην ήταν όλα αυτά, ο Ερντογάν έχει προκαλέσει τη μήνιν και άλλων απροσδόκητων χωρών – όπως η Ινδία, η οποία εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της για τα σχόλια του Ερντογάν σχετικά με την κατάσταση στο Κασμίρ, κατά την τοποθέτησή του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.«Η Τουρκία πρέπει να μάθει να σέβεται την κυριαρχία άλλων εθνών και να σκέφτεται πιο προσεκτικά τις δικές της πολιτικές», επεσήμανε ο μόνιμος αντιπρόσωπος του Νέου Δελχί στον ΟΗΕ.
Το πώς επήλθε η ελεύθερη πτώση της Τουρκίας στη σκακιέρα της εξωτερικής πολιτικής τεκμηριώνεται πολλαπλώς: οι περισσότερες διαμάχες στις οποίες έχει εμπλακεί η Άγκυρα αποτελούν επιλογή του ίδιου του Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος θα μπορούσε να είχε αποφύγει εύκολα την εμπλοκή στον εμφύλιο της Λιβύης ή στην κρίση του Καυκάσου, όπως και να συγκρατήσει την «εμπρηστική ρητορική» του για το Κασμίρ. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ωστόσο, επέλεξε να εμπλακεί.
Αυτό που δυσκολεύομαι ωστόσο να καταλάβω είναι το «γιατί». Όσοι αναζητούν δογματικές δικαιολογίες για τον τυχοδιωκτισμό του Ερντογάν επιρρίπτουν τη στάση του στο νεο-οθωμανισμό, τον τουρκικό εθνικισμό και τον ισλαμισμό. Κάποιοι άλλοι ωστόσο στέκονται στους γεωπολιτικούς λόγους: όπως σημειώνουν, η Τουρκία ακολουθεί μια τακτική ελιγμών για να κερδίσει έδαφος στην αναδυόμενη πολυ-πολική νέα τάξη πραγμάτων, όπου βλέπει τον εαυτό της ως μια παγκόσμια δύναμη μεσαίου μεγέθους, με την οικονομική και πολιτιστική εμβέλεια που αρμόζει σε αυτόν τον ρόλο της αλλά και με την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιθετική εξωτερική πολιτική αντικατοπτρίζει τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της.
Κάποιοι άλλοι ωστόσο, εστιάζουν σε πιο στενά, «εμπορικά» υποκινούμενα κίνητρα, όπως η «μάχη» για τους φυσικούς πόρους υδρογονανθράκων και την αναζήτηση νέων αγορών. Τέλος, υπάρχει το επιχείρημα ότι η όλη πολιτική του σχετίζεται με λόγους εσωτερικής πολιτικής, με τους υποστηρικτές αυτού να υποστηρίζουν ότι καθώς η αποδοχή του Ερντογάν κατακρημνίζεται εν μέσω της βαθύτερης οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα, ο Τούρκος πρόεδρος «κυματίζει» την τουρκική σημαία στο εξωτερικό για να αποσπάσει την προσοχή του λαού του από τα εσωτερικά θέματα.
Σε όλες τις παραπάνω εξηγήσεις υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας. Ωστόσο, αν ψάχνει κανείς για έναν λόγο που συμπεριλαμβάνει όλους τους παραπάνω είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος κάνει ό,τι κάνει γιατί τη γλιτώνει ατιμώρητος.
«Δεν έχει πληρώσει κάποιο σημαντικό τίμημα για τον τυχοδιωκτισμό του»
Τόσο στην εγχώρια πολιτική όσο και στο περιφερειακό εμπόριο, ο Ερντογάν δεν έχει πληρώσει κάποιο σημαντικό τίμημα για τον τυχοδιωκτισμό του. Το κόστος σε ζωές Τούρκων είναι εξαιρετικά χαμηλό, κυρίως διότι στις περισσότερες συγκρούσεις στις οποίες έχει εμπλακεί χρησιμοποιεί ξένους μισθοφόρους που έχουν στρατολογηθεί από τα πεδία των μαχών στη Συρία. Εάν υπάρχει οποιαδήποτε τουρκική παρουσία στην πρώτη γραμμή των μετώπων της Λιβύης ή του Καυκάσου, αυτή αφορά πιθανότατα την εξ αέρος συνδρομή -επιδεικνύοντας τις αυξανόμενες δυνατότητες της χώρας να πραγματοποιεί πολέμους με drones- και όχι την από εδάφους.
Όσον αφορά την τουρκική οικονομία, το κόστος πιθανότατα θα είναι σημαντικό, αλλά ο Ερντογάν μπορεί εύλογα να υποστηρίξει ότι θα αντισταθμιστεί από τα επικείμενα οικονομικά οφέλη. Για παράδειγμα, παρεμβαίνοντας στη Λιβύη, η Άγκυρα ελπίζει να διασώσει κατασκευαστικές συμφωνίες αξίας 18 δισ. δολαρίων, καθώς και να διανοίξει νέες ευκαιρίες για έρευνες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι ελιγμοί του στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν στόχο να θέσουν θέμα διεκδικήσεων στα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου της περιοχής, καθώς και να αναδείξουν τη ναυτική ισχύ της χώρας. Παράλληλα, οι οικονομικοί δεσμοί με το Αζερμπαϊτζάν θα ενισχυθούν με την πώληση στο Μπακού τουρκικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Από καθαρά εμπορική άποψη, το πιθανό κέρδος από αυτές τις εμπλοκές της Τουρκίας μπορεί να αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό οποιαδήποτε απώλεια προκύψει από την αντιπαράθεση, για παράδειγμα, με την Ελλάδα, την Αρμενία ή την Αίγυπτο, καθώς καμία από τις τρεις χώρες δεν είναι σημαντικός εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Οι τουρκικές επιχειρήσεις παραπονιούνται ότι εκδιώχθηκαν από την αγορά της Σαουδικής Αραβίας λόγω της έχθρας μεταξύ της Άγκυρας και του Ριάντ, αλλά τα μεγέθη που αντιπροσωπεύει η δραστηριότητά τους εκεί είναι σχετικά μικρά. (Αξίζει να σημειωθεί ότι το διμερές εμπόριο με το Ισραήλ διατηρείται παρά τη δυσαρέσκεια που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του Ερντογάν και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου).
«Η Ευρώπη δεν θέλει να χρησιμοποιήσει το “μαστίγιο”»
Αντίθετα, οι «ανταγωνιστές» της Τουρκίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, έχουν τεράστια οικονομική μόχλευση, αν και εμφανίζονται απρόθυμοι να τη χρησιμοποιήσουν. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση -που αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Τουρκίας- οι διπλωμάτες μιλούν αόριστα για μια «τακτική καρότου και μαστιγίου» προς την Άγκυρα, αλλά αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι αυτή δεν λειτουργεί. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν το «μαστίγιο».
Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Γάλλου προέδρου Μακρόν για οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας, η ΕΕ δεν έχει ακόμη τη συλλογική βούληση να εφαρμόσει τις απειλές της για τιμωρία της Τουρκίας. Αυτή η απροθυμία μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει μόνο από την απειλή αντιποίνων που έχει εκφράσει ο Ερντογάν, ήτοι να αμολύσει κύματα προσφύγων προς τα δυτικά. Το σύστημα κανόνων της ΕΕ για την επιβολή κυρώσεων εξάλλου είναι πολύ δυσκίνητο ώστε να λειτουργήσει ως όπλο.
Η κυβέρνηση Τραμπ, ωστόσο, δεν έχει τέτοια προβλήματα, αφού μοιράζει κυρώσεις σαν «καραμέλες». Όμως, ο Αμερικανός πρόεδρος είναι διστακτικός στο να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία. Όποτε το έχει κάνει, έχουν επιφέρει σημαντικό αντίκτυπο – και ο Τραμπ τις αναίρεσε γρήγορα.
Η πιο μακρόχρονη «πειθαρχική» δράση που έχουν αναλάβει οι ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας είναι η «εκδίωξή» της από το πρόγραμμα κατασκευής των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και την αγορά τους. Ο Ερντογάν παρ’ όλα αυτά προχώρησε στην αγορά και εγκατάσταση των ρωσικών συστημάτων πυραυλικής άμυνας S-400. Ο Τραμπ έχει αγνοήσει την έκκληση από το Κογκρέσο να λάβει αυστηρότερα μέτρα.
Χωρίς την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ δεν θα απαιτήσει τιμωρία για το μη συνεργάσιμο μέλος του. Ο Ερντογάν μπορεί να απορρίψει τις ανησυχίες της συμμαχίας χωρίς να φοβάται την απέλαση της Τουρκίας από το αμυντικό σύμφωνο.
Αυτό αφήνει τη Ρωσία ως τη μοναδική άλλη δύναμη που θα μπορούσε να αναχαιτίσει την τουρκική επιθετικότητα. Ο Αζερο-Αρμενικός πόλεμος είναι το δεύτερο σκηνικό, μετά τη Λιβύη, όπου ο Ερντογάν στέκεται εμπόδιο στους στόχους του Πούτιν. (Οι δύο έχουν κάποια κοινά ενδιαφέροντα, αν όχι κοινό στόχο, σε ένα τρίτο μέτωπο: τη Συρία).
Ο Ρώσος ηγέτης έχει ανεχθεί τις κινήσεις του Ερντογάν προκειμένου να επιτύχει τους μεγαλύτερους στόχους της Μόσχας, που είναι να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ και να απομακρύνει την Τουρκία από τη Δύση. Με τη σειρά του, ο Τούρκος πρόεδρος ήταν προσεκτικός απέναντι στη Ρωσία, αβροφροσύνη που δεν έχει επιδείξει σε κανέναν δυτικό ηγέτη που τον έχει επικρίνει. Την τελευταία φορά που οι δύο άνδρες βρέθηκαν “στα μαχαίρια” -το φθινόπωρο του 2015, όταν η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό τζετ κοντά στα σύνορα με τη Συρία- ο Πούτιν, χρησιμοποιώντας ρητορική σε στυλ Ερντογάν, χαρακτήρισε το περιστατικό ως “ύπουλη μαχαιριά στην πλάτη” και ανακοίνωσε οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας. Ο Ερντογάν υποχώρησε, ενώ ζήτησε και γραπτώς συγγνώμη.
Στη διαμάχη του Καυκάσου, ο Ερντογάν απέφυγε ξανά τον Πούτιν, αλλά αναφέρθηκε στη Ρωσία κατά τις επιθέσεις του εναντίον της διεθνούς κοινότητας επειδή δεν παρέδωσε την περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου η πλειοψηφία είναι Αρμένιοι, στο Αζερμπαϊτζάν. Και για πρώτη φορά, η Τουρκία παρεμβαίνει σε αυτό που η Μόσχα θεωρεί ως δική της σφαίρα επιρροής: ο Καύκασος είναι πιο κοντά στη Ρωσία -όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ιστορικά, πολιτιστικά, στρατηγικά και οικονομικά- από τη Συρία ή τη Λιβύη.
Αυτό εξηγεί την «εμπρηστική» αντίδραση της Μόσχας προς τον Ερντογάν. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν αντίστοιχου επιπέδου με την «ύπουλη μαχαίρια στην πλάτη». Επιπλέον, δεν προήλθε από τα χείλη του Πούτιν, ούτε συνοδευόταν από την απειλή κυρώσεων. Η Μόσχα δεν θέλει -ή τουλάχιστον όχι ακόμη- να στείλει προειδοποίηση στην Άγκυρα.
Για τον Ερντογάν, η απουσία «κόκκινης κάρτας» ισοδυναμεί με «πράσινη κάρτα»: Θα θεωρήσει την επιφυλακτικότητα της Μόσχας ως άδεια για να συνεχίσει να εφαρμόζει την ατζέντα του.
Ο τυχοδιωκτισμός του Ερντογάν
Στον Καύκασο όπως και αλλού, αυτή η επιδίωξη υπήρξε ευκαιριακή και η ατζέντα προσαρμόστηκε για να ταιριάξει στις περιστάσεις. Κοιτώντας από απόσταση, εξάλλου ο τυχοδιωκτισμός του Ερντογάν δεν εμπίπτει σε καμιά δογματική εξήγηση, σίγουρα όχι στο δόγμα του «Μηδέν προβλήματα». Διότι, αντί να ακολουθήσει ένα συστηματικό σχέδιο, καταστρώνει τα σχέδιά του στην πορεία.
Επομένως, το δόγμα του Ερντογάν έγκειται σε διαφορετικά πράγματα και σε διαφορετικές απόψεις.
Είναι νεο-οθωμανικό στον βαθμό που πολλά από τα μέρη που έχουν τραβήξει την προσοχή του ήταν μέρος της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Ερντογάν συχνά ενστερνίζεται τον συμβολισμό της Οθωμανικής εποχής και συμπεριλαμβάνει στις ομιλίες αναφορές σε στιγμές δόξας του παρελθόντος. Αλλά ο τυχοδιωκτισμός του δεν ακολουθεί τον χάρτη του κόσμου που κάποτε κυβερνούσε η Κωνσταντινούπολη. Δεν υπήρξαν παρεμβάσεις στην Ανατολική Ευρώπη, στα Βαλκάνια ή στη Γεωργία, περιοχές περισσότερο καίριας σημασία για την αυτοκρατορία από ό,τι, για παράδειγμα, η Λιβύη. Και φαίνεται απόλυτα χαρούμενος που συνυπάρχει με τους ορκισμένους εχθρούς των Οθωμανών, τους Πέρσες.
Ομοίως, τα θρησκευτικά κίνητρα στον τυχοδιωκτισμό του Ερντογάν είναι συχνά υπερεκτιμημένα. Είναι ένας αναγνωρισμένος ισλαμιστής και μπορεί να προσαρμόσει τη ρητορική του με παραπομπές σε θρησκευτικά κείμενα και εκφράσεις αλληλεγγύης προς τους μουσουλμάνους σε ξένες χώρες. Πολλά σχετίζονται επίσης με την υποστήριξή του προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και, σε ό,τι αφορά ειδικότερα το Ισραήλ, προς τη Χαμάς. Για ορισμένους από τους επικριτές του, όλα αυτά σχετίζονται με την επιδίωξή του να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου.
Αλλά μια πιο προσεκτική ματιά, καταδεικνύει ότι η πίστη είναι μέσο και όχι κίνητρο για την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν. Επομένως, ο οπορτουνισμός αποτελεί μια καλύτερη εξήγηση από το δόγμα. Η συνάντηση με έναν κορυφαίο ηγέτη της Χαμάς είναι ένας εύκολος τρόπος για να εξοργίσει το Ισραήλ. Το σχόλιό του για το Κασμίρ στον ΟΗΕ είναι ένας βολικός τρόπος για να ικανοποιήσει το Πακιστάν, και ιδιαίτερα χρήσιμος όταν ο πρωθυπουργός Ιμράν Καν διαφωνεί με τον παραδοσιακό σύμμαχο της χώρας του, τη Σαουδική Αραβία.
Τουρκικός εθνικισμός; Αν κάποιος θέλει να κάνει μια εξεζητημένη σκέψη, μπορεί να λάβει υπόψη τους αρχαίους δεσμούς μεταξύ των σύγχρονων Τούρκων και των Αζέρων, αλλά η ισχύς των αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που συνδέουν το Αζερμπαϊτζάν με την Τουρκία αποτελεί ένα πολύ ισχυρότερο επιχείρημα.
Οι «δεσμοί» των υδρογονανθράκων είναι τουλάχιστον τόσο ισχυροί όσο και οι δεσμοί αίματος και ενώνουν περισσότερες κουκίδες στη γραμμή της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η Τουρκία, εν αντιθέσει με τις περισσότερες άλλες θεωρίες. Σε γενικές γραμμές, η οικονομία προσφέρει μια πιο συνεπή εξήγηση για τη διεθνή εμβέλεια του Ερντογάν – από την αρχή της διαχείρισης του τουρκικού κράτους το 2003. Στο αποκορύφωμα της εποχής των «μηδενικών προβλημάτων», σπάνια ταξίδευε στο εξωτερικό χωρίς τη συνοδεία επιχειρηματικών ηγετών και η επιτυχία των επισκέψεών του υπολογιζόταν με βάση τα υπογεγραμμένα συμβόλαια.
«Ο Τούρκος πρόεδρος δεν θα σταματήσει αν δεν τιμωρηθεί»
Αλλά η οικονομική προσέγγιση δεν εξηγεί τα πάντα. Σε τελική ανάλυση, ένας ηγέτης που «καθοδηγείται» από εμπορικά ζητήματα θα είχε την τάση να επιδιώξει καλύτερες σχέσεις με την Ινδία παρά με το Πακιστάν. Πιθανότατα θα κυνηγούσε καλύτερες σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αντί να βρίσκεται σε διαμάχη με τους ηγέτες τους. Επίσης, θα ήταν πιο προσεκτικός στο να ανταγωνιστεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της χώρας του, την ΕΕ.
Έτσι, μένει το επιχείρημα της εγχώριας πολιτικής, ότι δηλαδή ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τη διεκδίκηση της «αρμόζουσας θέσης στη διεθνή τάξη πραγμάτων» για την Τουρκία προκειμένου να συσπειρώσει τους υποστηρικτές του εν μέσω των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Η εξωτερική πολιτική πρόσφερε μια «ηλιαχτίδα φωτός» στην προεδρία του Ερντογάν, και τα ποσοστά αποδοχής προς το πρόσωπό του σημείωσαν ανοδική πορεία τις τελευταίες εβδομάδες, παρά την πτώση της τουρκικής λίρας.
Αλλά αν αυτό είναι πράγματι το βαθύτερο κίνητρο για τις επιθετικές κινήσεις του Ερντογάν στο εξωτερικό, τότε πρέπει όλοι να προετοιμαστούμε για περισσότερα, καθώς η τουρκική οικονομία επιδεινώνεται λόγω του κορωνοϊού. Όσο έχει την ευκαιρία να προβαίνει σε προκλητικές ενέργειες και να μην τιμωρείται για αυτές, ο Τούρκος πρόεδρος δεν θα σταματήσει.
Πηγή: Blooberg,Capital