Του Σωτήρη Σιδέρη
Στην τελευταία συνάντηση των Επιτροπών των Υπουργείων Άμυνας Ελλάδας και Τουρκίας που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα στις 17-20 Ιουνίου, η τουρκική αντιπροσωπεία προσπάθησε να μετατρέψει τις συνομιλίες για τα ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση, προτείνοντας συζήτηση και για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, προσπάθεια που απέκρουσε η -έκπληκτη- ελληνική πλευρά.
Ταυτόχρονα στο παρασκήνιο εντείνεται η προετοιμασία των ΗΠΑ και του Ισραήλ για επίθεση στο Ιράν και η Αθήνα δέχεται παρασκηνιακές πιέσεις για εμπλοκή, ενώ οι Αμερικανοί ζητούν πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν, όπως η εκχώρηση της κυριαρχίας της χώρας σε αεροδρόμια, ώστε να χρησιμοποιηθούν ανεξέλεγκτα σε επιθέσεις κατά του Ιράν. Πάντα στο παρασκήνιο, βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη διαπραγμάτευση Ελλάδας – ΗΠΑ, η οποία είναι άγνωστο προς το παρόν πότε και πώς θα καταλήξει.
Τα ελληνοτουρκικά και οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι τα κορυφαία ζητήματα της Αθήνας, τα οποία από την κατάληξή τους και τη διαχείρισή τους θα κρίνουν πολλά για το μέλλον της χώρας και την ειρήνη στην περιοχή.
Ο αιφνιδιασμός
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η τουρκική αντιπροσωπεία, αν και δεν έχει ούτε τις γνώσεις ούτε την εντολή να συζητήσει οτιδήποτε πέραν των ΜΟΕ, επιχείρησε να ανατρέψει την ατζέντα των συνομιλιών και να δοκιμάσει προφανώς την αντίδραση της ελληνικής αντιπροσωπείας, που ήταν δεδομένο ότι θα ήταν αρνητική, όπως και έγινε. Η τουρκική πλευρά δεν επέμεινε και η συνάντηση έληξε με κάποια, θετικά μεν αποτελέσματα για τα ΜΟΕ, αλλά και με ερωτήματα για τις προθέσεις της Άγκυρας.
Ως προς τα ΜΟΕ, οι στρατιωτικές αντιπροσωπείες των δύο χωρών, ενισχυμένες με έναν διπλωμάτη και έναν εμπειρογνώμονα των Υπουργείων Εξωτερικών κάθε χώρας, συμφώνησαν αυτό που υφίσταται ως συμφωνία από το μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ, να αποφεύγεται η ταυτόχρονη διεξαγωγή ασκήσεων και να τηρούνται ορισμένοι κανόνες ασφάλειας κατά τη διάρκειά τους, ώστε να μην προκληθεί κάποιο ατύχημα. Θετική προσέγγιση, αλλά όχι συμφωνία υπάρχει και ως προς την ανάγκη να αποφεύγονται σκληρές εμπλοκές των πολεμικών αεροσκαφών, ενώ τόσο η Αθήνα όσο και η Άγκυρα διατηρούν τις θέσεις τους ως προς το εύρος του εθνικού εναερίου χώρου των 10 μιλίων, που, ως γνωστόν, δεν αναγνωρίζει η Άγκυρα.
Ως προς την υφαλοκρηπίδα, προκαλεί εύλογα ερωτήματα το γεγονός ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Άγκυρα δεν θέτουν στην επίσημη ατζέντα τους τη διαπραγμάτευση για την οριοθέτησή της καθώς και αυτή των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, με την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών. Η Ελλάδα δεν θα κατοχυρώσει ποτέ ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα αν δεν τις οριοθετήσει. Ούτε η Τουρκία θα κατοχυρώσει οτιδήποτε αν δεν διαπραγματευθεί με την Ελλάδα. Το γεγονός ότι η Άγκυρα προσπαθεί να εκβιάσει καταστάσεις δεν σημαίνει ότι μπορεί να νομιμοποιήσει την πολιτική της. Ο δρόμος της είναι δύσκολος και η απόσταση μεγάλη. Υπό αυτήν την έννοια η διαπραγμάτευση συμφέρει και τις δύο χώρες, διότι θα δώσει ένα ειρηνικό τέλος τόσο στην αδυναμία της Ελλάδας να αναλάβει τις ευθύνες της και να δει ρεαλιστικά τα δικαιώματά της και τα συμφέροντά της όσο και στην αδυναμία της Τουρκίας να συνειδητοποιήσει τα δικά της λάθη.
Ελλάδα – ΗΠΑ – Τουρκία
Προφανώς, οι ΗΠΑ, είτε τελικά κάνουν πόλεμο με το Ιράν είτε όχι, θέλουν να είναι έτοιμες. Για αυτόν τον λόγο, εδώ και καιρό ζητούν επιτακτικά από την ελληνική κυβέρνηση να διαθέσει πληθώρα αεροδρομίων για τις επιχειρησιακές ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας, των μη επανδρωμένων αεροσκαφών που τώρα πετούν άοπλα και προφανώς και σε άλλες δυνάμεις της στρατιωτικής της μηχανής. Αυτό όμως που προκάλεσε αντιδράσεις ήταν το αίτημα ή η απαίτηση των Αμερικανών, τον έλεγχο των αεροδρομίων να τον έχουν οι ΗΠΑ κι όχι οι ελληνικές Αρχές, πράγμα που σημαίνει εκχώρηση κυριαρχίας, κάτι ταπεινωτικό για οποιαδήποτε χώρα. Διπλωμάτες και στρατιωτικοί εκτιμούν ότι και το Ισραήλ βλέπει με καλό μάτι αυτές τις διευκολύνσεις.
Η Αθήνα έχει απαντήσει αρνητικά ως προς την παραίτησή της από τον έλεγχο των αεροδρομίων ή κι άλλων βάσεων, όπως της Χρυσούπολης ή της Σούδας. Ταυτόχρονα όμως, η ελληνική πλευρά (Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας) έχει προτείνει στους Αμερικανούς ένα μεγάλο πακέτο ως αντάλλαγμα.
Η συζήτηση διεξάγεται στο πλαίσιο των επίσημων συνομιλιών για τη νέα συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ και, σύμφωνα με πληροφορίες, η Αθήνα ζητεί:
1) στρατιωτική συνεργασία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο για την αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών
2) ενίσχυση της αεράμυνας της χώρας με νέα σύγχρονα αντιαεροπορικά συστήματα Πάτριοτ
3) ενίσχυση του ελληνικού στόλου
4) συμμετοχή στο πρόγραμμα των F-35.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις διπλωματών, από την εξέλιξη των διαβουλεύσεων αυτών θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και η επίτευξη της νέας συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας με αμοιβαίο όφελος. Οι ίδιες πηγές εκφράζουν αισιοδοξία, διότι θεωρούν ότι ακόμη κι αν αποκατασταθούν οι σχέσεις ΗΠΑ -Τουρκίας, τίποτε δεν θα είναι ίδιο με το παρελθόν και ότι η Άγκυρα έχει κάνει μια στρατηγική επιλογή στις σχέσεις της με άλλες χώρες, τη Ρωσία ή την Κίνα και δεν θα είναι μονοσήμαντα προσανατολισμένη στη Δύση.
Για τον λόγο αυτόν, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε έναν νέο στρατηγικό πυλώνα, αλλά είναι προφανές ότι η χώρα μας δεν έχει το τυχοδιωκτικό στρατηγικό βάθος της Τουρκίας για να επιτελέσει τον ίδιο ρόλο με την Άγκυρα. Για τους λόγους αυτούς, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θέλουν την Ελλάδα ως επιχειρησιακό άξονα ασφάλειας των συμφερόντων τους, αλλά δυσκολεύονται ακόμη να παράσχουν τα ανταλλάγματα που έχει ανάγκη η χώρα μας. Με απλά λόγια, η Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ ζητούν πολλά από την Ελλάδα και δίνουν λίγα.
Αν όμως τελικά γίνει ο πόλεμος κατά του Ιράν, τα πάντα θα αλλάξουν στην ευρύτερη περιοχή και θα επηρεαστούν οι εξελίξεις ασφάλειας και οι ισορροπίες. Και αυτό που μένει είναι να διαπιστώσουμε αν το νέο σκηνικό θα είναι υπέρ ή κατά της Ελλάδας.
Υπό αυτήν την οπτική, η νέα κυβέρνηση θα έχει μπροστά της ένα δύσκολο έργο να επιτελέσει. Πλήθος διπλωματών, εμπειρογνωμόνων, πανεπιστημιακών και πολιτικών αναλυτών θεωρεί ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει καν προσεγγίσει τα εν λόγω ζητήματα, οπότε θα είναι πολυτέλεια να ρωτήσουμε αν υπάρχει σχέδιο.
Ως προς την απερχόμενη κυβέρνηση, ένα είναι γεγονός: ήταν πολύ πιστή στην ατζέντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ και δεν κατάφερε να κάνει τη διαφορά, μετατρέποντας τη διαρκή κινητικότητά της σε εφαρμόσιμο σχέδιο με κάθε πλευρά και κυρίως με την Τουρκία, καθώς επί 4,5 χρόνια κάθε λίγους μήνες εξήγγειλε επανέναρξη διαπραγματεύσεων για το Αιγαίο, οι οποίες ωστόσο ουδέποτε έγιναν.
Η απερχόμενη κυβέρνηση βαρύνεται επίσης με τη φούσκα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και τη μη επέκταση των χωρικών υδάτων. Η έλλειψη σοβαρότητας στοιχίζει!…