Σημείωμα-memo που καλεί σε άμεση ανάληψη στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ εναντίον του καθεστώτος Άσαντ -χωρίς χερσαίες δυνάμεις- είδε το φως της δημοσιότητας την περασμένη Πέμπτη στις εφημερίδες «New York Times» και «Wall Street Journal», για να σχολιαστεί κατόπιν από όλα τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ προκαλώντας ερωτήσεις στο μπρίφινγκ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου.

Το memo, πάντως, κρίνεται ότι δεν θα προκαλέσει αλλαγή στη στάση του προέδρου Ομπάμα όσον αφορά στη δράση των ΗΠΑ στη Συρία, αλλά είναι πιθανόν να επηρεάσει την ατζέντα του επόμενου Προέδρου, ενώ αναλύτρια του Ινστιτούτου Cato εκτιμά ότι τα επιχειρήματα του συγκεκριμένου memo παρουσιάζουν ύποπτη ομοιότητα με αντίστοιχα που προηγήθηκαν της επέμβασης στη Λιβύη το 2011.

Όπως εκείνα, δεν μιλούν με σαφήνεια για αλλαγή καθεστώτος, αλλά είχαν ταχθεί υπέρ της έναρξης βομβαρδισμών.

Σε άρθρο της Karen DeYoung στην «Washington Post» με τίτλο «Αμερικανοί διπλωμάτες σε σημείωμά τους ζητούν πιο επιθετική στάση στη Συρία», υπογραμμίζεται ότι οι 51 διπλωμάτες είναι ως επί το πλείστον μεσαίας βαθμίδας, διαθέτουν πόστα στην Ουάσινγκτον ή και στο εξωτερικό, ενώ ανώνυμες πηγές, σύμφωνα με το δημοσίευμα, επισημαίνουν ότι έχουν μόνο έμμεση σχέση με την αμερικανική πολιτική για τη Συρία.

Το memo, σύμφωνα με το άρθρο, ζητεί να υπάρξει δραστική απάντηση στην εντεινόμενη ανθρωπιστική κρίση στη Συρία, με αεροπορικές επιδρομές και άλλα τηλεκατευθυνόμενα όπλα, χωρίς την εμπλοκή χερσαίων δυνάμεων, ώστε να αναγκαστεί ο Άσαντ να δώσει τέλος στον πόλεμο.

Τα βασικά σημεία του εγγράφου υποστηρίζονται σε μεγάλο βαθμό και από τον υπουργό Εξωτερικών Τζον Κέρι, όλο αυτό το διάστημα που είναι επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ενώ ο ίδιος είπε την Παρασκευή ότι το memo συνιστά σημαντική δήλωση και ότι θα συζητηθεί περαιτέρω όταν θα επιστρέψει στην Ουάσινγκτον.

Το δημοσίευμα υπογραμμίζει ότι η τάση για ανάληψη δράσης εναντίον του Άσαντ δεν είναι κάτι νέο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ εφόσον και οι δύο τελευταίοι υπουργοί Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον και Τζον Κέρι, πίεζαν για στρατιωτική επέμβαση, όπως άλλωστε και ο πρώην υπουργός Άμυνας και ο διευθυντής της CIA.

Το memo επισημαίνει ότι «δεν επιθυμεί μια διολίσθηση που θα οδηγούσε σε στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία» μολονότι, πάντα σύμφωνα με τη «Washington Post», δεν διευκρινίζει πώς θα αποφευχθεί μια τέτοια αντιπαράθεση, δεδομένου ότι ήδη ο εναέριος χώρος της Συρίας είναι γεμάτος με αεροσκάφη του Άσαντ, των Ρώσων αλλά και των Αμερικανών.

Σύμφωνα με άρθρο των «Washington Times», η κυβέρνηση Ομπάμα προσπάθησε να μετριάσει τον αντίκτυπο από το memo που κατηγορούσε τον Λευκό Οίκο για την πολιτική που ακολουθεί στη Συρία και ζητούσε εστιασμένες επιδρομές εναντίον των δυνάμεων του Άσαντ προκειμένου να ενισχυθούν οι δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης.

H εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Jennifer Friedman κατέστησε σαφές ότι «ο Πρόεδρος είναι πεπεισμένος ότι δεν βλέπει στρατιωτική λύση στην κρίση στη Συρία και δεν έχει αλλάξει θέση ως προς αυτό».

Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ John Kirby σχολίασε ότι «ναι μεν μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε διάφορες άλλες εκδοχές, χωρίς όμως κάποια απ’ αυτές να είναι καλύτερη από την πολιτική που ακολουθείται».

Η Emma Ashford από τη δεξαμενή σκέψης Cato Institute χαρακτηρίζει λογικό το συναίσθημα που εκφράζεται στο έγγραφο ενάντια στη συνεχιζόμενη κρίση στη Συρία, μολονότι η ενέργεια αυτή δεν ξεπερνά τα όρια των ευσεβών πόθων, δεδομένου ότι δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τα συγκεκριμένα προβλήματα που θα δημιουργούσε το ενδεχόμενο περαιτέρω εμπλοκής των ΗΠΑ στη Συρία.

Στο κείμενό της η Ashford επισημαίνει ότι μολονότι παρόμοια memo δεν είναι ασυνήθιστα, εκπλήττει ο μεγάλος αριθμός των υπογραφών.

Σημειώνεται ότι στο κείμενο δεν γίνεται σαφής αναφορά σε αλλαγή καθεστώτος. Η Ashford υπογραμμίζει ότι, παρ’ όλα αυτά, τα επιχειρήματα του memo παρουσιάζουν μια ύποπτη ομοιότητα με αυτά που προηγήθηκαν της επέμβασης στη Λιβύη το 2011.

Η Asfford επισημαίνει επίσης, όπως υποστηρίζουν και άλλοι παρατηρητές, ότι φαίνεται εξαιρετικά απίθανο η κυβέρνηση Ομπάμα να αλλάξει στάση για την κρίση στη Συρία. Επιπλέον, το γεγονός ότι το κείμενο διέρρευσε στον Τύπο σημαίνει ότι απέβλεπε στο να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό, ώστε πιθανόν να επηρεάσει τον πολιτικό διάλογο για το ίδιο θέμα εν μέσω προεκλογικής καμπάνιας.

Πάντως, η συντάκτρια υποστηρίζει ότι είναι μάλλον απίθανο οι αεροπορικές επιθέσεις να βελτιώσουν τη διπλωματική προσπάθεια ή να μειώσουν τα θύματα, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνουν τον κίνδυνο εμπλοκής με τη Ρωσία, ενίσχυσης των ακραίων ισλαμιστών, περαιτέρω αποσταθεροποίησης της Συρίας ακόμα και κατάρρευσης της σημερινής κατάπαυσης του πυρός.

Πληροφορίες από mignatiou.com
Σύνταξη: Κ. Μπετινάκης