Ακόμα και σε περιόδους πανδημίας, οι Αυστριακοί ανησυχούν για το θέμα της ένταξης προσφύγων και μεταναστών -συγκεκριμένα ανησυχεί ο ένας στους δύο-, όπως διαπιστώνει αντιπροσωπευτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Αυστριακού Ταμείου Ένταξης.

Όπως τόνισε κατά την παρουσίαση των ευρημάτων της έρευνας η Αυστριακή υπουργός Ενσωμάτωσης Σουζάνε Ράαμπ, πρόκειται για ένα προφανές θέμα διά μέσου των ετών ενώ η πανδημία καθιστά πιο δύσκολη την ένταξη, καθώς οι διαπροσωπικές επαφές θεωρούνται παράγοντας που ευνοούν τη μετάδοση.

Σε ποσοστό 55%, οι ερωτηθέντες στην έρευνα δήλωσαν ότι ανησυχούν «πολύ ή περισσότερο» για την ένταξη προσφύγων και μεταναστών, ενώ το 53% ανέφερε ως αιτία το πολιτικό Ισλάμ, κάτι που φέρνει τα δύο αυτά θέματα στην έκτη και στην όγδοη θέση του καταλόγου των ανησυχιών του πληθυσμού, στις οποίες αυτή τη στιγμή κυριαρχεί η πανδημία.

Η στάση του αυστριακού πληθυσμού ως προς τη συνύπαρξη με τους μετανάστες είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο, το 51% την περιγράφει σήμερα ως κακή, το 42 % ως καλή, σε περιοχές με πρόσφυγες το 59% βλέπει τη συνύπαρξη ως κακή, το 30% ως καλή, ενώ παρόμοια εικόνα εμφανίζεται κατά την αξιολόγηση της συνύπαρξης με μουσουλμάνους, η οποία από το 59% εκτιμάται κακή και μόνο από το 27% καλή.

Σύμφωνα με τον Πέτερ Χάγιεκ, τον υπεύθυνο της έρευνας, το αίσθημα ασφάλειας έχει «επιδεινωθεί σημαντικά» και σε αυτό μπορεί να παίζει ρόλο η τρομοκρατική επίθεση του περασμένου Νοεμβρίου (σ.σ. στις 2 Νοεμβρίου, στο κέντρο της Βιέννης, με ισλαμικό υπόβαθρο, που στοίχισε τη ζωή σε τέσσερις ανθρώπους).

Για τον Πέτερ Χάγιεκ, είναι «πραγματικά συναρπαστικό» το γεγονός ότι όσοι έχουν επαφή με μετανάστες αντιμετωπίζουν τη συνύπαρξη εξαιρετικά πιο θετικά. Όπως ο ίδιος επισημαίνει, «όταν έρχομαι ο ίδιος σε επαφή με μετανάστες έχω μπροστά μου ένα πρόσωπο για τους ανθρώπους αυτούς, έχω ανταλλαγή και επαφή και τότε έχω και μία πολύ καλύτερη στάση».

Αντιθέτως, όπως προσθέτει, «όταν η ομάδα είναι ανώνυμη και θεωρείται πλήθος, τότε υπάρχει περισσότερη ανησυχία και επομένως οι πολιτικοί πρέπει να δημιουργήσουν συνθήκες-πλαίσιο για να εντείνουν την επαφή».

Αυτό ακριβώς ανακοίνωσε για την εποχή μετά την πανδημία η υπουργός Ενσωμάτωσης σημειώνοντας ότι οι προσωπικές επαφές είναι επί του παρόντος πολύ περιορισμένες, αλλά αυτές είναι οι βάσεις για την ενσωμάτωση.

Όπως ανέφερε η Ράαμπ, έχουν γίνει προσπάθειες να στραφούν σε άλλες μορφές όπως τα διαδικτυακά μαθήματα γερμανικής γλώσσας, ωστόσο αυτό απλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την προσέγγιση των ανθρώπων,

Επομένως, κατά την άποψή της, μετά την πανδημία, το κέντρο βάρους πρέπει να δοθεί στις προσωπικές επαφές, όπως η ενίσχυση του εθελοντισμού και της εθελοντικής εργασίας, και επίσης πρέπει να επεκταθούν τα υποχρεωτικά μαθήματα γερμανικών και τα σεμινάρια για τις αξίες.