Ο πρώην πρόεδρος της Αργεντινής, ο Μαουρίτσιο Μάκρι, αντιμετωπίζει πλέον ποινική δίωξη για την υπόθεση της κατασκοπείας σε βάρος οικογενειών μελών του πληρώματος του San Juan, του υποβρυχίου που ναυάγησε το 2017 με αποτέλεσμα να χαθούν 44 ναυτικοί, υπόθεση που ο ίδιος υποστηρίζει πως αποτελεί μέρος «πολιτικού διωγμού» σε βάρος του.
Στον κ. Μάκρι, 62 ετών, που παραμένει επικεφαλής της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης στην Αργεντινή, ασκήθηκαν κατηγορίες για «παράνομη συλλογή πληροφοριών»· παρέμεινε ελεύθερος μετά την καταβολή εγγύησης 100 εκατομμυρίων πέσος (σχεδόν 875.000 ευρώ), ανέφερε ο δικαστής Μαρτίν Μπάβα.
Ο αρχηγός του κράτους από το 2015 ως το 2019 διώκεται διότι «κατέστησε εφικτές παράνομες ενέργειες συλλογής πληροφοριών, δημιουργώντας τις συνθήκες ώστε να συγκεντρώνονται, να αποθηκεύονται και να αξιοποιούνται δεδομένα» των πολιτών που είχαν μετατραπεί σε στόχους, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που συνέταξε ο δικαστής, το οποίο εκτείνεται σε 174 σελίδες.
Ο κ. Μάκρι αρνείται εξαρχής και πάντα ότι διέταξε οποιαδήποτε κατασκοπεία. Από το Σαντιάγο, την πρωτεύουσα της Χιλής, όπου βρισκόταν χθες Τετάρτη –έγινε δεκτός από τον συντηρητικό πρόεδρο Σεμπαστιάν Πινιέρα–, κατήγγειλε για ακόμη μια φορά πως υφίσταται «πολιτικό διωγμό».
«Πρόκειται για πολιτικό διωγμό που σε αυτό θα κατέληγε, το γνωρίζαμε όλοι», είπε στον Τύπο της Χιλής, όπου είχε ανειλημμένη υποχρέωση με την ιδιότητα του εκτελεστικού προέδρου του Ιδρύματος της FIFA, μετά την οποία αναμένεται να επιστρέψει στην πατρίδα του, καθώς του απαγορεύεται πλέον η έξοδος από την επικράτεια.
Ο κ. Μάκρι παρουσιάστηκε στις αρχές του Νοεμβρίου κατόπιν κλήτευσης του δικαστή Μπάβα –έχει ζητήσει, μάταια, ο δικαστικός αυτός να εξαιρεθεί από την υπόθεση– στο πλαίσιο της προδικασίας για την υπόθεση κατασκοπείας μετά το ναυάγιο που συγκλόνισε την Αργεντινή.
Οι συνήγοροί του, στηλιτεύοντας την «εχθρότητα» του δικαστή και την εμμονή του, κατ’ αυτούς, να ασκήσει δίωξη στον κ. Μάκρι, έχουν αφήσει να εννοηθεί πως πιθανόν θα ασκήσουν έφεση στην απαγγελία κατηγοριών.
Το υποβρύχιο Σαν Χουάν εξαφανίστηκε τον Νοέμβριο του 2017 στον νότιο Ατλαντικό, 400 χιλιόμετρα από τις ακτές της Παταγονίας. Δεν βρέθηκε παρά έναν χρόνο αργότερα, σε βάθος 900 μέτρων· ουδέποτε ανασύρθηκε, αντίθετα με τις επιθυμίες των οικογενειών. Σύμφωνα με το Πολεμικό Ναυτικό, το σκάφος, που τέθηκε σε υπηρεσία το 1983, υπέστη θραύση λόγω εσωτερικής πίεσης εξαιτίας τεχνικών βλαβών.
Αρκετές οικογένειες μελών του πληρώματος του Σαν Χουάν έκαναν την περίοδο της τραγωδίας εντατική εκστρατεία, αξιώνοντας να μάθουν την τύχη του υποβρυχίου. Καταγγέλλουν πως μετατράπηκαν σε στόχους παρακολουθήσεων, τηλεφωνικών υποκλοπών, εκφοβισμών.
«Ένας παραλήπτης: Ο Μαουρίτσιο Μάκρι»
«Το περιεχόμενο των πληροφοριών που συγκεντρώνονταν, η εκπεφρασμένη πρόθεση και ο συστηματικός χαρακτήρας των εγγράφων που αναλύθηκαν σε αυτόν τον φάκελο επιτρέπουν να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι αυτή η παράνομη κατασκοπεία είχε έναν παραλήπτη: τον Μαουρίτσιο Μάκρι», έγραψε ο δικαστής Μπάβα.
Ο Λουίς Ταλιαπιέτρα, πατέρας μέλους του πληρώματος του Σαν Χουάν, χαρακτήρισε την απαγγελία κατηγοριών «σημαντικό βήμα, έπειτα από τέσσερα χρόνια εξαντλητικού αγώνα», προσθέτοντας πως «μένει όμως ακόμα πολύς δρόμος να διανυθεί».
«Μας έλεγαν ψέματα από την πρώτη μέρα για το τι συνέβη στα παιδιά μας», ξέσπασε ο κ. Ταλιαπιέτρα. «Μας δαιμονοποίησαν, μας επέκριναν, έκαναν τα πάντα, φθάνοντας ως το να μας κατασκοπεύουν (…) να διεισδύουν ανάμεσά μας, να μας τραβάνε βίντεο, να μας φωτογραφίζουν, να μας παρακολουθούν», εφάρμοσαν «τις χειρότερες πρακτικές καταστολής, πέρα από τη σωματική βία».
Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, έχουν ασκηθεί διώξεις σε δύο πρώην επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, τον Γουστάβο Αρίβας και τη Σίλβια Μαγδαλάνι. Συνολικά, αντιμετωπίζουν διώξεις ένδεκα πρώην μέλη της ομοσπονδιακής υπηρεσίας πληροφοριών.
Οι ποινές που επισύρει η παραβίαση της νομοθεσίας για τις υπηρεσίες πληροφοριών φθάνουν ως και τα δέκα χρόνια κάθειρξη.
Ανώτατοι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού, ανάμεσά τους ο ναύαρχος που ήταν επικεφαλής του στόλου της Αργεντινής, καταδικάστηκαν σε αρκετές ημέρες κράτηση από τη στρατιωτική δικαιοσύνη τον Μάρτιο, στο πλαίσιο πειθαρχικής έρευνας των ένοπλων δυνάμεων, χωριστής από την ποινική έρευνα.