Μπορεί μετά την ένταξη της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρες μέλος την 1η Ιανουαρίου 1995 να υπάρχουν διακυμάνσεις στη στάση του πληθυσμού απέναντι στη συμμετοχή της χώρας στην Ένωση, ωστόσο σε όλες τις δημοσκοπήσεις από την ένταξη έως σήμερα η πλειονότητα του πληθυσμού τάσσεται σταθερά υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε.
Το γεγονός αυτό επισημαίνεται σε ανάλυση του γενικού γραμματέα της Αυστριακής Εταιρείας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Πάουλ Σμιντ, στην οποία επισημαίνει ότι, παρά την κριτική που ασκείται στην ΕΕ, οι Αυστριακοί είναι πραγματιστές και γνωρίζουν πολύ καλά πως οι προκλήσεις που ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας μπορούν να λυθούν μόνον από κοινού.
Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη δημοσκόπηση, η πλειονότητα των Αυστριακών, σε ποσοστό 61%, εξακολουθεί να υποστηρίζει την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε, ενώ υπέρ της εξόδου της Αυστρίας τάσσονται 23% των ερωτηθέντων, με το ποσοστό εκείνων που δεν γνωρίζουν ή δεν απαντούν να βρίσκεται στο 16%.
Σημαντικό θεωρείται το γεγονός πως, μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μειώνεται στην Αυστρία το ποσοστό εκείνων που υποστηρίζουν αντίστοιχα μία έξοδο της χώρας τους από την Ενωση.
Κατανοώντας προφανώς αυτή την τάση, στροφή 180 μοιρών έχει κάνει στο μεταξύ διάστημα ο Νόρμπερτ Χόφερ, ο υπαρχηγός του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων και υποψήφιος του στις αυστριακές προεδρικές εκλογές και στον επαναληπτικό τους γύρο στις 4 Δεκεμβρίου, ο οποίος ξαφνικά εκτιμά πως μία έξοδος της Αυστρίας θα αποτελούσε “λάθος”, ενώ μέχρι πρόσφατα ο ίδιος ζητούσε επιτακτικά ένα δημοψήφισμα για την έξοδο από την Ε.Ε.
Ο Νόρμπερτ Χόφερ είχε συγκεντρώσει στον δεύτερο γύρο των αυστριακών προεδρικών εκλογών στις 22 Μαίου ένα εντυπωσιακό ποσοστό 49,7% και ηττήθηκε από τον αντίπαλό του, τον υποψήφιο των Πράσινων Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν (50,3%), αλλά ο Χόφερ, μη αναγνωρίζοντας το αποτέλεσμα, κατέθεσε με τους Ελευθέρους προσφυγή στο Αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο.
Κάνοντας δεκτή την προσφυγή της ακροδεξιάς, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αποφασίσει την 1η Ιουλίου την ακύρωση των εκλογών και την επανάληψή τους, που ορίστηκε αρχικά για τις 2 Οκτωβρίου και αναβλήθηκε για τις 4 Δεκεμβρίου, έπειτα από προβλήματα που παρουσιάστηκαν στην παραγωγή των φακέλων για τις επιστολικές ψήφους.
Γεγονός είναι πως, πριν από το βρετανικό δημοψήφισμα και σε σχετική δημοσκόπηση, 45% των Αυστριακών εμφανίζονταν να πιστεύουν πως για τη χώρα τους τα πράγματα θα ήταν καλύτερα χωρίς την ΕΕ, με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται μεταξύ των ψηφοφόρων του Κόμματος των Ελευθέρων έως και στο 80%.
Βέβαια στα άλλα αυστριακά κόμματα τα ποσοστά των υποστηρικτών της θέσης πως “εκτός της ΕΕ θα ήταν καλύτερα ή μάλλον καλύτερα” ήταν αρκετά χαμηλά και ανέρχονταν, στους ψηφοφόρους του κόμματος των Πράσινων της αντιπολίτευσης στο 12%, σ’ αυτους του επίσης αντιπολιτευόμενου νεοφιλελεύθερου ΝΕΟΣ στο 17%, ενώ στο κυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν στο 24% και στο συγκυβερνών συντηρητικό Λαικό Κόμμα στο 33%.
Στις συνολικά 51 δημοσκοπήσεις που έχει διενεργήσει η Εταιρεία Ευρωπαϊκής Πολιτικής από την ένταξη της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την 1η Ιανουαρίου 1995, σε όλες –και παρά τις διάφορες διακυμάνσεις– η πλειονότητα τάσσονταν πάντα υπέρ της συνέχισης της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ, με τον μέσο όρο (από όλες τις δημοσκοπήσεις) των υποστηρικτών να βρίσκεται στο 70% και των αντιπάλων στο 23%.
Η μεγαλύτερη υποστήριξη του αυστριακού πληθυσμού στην συμμετοχή της Αυστρίας στην ΕΕ είχε καταγραφεί σε ανάλογη δημοσκόπηση το καλοκαίρι του 2002, με ποσοστό 80%, ενώ το υψηλότερο ποσοστό για μία έξοδό της ήταν το 33% που προέκυψε σε δημοσκόπηση το 2008.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο δημοψήφισμα που είχε διενεργηθεί στην Αυστρία, πριν από σχεδόν 22 χρόνια, τον Ιούνιο του 1994, σχετικά με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, το ποσοστό του “Ναι” είχε ανέλθει στο 66,6% και υπήρξε το υψηλότερο που επιτεύχθηκε ποτέ σε δημοψήφισμα για την ένταξη μιας χώρας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ