«Το ερώτημα πώς θα αντιμετωπισθούν τα προβλήματα συνολικά στην νότια Ευρώπη δεν θα απαντηθεί με το τι θα γίνει ειδικά στην Ελλάδα αλλά συνολικά», εκτιμά ο Άξελ Τρόοστ, αντιπρόεδρος του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke) στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στο ερώτημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ τι σημαίνει μια κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων για την Ευρώπη και για την Ελλάδα απαντά: «Ας το πούμε διαφορετικά. Υπήρχε η πιθανότητα να σχηματισθεί κυβέρνηση μόνο από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους και αυτό θα ήταν πολύ χειρότερο. Θα ήταν θανατηφόρο. Τώρα οι Πράσινοι θα πρέπει να δώσουν τουλάχιστον το στίγμα τους».
Ο κ. Τρόοστ αναφερόμενος στο αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών το χαρακτηρίζει «εξαιρετικά λυπηρό διότι πιστοποιεί μια τεράστια στροφή προς την άκρα δεξιά», προσθέτει δε ότι «στο ρεύμα προς τα δεξιά πρέπει να προστεθεί και τo Φιλελεύθερο κόμμα (FDP), διότι ενώ σε άλλα θέματα είναι μετριoπαθές στα οικονομικά και στα ευρωπαϊκά θέματα βρίσκεται δεξιότερα του Xριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU). Πρόκειται για μια δραματική εξέλιξη». Ο αριστερός πολιτικός χαρακτηρίζει όμως ως θετική εξέλιξη για το κόμμα του το μισό εκατομμμύριο ψήφων που πήρε παραπάνω, κυρίως στα δυτικά κρατίδια, «ακόμα και σε προβληματικά όπως είναι η Βαυαρία ( 6,5%), στο δε Μόναχο πάνω από το 8%» και προβλέπει «την εδραίωση τη Αριστεράς στα κρατίδια αυτά».
Επισημαίνει επίσης ότι «πολλά από τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης που ανέδειξε ο κ. Σουλτς ήταν σωστά, αλλά πολιτικά δεν υπήρχε η βούληση να εφαρμοστούν», ενώ «θέματα, όπως η αύξηση του φόρου των μεγάλων εισοδημάτων ή ο φόρος περιουσίας δεν ετέθησαν μάλιστα συνειδητά και έτσι έχασε σε αξιοπιστία». Το κόμμα του «εκτιμά οτι ο τρικομματικός συνασπισμός «Τζαμάικα» (σ.σ. Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων) θα είναι μια αδύναμη κυβέρνηση και θα αμφιταλαντεύεται επειδή οι διαφορές είναι πάρα πολύ μεγάλες» και ότι «αυτό θα είναι ιδεώδες για το AfD διότι θα ασκεί διαρκώς θορυβώδη κριτική στο Κοινοβούλιο και πιθανόν θα εδραιώνεται. Ιδίως επειδή θα είναι παρόν ως τρίτο κόμμα όχι μόνο στο Κοινοβούλιο και τις επιτροπές του, αλλά θα προβάλλεται συνέχεια και από τα ΜΜΕ και θα διαδίδει έτσι τις απόψεις του», όπως τονίζει.
Κατά την γνώμη του οι τρεις εν δυνάμει εταίροι «θα διαπραγματεύονται μέχρι την τελευταία στιγμή και πιθανόν να καταλήξουν (στο σχηματισμό κυβέρνησης) κάνοντας αμοιβαίες υποχωρήσεις», αλλά φοβάται ότι «θα γίνει μια μεγάλη υποχώρηση στο θέμα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης». Δεν πιστεύει όμως ότι το Grexit θα τεθεί στις διαπραγματεύσεις, διότι οι Φιλελεύθεροι προεκλογικά «δεν το προέβαλαν ιδιαίτερα ώστε να τεθεί ως όρος. Και δεν γίνεται κιόλας διότι θα επρόκειτο για μια μονομερή απαίτηση ενός γερμανικού κόμματος με την οποία κανένας ευρωπαϊκός ή διεθνής θεσμός δεν θα συμφωνούσε μετά από τόσες σκληρές προσπάθειες που έχουν γίνει. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα γίνει κάτι τέτοιο», τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στην περίπτωση που τελικά δεν συννενοηθούν το CDU με το FDP και τους Πράσινους (Die Gruenen), ο Αντιπρόεδρος της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke) λέει ότι δεν μπορεί να αποκλείσει την συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) σε ένα νέο μεγάλο συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) διότι «στην πολιτική δεν μπορεί να αποκλειστεί τίποτα. Εάν δεν συμπράξουν οι τρεις και καταστούν αναγκαίες νέες εκλογές, κάτι που δεν είναι καθόλου σύνηθες στην Γερμανία, δεν μπορώ να το αποκλείσω». Την μελλοντική κυβερνητική συνεργασία του κόμματός του με το SPD και τους Πράσινους την χαρακτηρίζει «ένα ωραίο όραμα», εφόσον οι Πράσινοι καταφέρουν «να επιβιώσουν εντός αυτού του συνασπισμού (Τζαμάικα)» και θεωρεί ότι η συνεργασία Αριστεράς και Σοσιαλδημοκρατών στην αντιπολίτευση είναι (μεν) μια ευκαιρία, αλλά υπάρχει και η δεξιά πτέρυγα του SPD, η οποία την αποκλείει από τώρα και δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με την Αριστερά».