Σε κλίμα ακραίας πόλωσης διεξάγονται την Τρίτη οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Τα βλέμματα ολόκληρου του πλανήτη στρέφονται στους δύο μονομάχους των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών, καθώς η 60χρονη Κάμαλα Χάρις και ο 78χρονος Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζουν την προεκλογική εκστρατεία τους μέχρι την τελευταία στιγμή.

Στο προσκήνιο ήδη βρίσκονται και οι φόβοι για επεισόδια μετά τις 5 Νοεμβρίου, κυρίως εάν το αποτέλεσμα είναι αμφίρροπο, όπως προβλέπουν όλες οι δημοσκοπήσεις, που τοποθετούν τη διαφορά των δύο υποψηφίων στο όριο του στατιστικού λάθους και της μίας μόλις μονάδας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε μια χώρα πολιτικά κατακερματισμένη, οι δύο μονομάχοι με τη σκληρή πολιτική τους αντιπαράθεση, κατάφεραν να εντείνουν τις «κόκκινες γραμμές» με τις καμπάνιες τους και να ξεκαθαρίσουν πως δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα κλίμα συναίνεσης μεταξύ τους.

Οι Γερμανοί ανησυχούν

Αν στις εκλογές στις ΗΠΑ μεθαύριο ψήφιζαν οι Γερμανοί, δεν θα υπήρχε ούτε αγωνία, ούτε κανένα ντέρμπι.

Η Κάμαλα Χάρις θα είχε σίγουρη τη νίκη κι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα είχε καμία τύχη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τόσο ξεκάθαρη είναι η προτίμηση των Γερμανών στην υποψήφια των Δημοκρατικών και τόσο σαφής και απερίφραστη η απέχθεια για τον πρώην πρόεδρο και υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων – ή μήπως ο φόβος;

Προφανώς το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ δεν αφορά μόνο την ίδια τη χώρα. Ο πλανήτης έχει στραμμένο αυτές τις μέρες το βλέμμα στην Αμερική, όπου θα διεξαχθεί μια από τις κρισιμότερες αναμετρήσεις των τελευταίων δεκαετιών για την ανάδειξη του επόμενου –ή της επόμενης– προέδρου.

Με ανοιχτά μέτωπα στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή, με τον παγκόσμιο εμπορικό ανταγωνισμό σε νέα όξυνση και την κλιματική κρίση να απαιτεί άμεση και συντονισμένη δράση, ο άνθρωπος που θα βρεθεί προσεχώς στο Οβάλ Γραφείο θα πρέπει να λάβει αποφάσεις άμεσα για την μελλοντική κατεύθυνση της υπερδύναμης και εταίροι, σύμμαχοι και ανταγωνιστές θα αντιμετωπίσουν, ή θα υποστούν, τις συνέπειες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αν μεθαύριο επέλεγαν οι Γερμανοί πρόεδρο των ΗΠΑ, το πιο πρόσφατο «Πολιτικό Βαρόμετρο» για λογαριασμό του ZDF υπέδειξε ότι το 83% θα ψήφιζε υπέρ της κυρίας Χάρις και ότι μόλις το 10% θα στήριζε τον κ. Τραμπ.

Η εικόνα ωστόσο άλλαξε όταν τέθηκε το ερώτημα «ποιος πιστεύετε ότι θα κερδίσει τις εκλογές». Σίγουρο για την επικράτηση της Κάμαλα Χάρις δήλωσε το 45%, ενώ το 38% εκτίμησε ότι θα κερδίσει ο αντίπαλός της.

Ενδεικτικό του κλίματος αβεβαιότητας είναι το γεγονός ότι στην αντίστοιχη μέτρηση πριν από δύο εβδομάδες, υπέρ της νίκης της σημερινής αντιπροέδρου εκφραζόταν το 72% και στη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ πίστευε μόνο το 23%.

Κατά την ίδια δημοσκόπηση, το 92% θεωρεί «σημαντικές» ως «πολύ σημαντικές» για τις διμερείς σχέσεις τις προσεχείς εκλογές, με το 71% να προβλέπει ότι οι γερμανοαμερικανικές σχέσεις, σήμερα σε μια από τις αρμονικότερες φάσεις τους, θα χειροτερέψουν σε περίπτωση εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ και το 72% να αναμένει μεταξύ άλλων αλλαγή πολιτικής και απομάκρυνση των ΗΠΑ από την περαιτέρω στήριξη της Ουκρανίας.

Αντιθέτως, η Κάμαλα Χάρις δεν έχει αφήσει αμφιβολίες: «Θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την Ουκρανία για όσο χρειαστεί», δηλώνει, σε απόλυτο συντονισμό με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς.

Ο Ντόναλντ Τραμπ από την άλλη πλευρά υπόσχεται ότι με τον ίδιο στον Λευκό Οίκο, ο πόλεμος θα λήξει πολύ σύντομα – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και για την τύχη των ουκρανικών εδαφών που κατέχουν σήμερα οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.

Ο ειδικός αναλυτής αμυντικής πολιτικής Νίκο Λάνγκε διατηρεί τις αμφιβολίες του για το ενδεχόμενο ο Ρεπουμπλικάνος να αλλάξει ριζικά πολιτική έναντι της Ουκρανίας. «Δεν ξέρουμε. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αν κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ, θα εγκαταλείψει την Ουκρανία στην τύχη της», εξήγησε στη DW ο κ. Λάνγκε.

Η εικόνα ίσως είναι πιο καθαρή στην περίπτωση του ΝΑΤΟ. Η αμερικανίδα αντιπρόεδρος τάσσεται σθεναρά υπέρ της διατλαντικής συνεργασίας και της Συμμαχίας. «Σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς, είναι σαφές ότι η Αμερική δεν μπορεί να υπαναχωρήσει», έχει δηλώσει επανειλημμένα η Κάμαλα Χάρις, η οποία τον Φεβρουάριο, στην Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, εκφράστηκε με ενθουσιασμό για τους ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δώσει ήδη από την πρώτη του θητεία δείγμα γραφής για τις απόψεις του σχετικά με την Συμμαχία: οι σύμμαχοι πρέπει να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, να μην τα περιμένουν όλα από τις ΗΠΑ, ήταν η μόνιμη επωδός, στην οποία προστέθηκε η ευθεία αμφισβήτηση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής (σ.σ. του άρθρου 5), ακόμη και η υποβάθμιση του ρόλου του ΝΑΤΟ και η απειλή αποχώρησης των ΗΠΑ από τους κόλπους του.

Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε στους Ευρωπαίους ότι πρέπει να μπορούν να αντεπεξέλθουν οι ίδιοι στις απειλές εναντίον της σταθερότητας και της ασφάλειας της ηπείρου και να μην αφήνουν σε τόσο μεγάλο βαθμό την τύχη τους στην Ουάσιγκτον. Ο Όλαφ Σολτς αποφάσισε ότι οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις οφείλουν να εκσυγχρονιστούν. Ταυτόχρονα όμως επαναλαμβάνει διαρκώς ότι οι ΗΠΑ έχουν ηγετική θέση στο ζήτημα της στήριξης των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και εξαρτά την μελλοντική στάση του Βερολίνου σε μεγάλο βαθμό από αυτήν της Ουάσιγκτον.

Οι Ιταλοί «κλίνουν» προς Τραμπ

Η Ιταλία παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον την αμερικανική προεκλογική εκστρατεία και, έστω και αν δεν υπήρξαν οξυμένες αντιπαραθέσεις, κάποια από τα μεγαλύτερα κόμματα -άμεσα ή έμμεσα- αποφάσισαν να πάρουν θέση. Σε ό,τι αφορά τον συντηρητικό συνασπισμό που κυβερνά την χώρα, μπορεί η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι να προσπάθησε να τηρήσει ίσες αποστάσεις, αλλά είναι σαφές ότι τα περισσότερα οργανωμένα μέλη του κόμματός της, Αδέλφια της Ιταλίας, «κλίνουν» προς τον ρεπουμπλικανό υποψήφιο. Το κύριο ισχυρό, κοινό σημείο που εντοπίζουν, όπως προκύπτει, είναι, πρώτα απ΄όλα, η στρατηγική για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού. Σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, βέβαια, θα πρέπει να δούμε αν η Μελόνι θα αποφασίσει να αναθεωρήσει την στάση της στο Ουκρανικό. Ως γνωστόν, έως τώρα ενέκρινε όλους τους χειρισμούς της κυβέρνησης Μπάιντεν και εξέφρασε πλήρη στήριξη στο Κίεβο, με αποστολή στρατιωτικής βοήθειας.

Όσο για την Λέγκα, ο γραμματέας της και υπουργός Μεταφορών, Ματέο Σαλβίνι, είναι σίγουρα ο φανατικότερος υποστηρικτής του Ντόναλντ Τραμπ, σε όλη την ιταλική πολιτική σκηνή. «Ελπίζω να κερδίσει, αντιπροσωπεύει το μέλλον και θα προστατέψει τα δικαιώματα και την ελευθερία», δήλωσε ο Σαλβίνι. Τα κοινά σημεία του κόμματός του με την ατζέντα των ρεπουμπλικανών, όπως τονίζει, είναι κύριας πολιτικής σημασίας: «από την προστασία της οικογένειας, μέχρι την ασφάλεια, την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και των θρησκευτικών φανατισμών». Ο Σαλβίνι, μάλιστα, παρομοίασε τις δικαστικές περιπέτειες του Τραμπ με εκείνες του Ιταλού μεγιστάνα και πρώην πρωθυπουργού, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Κάποιοι άλλοι, πάντως, προτίμησαν να τηρήσουν στάση αναμονής. Είναι η περίπτωση του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια, δημιούργημα του ίδιου του «Καβαλιέρε». «Δεν θελήσαμε να παρέμβουμε στην αμερικανική εκλογική κούρσα. Είμαστε φίλοι των Ηνωμένων Πολιτειών και θα εργαστούμε αποδοτικά μαζί τους, ανεξάρτητα από το ποιός θα εκλεγεί» επανέλαβε, κατά την διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών και νυν αρχηγός της Φόρτσα Ιτάλια, Αντόνιο Ταγιάνι.

Όσο για την αντιπολίτευση και το κίνημα Πέντε Αστέρων αποφάσισε να μην εκφράσει σαφή προτίμηση. «Όποιος και αν κερδίσει, θα πρέπει να επιδιώξουμε την διατήρηση καλών σχέσεων, με στόχο την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων. Όταν πρόκειται για υποψήφιους ξένων χωρών, δεν θέλω να εκφέρω γνώμη», είναι η θέση του αρχηγού των «πεντάστερων» και πρώην πρωθυπουργού, Τζουζέπε Κόντε.

Σε ό,τι αφορά, τέλος, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, η στήριξη της Κάμαλα Χάρις είναι σαφέστατη. Η γραμματέας των Ιταλών «Δημοκρατικών», Έλι Σλάιν, υπογράμμισε ότι η αντιπρόεδρος της αμερικανικής κυβέρνησης έδειξε θάρρος και έδωσε έμφαση σε βασικά θέματα, όπως στο δικαίωμα στην στέγη, στην περίθαλψη, στην εργασία και στο ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να πληρώνονται αξιοπρεπώς.

Πέρα από τον χώρο της πολιτικής υπάρχουν, βέβαια, ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις έμπειρων σχολιαστών. Όπως, για παράδειγμα, του Τζιάνι Ριότα, πρώην διευθυντή ειδήσεων του πρώτου τηλεοπτικού καναλιού της Rai και της εφημερίδας La Stampa. Ο Ριότα, ο οποίος γνωρίζει καλά τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτιμά ότι στο τελικό αποτέλεσμα θα βαρύνουν -όσο ποτέ άλλοτε- τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, ειδικότερα, το TikTok. Mε πολλές νέες γυναίκες, tiktokers, οι οποίες κινητοποιήθηκαν υπέρ της Κάμαλα Χάρις και, αντίστοιχα, άνδρες ηλικίας μέχρι τριάντα ετών οι οποίοι, με τα σύντομα βίντεο, στήριξαν ανεπιφύλακτα τον Τραμπ.

Ένας άλλος έμπειρος αναλυτής, ο Αμερικανός δημοσιογράφος ‘Αλαν Φρίντμαν, ο οποίος ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Ιταλία και εξέδωσε βιογραφία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, προχώρησε σε σαφέστερη πρόβλεψη: « έχω την αίσθηση ότι ο Τραμπ μπορεί να τα καταφέρει, διότι και στο παρελθόν διαπιστώσαμε ότι έλαβε περισσότερες ψήφους απ΄ότι μας έλεγαν τα διάφορα γκάλοπ». Σύμφωνα με τον Φρίντμαν «πολλοί Αμερικανοί ντρέπονται να πουν ότι σκοπεύουν να επιλέξουν τον υποψήφιο των ρεπουμπλικανών και, για τον λόγο αυτό, δεν απαντούν στους δημοσκόπους»

Ποιόν θα στήριζαν, όμως, οι Ιταλοί, αν είχαν δικαίωμα ψήφου στις αμερικανικές εκλογές; Σύμφωνα με γκάλοπ της εταιρίας Youtrend, το 78% των ερωτηθέντων θα εμπιστευόταν την Κάμαλα Χάρις, και μόνον το 22% τον Τραμπ.

Μοιάζει σχεδόν αυτονόητο ότι το 95% των ψηφοφόρων του Ιταλικού, κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος στηρίζει δυναμικά την Αμερικανίδα αντιπρόεδρο. Αυτό που προκαλεί έκπληξη, όμως, είναι ότι και το 49% των πολιτών που, σύμφωνα με το συγκεκριμένο στατιστικό δείγμα, πριν δυο χρόνια επέλεξαν το κόμμα της Μελόνι, θα «σταύρωνε» επίσης, την υποψήφια των «Democrats». Όσο για τους οπαδούς των Ιταλών «πεντάστερων», ο μεγιστάνας που έλαβε το χρίσμα των ρεπουμπλικανών και έβαλε και πάλι στο μάτι την πολυθρόνα του οβάλ γραφείου, επιλέγεται μόνο από το 15% των ερωτηθέντων. Βάσει της ανάλυσης του Άλαν Φρίντμαν, πάντως, θα είχε ενδιαφέρον να καταλάβει, κανείς αν -και εδώ στην Ιταλία- κάποιοι μπορεί να αποφεύγουν να δηλώσουν ανοικτά ότι συμπαθούν και θα στήριζαν, ως νέο πλανητάρχη, τον Ντόναλντ Τραμπ.

Οι Γάλλοι φοβούνται

Στην Γαλλία ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει πολλές συμπάθειες. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το ποσοστό των Γάλλων που θα ήθελαν να τον δουν νικητή στις επικείμενες αμερικανικές εκλογές μετά βίας προσεγγίζει το 15%, κάτι που φυσικά δεν αφήνει αδιάφορο το εγχώριο πολιτικό προσωπικό. Έτσι, ελάχιστα είναι τα πολιτικά πρόσωπα που έχουν δημοσίως ταχθεί υπέρ του Τραμπ, εκτός από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις παραγόντων, προσκείμενων κυρίως στον χώρο της ακροδεξιάς, όπως για παράδειγμα ο πρόεδρος του κόμματος της Μαρίν Λεπέν Τζορντάν Μπαρντελά, ο οποίος δήλωσε πως εκτιμά τον Τραμπ «για τον πατριωτισμό του». Η ίδια η Μαρίν Λεπέν που κατά το παρελθόν είχε ταχθεί υπέρ του Τραμπ, προς το παρόν παραμένει σιωπηρή, λαμβάνοντας ίσως υπόψιν ότι ενώ του είχε ζητήσει να τον επισκεφθεί, ουδέποτε έλαβε την σχετική πρόσκληση.

Από την άλλη, βεβαίως, η τετραετία Μπάιντεν κάθε άλλο παρά ήταν μία ειδυλλιακή περίοδος στις σχέσεις της Γαλλίας με τις ΗΠΑ. Στο πολιτικό επίπεδο σημαδεύτηκε από την αιφνίδια αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανισταν, ενώ στο οικονομικό επίπεδο o αμερικανικός νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act), που επιδοτεί με δισεκατομμύρια δολάρια τις αμερικανικές επιχειρήσεις, έχει δημιουργήσει οξυμένα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στις γαλλικές και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.

Αυτό που πρωτίστως όμως ανησυχεί τους Γάλλους, ενόψει μίας πιθανής νίκης του Τραμπ στις εκλογές, είναι το τι μέλλει γενέσθαι με το ουκρανικό ζήτημα, το οποίο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων έχει δηλώσει πως αν εκλεγεί Πρόεδρος θα το λύσει «μέσα σε 24 ώρες». Αν αυτό σημαίνει ότι θα το «λύσει» ο ίδιος σε συνεργασία με τον Πούτιν, ερήμην ενδεχομένως των Ευρωπαίων, ίσως δε ακόμη και των Ουκρανών, τότε η Γαλλία, που είναι η σημαντικότερη στρατιωτική δύναμη στην ΕΕ, και μαζί της όλη η Ευρώπη, θα βρεθούν ενώπιον πελώριων διλημμάτων. Ο κίνδυνος διχασμού εν προκειμένω της ΕΕ, αλλά και του ΝΑΤΟ, είναι απολύτως υπαρκτός, αφού τα κράτη μέλη τους θα πρέπει επί της ουσίας να αποφασίσουν «με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν».

Τέλος, δεν είναι λίγοι αυτοί που διατυπώνουν ανησυχίες στην Γαλλία ως προς τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή μετά τις αμερικανικές εκλογές. Στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ τα ακροδεξιά κόμματα βρίσκονται σε άνοδο, σε αρκετές χώρες είτε κυβερνούν, είτε συμμετέχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας, και σε περίπτωση επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν, προς μεγάλη ικανοποίηση πρωθυπουργών, όπως η Μελόνι στην Ιταλία και ο Όρμπαν στην Ουγγαρία.

Οι μόνοι που, ωστόσο, δεν φαίνεται να συμμερίζονται τις ανησυχίες αυτές είναι οι θαμώνες του Harry’s Bar στο Παρίσι, στην περιοχή της Όπερας. Ένα αμερικανικό μπαρ που φέτος συμπληρώνει 100 χρόνια ζωής, το άνοιξε ένας αμερικανός στρατιώτης, ονόματι Harry Mac Elhone που πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και το οποίο και αυτή την φορά, όπως κάνει εδώ και έναν αιώνα, διοργανώνει τη δική του εκλογική δοκιμασία. Στήνει κάλπη ένα μήνα πριν την επίσημη ημερομηνία των αμερικανικών εκλογών και όσοι πελάτες του έχουν αμερικανικό διαβατήριο έχουν και δικαίωμα ψήφου. Η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων γίνεται στο τέλος κάθε εβδομάδας από τον μπάρμαν και προς το παρόν η Κάμαλα Χάρις, λαμβάνοντας 302 ψήφους προηγειται του Ντόναλντ Τραμπ που έχει 265 ψήφους. Όπως βεβαιώνει ο σημερινός ιδιοκτήτης, δισέγγονος του πρώτου ιδιοκτήτη, τα εκλογικά αποτέλεσμα του Harry’s Bar πάντα επιβεβαιώνονται, με εξαίρεση τις αναμετρήσεις Κάρτερ – Φορντ το 1976 και Μπους – Κέρι το 2004.

Οι Τούρκοι βολιδοσκοπούν

Οι Τούρκοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είναι προσεκτικοί στις δημόσιες τοποθετήσεις τους όσον αφορά τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, ώστε να μην αφήσουν περιθώρια παρερμηνειών από την πλευρά της Ουάσιγκτον και να αποφύγουν μετεκλογικά πιθανές σκιές στις σχέσεις τους με τον νέο πρόεδρο, όποιος κι αν είναι αυτός.

Πάντως ο ίδιος ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όταν ρωτήθηκε κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο, δήλωσε: «Ελπίζω ότι ο επόμενος πρόεδρος δεν θα κάνει τον απερχόμενο να φαίνεται καλύτερος. Διότι, το θέμα των F-35 με τις ΗΠΑ δεν το βιώσαμε μόνο κατά την περίοδο του κ. Ντόναλντ Τραμπ, αλλά συνεχίστηκε και μετά. Όλοι μάς προκάλεσαν απογοήτευση. Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι, όσο και οι Δημοκρατικοί».

Στην ‘Άγκυρα βλέπουν ότι ο ρεπουμπλικάνος Ντόναλντ Τραμπ και η δημοκρατική Καμάλα Χάρις έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον πρόεδρο Ερντογάν. Ο Σινάν Ουλγκέν, διευθυντής του Κέντρου Μελετών Οικονομίας και Εξωτερικής Πολιτικής (EDAM), υπενθυμίζει στη «Φωνή της Αμερικής» ότι η σχέση του Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ ήταν ισχυρή κατά τη διάρκεια της προεδρίας του δεύτερου. Ο Τούρκος καθηγητής προβλέπει επίσης ότι «αν η Καμάλα Χάρις κερδίσει τις εκλογές, οι σχέσεις μεταξύ της Χάρις και του Ερντογάν, είναι πιθανό να είναι πολύ πιο ρηχές», όπως ήταν και οι σχέσεις μεταξύ του προέδρου Μπάιντεν και του Ερντογάν.

Μια αλλαγή στα ανώτερα κλιμάκια της αμερικανικής διπλωματίας, σε περίπτωση νίκης του Τραμπ, θα έδινε πιθανώς την ευκαιρία στον Τούρκο πρόεδρο να επιχειρήσει την ανατροπή της εικόνας του ανυπόληπτου συμμάχου που έχει η χώρα του στην Ουάσινγκτον. Αυτό φυσικά στον βαθμό του εφικτού, καθώς η διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών δεν είναι μόνο θέμα προσώπων, αλλά κυρίως αλληλοσυγκρουόμενων πολιτικών στόχων – οι ΗΠΑ θεωρούνται εμπόδιο για την υλοποίηση των τουρκικών φιλοδοξιών στην περιοχή, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία.

Διάχυτη είναι πάντως η πεποίθηση μεταξύ των Τούρκων πολιτικών αναλυτών ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα αισθανόταν πιο άνετα με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, παρά το γεγονός ότι η σημερινή σχέση «προβληματικής συμμαχίας» μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας είναι η κατάληξη μίας σειράς επεισοδίων που ξεκίνησαν επί προεδρικής θητείας Τραμπ. Στις εκλογές τον Νοέμβριο του 2016 ο Τούρκος πρόεδρος στήριξε τον Τραμπ, στη συνέχεια μάλλον το μετάνιωσε.

Ωστόσο, δεν περνάει απαρατήρητο το γεγονός ότι ο Ερντογάν συναντήθηκε στο παρελθόν εννέα φορές με τον Αμερικανό πρόεδρο, κατά τη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, μία εκ των οποίων στην Ουάσιγκτον. Ο Μπάιντεν και ο Ερντογάν, από την άλλη, συναντήθηκαν μόνο μία φορά και είχαν επιπλέον κάποιες ολιγόλεπτες άτυπες συναντήσεις στο περιθώριο διεθνών συνόδων κορυφής.

Η Κάμαλα Χάρις δεν έχει δώσει πολλά δείγματα γραφής, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της. Κατά τη διάρκεια της αντιπροεδρίας της συμμετείχε μόνο σε δύο μεγάλες διεθνείς συναντήσεις. Η πρώτη ήταν ως επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια το 2022. Η δεύτερη ήταν η ειρηνευτική σύνοδος κορυφής για την Ουκρανία στην Ελβετία τον Ιούνιο του 2024. Πολλοί επισημαίνουν ωστόσο τα ονόματα που την πλαισίωναν σε αυτές τις δύο συναντήσεις, οι οποίοι έχουν μεγάλη εμπειρία στην εξωτερική πολιτική: ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στη Διάσκεψη του Μονάχου και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν στην Ελβετία.

Η Χάρις θεωρείται περισσότερο «προβλέψιμη» σε σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτό εμπεριέχει λιγότερα ρίσκα, καθιστά την πολιτική της ίσως πιο αξιόπιστη για την ‘Άγκυρα.

Οι σχέσεις του Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν από την άλλη είχαν στο παρελθόν πολλές και ακραίες διακυμάνσεις. Το 2012, πολύ πριν μετακομίσει στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ έβλεπε στην Τουρκία του Ερντογάν επενδυτικές ευκαιρίες και έτσι αποφάσισε να χτίσει τους δίδυμους πύργους «Trump Towers» σε μία από τις πιο ακριβές περιοχές της Κωνσταντινούπολης με τη συνδρομή φιλικών προς τον Τούρκο πρόεδρο επιχειρηματιών την εποχή εκείνη. Αλλά και αργότερα, όταν οι σχέσεις τους πλέον έγιναν προβληματικές, διατήρησαν έναν δίαυλο επικοινωνίας μέσω των γαμπρών τους, του Τζάρεντ Κούσνερ και του Μπεράτ Αλμπαϊράκ.

Η απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος το 2016 δεν άφησε ανεπηρέαστες τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, καθώς ο Ερντογάν έβλεπε αμερικανικό δάκτυλο πίσω από την προσπάθεια αιματηρής ανατροπής της τουρκικής κυβέρνησης. Το άσυλο που παρείχαν οι ΗΠΑ στον ιεροκήρυκα Φετχουλάχ Γκιουλέν, τον ιθύνοντα νου πίσω από το πραξικόπημα σύμφωνα με την ‘Άγκυρα, ενίσχυε την άποψη αυτή. Ο θάνατος του Γκιουλέν, στις 20 Οκτωβρίου, αφαιρεί πλέον ένα μεγάλο βαρίδι από τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ακριβώς λίγο πριν από την αλλαγή φρουράς στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στα απόνερα του στρατιωτικού κινήματος, ήρθε να βαρύνει ακόμη περισσότερο τις διμερείς σχέσεις η υπόθεση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, που αντιμετώπιζε ποινή ισόβιας κάθειρξης για εμπλοκή του, σύμφωνα με τις τουρκικές αρχές, στο πραξικόπημα. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες της εποχής, ο Τραμπ αρνήθηκε να δώσει τον Γκιουλέν με αντάλλαγμα τον Μπράνσον και πέτυχε τελικά την απελευθέρωσή του απειλώντας να καταστρέψει την τουρκική οικονομία.

Επί προεδρίας Τραμπ επίσης η Τουρκία αποβλήθηκε από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35, σε εφαρμογή του νόμου για την «Αντιμετώπιση των Εχθρών της Αμερικής μέσω Κυρώσεων» (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act-CAATSA), μετά την προμήθεια από την Τουρκία του αντιαεροπορικού συστήματος S-400, μέσω του οποίου η Μόσχα θα μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση στα μυστικά του αεροσκάφους και να αχρηστεύσει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα στο πεδίο της μάχης. Η Τουρκία θα πρέπει να διαπραγματευτεί τώρα με τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ εάν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής της στο πρόγραμμα και με ποιους όρους ή αν και πώς θα επιτύχει την επιστροφή των 1,45 δισ. δολαρίων που κατέβαλε για τη συμμετοχή της στην κοινοπραξία.

Στο μεταξύ προέκυψε και η υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank, η διοίκηση της οποίας παραπέμφθηκε στην αμερικανική Δικαιοσύνη με την κατηγορία της παραβίασης των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν.

Σε μεγάλο «αγκάθι» ωστόσο στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις αναδεικνύεται το Κουρδικό. Ο εμφύλιος στη Συρία αρχικά και ο πόλεμος στη Γάζα και στον Λίβανο τον τελευταίο ένα χρόνο, επαναπροσδιόρισαν τον τρόπο προσέγγισης της Ουάσινγκτον στο πρόβλημα, που με τη στρατιωτική της παρουσία στη Συρία στηρίζει τους Κούρδους στα ανατολικά του Ευφράτη. Η Τουρκία αντιμετωπίζει ως απειλή για τη δική της εδαφική ακεραιότητα την προοπτική δημιουργίας μίας κουρδικής οντότητας -πολλώ δε μάλλον κράτους- στη βόρεια Συρία, ακριβώς δίπλα από τα σύνορα της. Οι Κούρδοι της Συρίας για την Τουρκία είναι το «ίδιο και το αυτό» με το ΡΚΚ, που επί 40 χρόνια επιδίδεται σε ένοπλες επιθέσεις εις βάρος της.

Ο Τούρκος δημοσιογράφος Φεχίμ Τάστεκιν περιγράφει πώς η ‘Άγκυρα βλέπει τις σχέσεις της με την Ουάσινγκτον υπό το πρίσμα του Κουρδικού, μία προσέγγιση που ενίοτε οι διπλωμάτες στις δυτικές πρωτεύουσες δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι η κυρίαρχη στα κέντρα λήψης αποφάσεων της γειτονικής χώρας και είναι αυτή που σήμερα ωθεί εν πολλοίς την Τουρκία στο να επανακαθορίζει τις σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τον Τάστεκιν: «Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν όλες τις δυνατότητές τους για να αλλάξουν την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή με τη βοήθεια του Ισραήλ, του “εκτελεστή” τους στην περιοχή. Βλέπουμε ότι σε αυτή τη διαδικασία, κάποιοι παίρνουν θέση υιοθετώντας την άποψη ότι θα δημιουργηθεί ένας νέος κόσμος και οι Κούρδοι θα λάβουν τη θέση τους σε αυτόν. Αυτοί που κάνουν υπολογισμούς με άξονα τη Ροζάβα (σ.σ. την ελεγχόμενη από τους Κούρδους βορειοανατολική Συρία) τοποθετούν τους εαυτούς τους ως δυνητικούς συμμάχους των ΗΠΑ, του Ισραήλ και των χωρών του Κόλπου. Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάρρευση του άξονα αντίστασης που εκτείνεται από τη Γάζα στον Λίβανο, στη Συρία, στο Ιράκ και στο Ιράν θεωρείται ευκαιρία. Φυσικά, αυτό έχει αντίκτυπο στην ‘Άγκυρα και οι εκτιμήσεις γίνονται ανάλογα».

Συμπερασματικά, για την ‘Άγκυρα, τρία είναι τα βασικά ανοικτά κεφάλαια αυτή τη στιγμή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και, αν δεν υπάρξουν ανατροπές, αυτά θα κληθεί να χειριστεί μετά την ορκωμοσία του τον Ιανουάριο ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών:

α) Η υποστήριξη των ΗΠΑ προς τους Κούρδους της Συρίας. Στην προηγούμενη του θητεία ο Τραμπ είχε υποσχεθεί απόσυρση των Αμερικανικών στρατευμάτων, υπόσχεση που δεν τήρησε τελικά. Είχε μάλιστα στείλει μία ιστορική επιστολή με την οποία, καταρρίπτοντας όλα τα ειωθότα της διπλωματικής γλώσσας, ζητούσε από τον Ερντογάν να καταλήξει σε συμφωνία με τον στρατιωτικό ηγέτη των ελεγχόμενων από τους Κούρδους Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων. Η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση από την άλλη δεν έχει δώσει ενδείξεις για επικείμενη στρατιωτική απόσυρση από τη Συρία. Σε κάθε περίπτωση, μία αποδυνάμωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή θεωρείται απίθανη υπό τις δεδομένες συνθήκες πολέμου.

β) Η αγορά από την Τουρκία των αεροσκαφών F-16. Η υλοποίηση του προγράμματος έχει δρομολογηθεί και οι δύο πλευρές διαπραγματεύονται σε τεχνικό επίπεδο. Δεν αναμένεται να υπάρξουν αντιρρήσεις σε περίπτωση εκλογικής νίκης της Χάρις – επί προεδρίας Μπάιντεν έκλεισε άλλωστε η συμφωνία. Η πλευρά Τραμπ δεν έχει δείξει τις προθέσεις της.

γ) Ο πόλεμος στη Γάζα και στον Λίβανο. Ο Τραμπ στήριξε ανοικτά το Ισραήλ και η στήριξη αντίστοιχα του Ερντογάν προς τη Χαμάς μπορεί να έχει επιπτώσεις. Η Χάρις από την άλλη είναι πιθανόν να συνεχίσει τη σημερινή αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή ή να πάρει αποστάσεις από κάποιες επιλογές της ισραηλινής κυβέρνησης, γεγονός που πιθανώς θα εξαλείψει δυνητικά ορισμένα σημεία τριβής στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης