Ένα ιδιότυπο «μπάσινγκ» της Γερμανίας εξαπλώνεται στην Ουκρανία – και όχι μόνο. Δεν είναι δίκαιο, η Γερμανία συνεισφέρει στον αγώνα της Ουκρανίας περισσότερο από πολλούς άλλους, σχολιάζει ο Μάρκο Μίλερ.
Απαιτήσεις, προσβολές και στη συνέχεια νέες απαιτήσεις. Αυτή τη μέθοδο φαίνεται να ακολουθεί η Ουκρανία όταν μιλάει με τη Γερμανία ή απλώς για τη Γερμανία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η άρνησή της να υποδεχθεί τον πρόεδρο της Γερμανίας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ μετά την κριτική για την πολιτική που ακολουθούσε παλαιότερα απέναντι στη Ρωσία, και ενώ ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι έκανε σφάλματα. Η μέθοδος γνωρίζει επιτυχία και συμπαρασύρει τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Δεν περνάει μέρα που να μην δέχεται κριτική η κυβέρνηση του Βερολίνου, που να μην ερωτηθεί κάποιο μέλος της κυβέρνησης πότε επιτέλους θα αποκηρυχθεί το ρωσικό πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο και γιατί η Γερμανία δεν έχει στείλει στους Ουκρανούς όλα τα όπλα που έχουν ζητήσει. Πρόκειται για μία θεατρική παράσταση, η οποία αρχίζει να γίνεται εκνευριστική και, αν μη τι άλλο, είναι περιττή.
Και αυτό για τους εξής λόγους: Πρώτον, από τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 μέχρι σήμερα η Γερμανία παραμένει ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της Ουκρανίας, μαζί με τις ΗΠΑ. Δεύτερον, η Γερμανία είναι μία από χώρες που υποδέχονται τους περισσότερους πρόσφυγες- αν εξαιρέσουμε τις χώρες εκείνες που μοιράζονται κοινά σύνορα με την Ουκρανία. Τρίτον, η Γερμανία είναι μία από τις χώρες που έχουν δώσει τα περισσότερα χρήματα στην Ουκρανία για την αγορά όπλων. Μόλις πρόσφατα ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς εξήγγειλε οικονομική βοήθεια δύο δισεκατομμυρίων ευρώ για εξοπλισμούς.
Πρέπει να βοηθήσουμε την Ουκρανία στον πόλεμο που διεξάγει με τη Ρωσία, περί αυτού δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά πόσο έξυπνο είναι για την Ουκρανία να εκτοξεύει αιτιάσεις και απαιτήσεις προς την πλευρά της γερμανικής κυβέρνησης; Όταν η Γερμανία προμηθεύει μερικά από τα όπλα που έχουν ζητηθεί, αυτό δεν είναι αρκετό. Όταν εξαγγέλλει νέα ενεργειακή πολιτική, με προοπτική να απομακρυνθεί από το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον λιγνίτη της Ρωσίας, η απάντηση είναι ότι ναι μεν η εξαγγελία είναι θετική, αλλά πρέπει να υλοποιηθεί αμέσως.
Η Γερμανία έχει κάνει στροφή 180 μοιρών.
Ξεχνούν, όσοι ισχυρίζονται όλα αυτά, ότι η Γερμανία πραγματοποιεί μία πρωτοφανή στροφή 180 μοιρών. Τερματίζει τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2. Ενισχύει τον γερμανικό στρατό, την Μπούντεσβερ, με εκατό δισεκατομμύρια ευρώ. Καταβάλλει χρήματα στην Ουκρανία για αγορά όπλων. Αναθεωρεί παραδοσιακές εμπορικές σχέσεις για την προμήθεια πρώτων υλών, ενώ ο υπουργός Οικονομίας εξετάζει μία παράταση λειτουργίας για λιγνιτωρυχεία και πυρηνικούς αντιδραστήρες στην ίδια τη Γερμανία. Όλα αυτά αποτελούν ριζική στροφή σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ποια άλλη χώρα στην Ευρώπη έχει αναθεωρήσει την πολιτική της με τόσο ριζοσπαστικό τρόπο και κυρίως με τόσο υψηλό κόστος;
Μεγαλύτερη ακόμη σύγχυση από την αντίδραση του Κιέβου προκαλεί η στάση ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών. Η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν επενδύει χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία στην τηλεφωνική διπλωματία, αλλά δεν δείχνει την ίδια αποφασιστικότητα για την υποδοχή προσφύγων, ενώ παρεμπιπτόντως έφερε και στο Παρίσι τον τελικό του Champions League, που επρόκειτο να διεξαχθεί σε ρωσικό έδαφος. Η Ιταλία επιδίδεται σε μεγαλόστομες εξαγγελίες, λέγοντας ότι η ίδια μπορεί να αποδεσμευθεί αμέσως από το ρωσικό φυσικό αέριο, υπονοώντας κατά συνέπεια πως η Γερμανία είναι εκείνη που μπλοκάρει ένα ευρωπαϊκό ενεργειακό εμπάργκο κατά της Ρωσίας. Η Πολωνία, χωρίς οποιαδήποτε προσυνεννόηση, πιέζει για την αποστολή πολεμικών αεροσκαφών στην Ουκρανία, αλλά μόνο μέσω των αμερικανικών βάσεων στη Γερμανία. Όσο για την Ουγγαρία, συνεχίζει ανενόχλητη να ακολουθεί φιλορωσική πολιτική, αγοράζοντας φυσικό αέριο σε προνομιακή τιμή και πληρώνοντας σε ρούβλια, εάν χρειαστεί.
Προκαλείται η εντύπωση ότι κάποιες ευρωπαϊκές χώρες θα ήθελαν να δουν τη Γερμανία να χάνει μέρος της οικονομικής της ισχύος και της ευημερίας της. Μήπως από χαιρεκακία; Δεν αποκλείεται. Αλλά είπαμε: Πρόκειται για μία περιττή θεατρική παράσταση. Στην ουσία όλοι έχουν τον ίδιο στόχο και αυτός δεν είναι άλλος από τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Η διχόνοια δεν ωφελεί παρά μόνο έναν: τον Βλάντιμιρ Πούτιν.
Ανταπόκριση από Deutsche Welle (DW)