Έντονες αντιδράσεις από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα έχει προκαλέσει απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ιταλίας να ακυρώσει την ποινή ισόβιας κάθειρξης που έχει επιβληθεί σε έναν άνδρα, ο οποίος καταδικάστηκε για τον φόνο της συντρόφου του την εποχή του λοκντάουν λόγω της πανδημίας COVID-19, επειδή η πρωτόδικη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της τα ελαφρυντικά στοιχεία που συνδέονται με την πανδημία.

Η υπόθεση αφορά τον φόνο της Λορένα Κουαράντα, μιας 27χρονης τελειόφοιτης Ιατρικής από την πόλη Φαβάρα στην επαρχία του Αγκριτζέντο, τον Μάρτιο του 2020.

Ο σύντροφός της, ο 28χρονος τότε Καλαβρέζος νοσηλευτής Αντόνιο Ντε Πάτσε, ομολόγησε ότι τη στραγγάλισε στο σπίτι όπου διέμεναν στο Φούρτσι Σικούλο στην επαρχία της Μεσίνα.

Εξηγώντας την απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο ανακοίνωσε ότι οι δικαστές που του επέβαλαν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης “δεν εξέτασαν αν η συγκεκριμένη φύση της κατάστασης, η περίοδος της πανδημίας και η δυσκολία στην αντιμετώπισή της, συνιστούν παράγοντες που επηρεάζουν την έκταση της ποινικής ευθύνης”.

Ως εκ τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση και πάλι στο κατώτερο δικαστήριο για επανεξέταση.

Το θύμα επρόκειτο να αποφοιτήσει και εμφάνιζε συμπτώματα όπως ξηρό λαιμό επί εβδομάδες. Ο δράστης της γυναικοκτονίας, πεπεισμένος ότι η σύντροφός του είχε κολλήσει τον ιό, είχε αποφασίσει να επιστρέψει στους συγγενείς του στην Καλαβρία.

Η Κουαράντα τον παρακαλούσε να μη φύγει, να μείνει μαζί της και να της φέρει φάρμακα, αλλά εκείνος έπειτα από καυγά τη στραγγάλισε και στη συνέχεια έκοψε τις φλέβες του στην προσπάθειά του να αυτοκτονήσει προτού ειδοποιήσει την αστυνομία.

Η Ελιζαμπέτα Λανστελότα, μια βουλευτής του κόμματος της πρωθυπουργού Μελόνι, “Αδέλφια της Ιταλίας”, συγκαταλέγεται στους πολιτικούς εκείνους που εξέφρασαν την έκπληξή τους για την απόφαση.

“Οι ποινές θα πρέπει να γίνονται σεβαστές, αλλά είναι πιθανό να μη συμφωνήσει κάποιος με αυτές, όπως η απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να ακυρώσει την ποινή ισόβιας κάθειρξης που έχει επιβληθεί στον δολοφόνο της Λορένα Κουαράντα επειδή βίωνε στρες λόγω της πανδημίας.

“Η COVID δεν μπορεί και δεν θα πρέπει να γίνει ελαφρυντικός παράγοντας, ειδικά σε υποθέσεις γυναικοκτονίας. Στη διάρκεια της πανδημίας είδαμε μια αξιοσημείωτη αύξηση στην ενδοοικογενειακή βία που είχε αποτέλεσμα τραγωδίες και η σημερινή βία κινδυνεύει να καταστεί επικίνδυνο προηγούμενο. Η βία κατά των γυναικών δεν μπορεί να έχει ελαφρυντικά, από σεβασμό προς τα θύματα και τους αγαπημένους τους”, δήλωσε η Λαντσελότα.