Η προεκλαμψία είναι μια σοβαρή παθολογική κατάσταση της κύησης. Εμφανίζεται κυρίως στον άνθρωπο και πάρα πολύ σπάνια σε άλλα θηλαστικά. Χαρακτηρίζεται από τη λεγόμενη κλασική τριάδα που περιλαμβάνει την υπέρταση, την πρωτεϊνουρία, και το οίδημα. Είναι, κυρίως, νόσος των πρωτοτόκων γυναικών, στις οποίες εμφανίζεται σε ποσοστό 14 έως 20 % και σε ένα 5,7 με 7,3 % σε πολύτοκες γυναίκες.

Αφού διαγνωσθεί η νόσος, πρέπει η έγκυος, σε συνεννόηση με τον γυναικολόγο, να την αντιμετωπίσει. «Πρωταρχική μέριμνα σε κάθε περίπτωση προεκλαμψίας είναι η ασφάλεια της μητέρας και στη συνέχεια ο τοκετός ενός ζωντανού μεν, αλλά και ώριμου νεογνού, το οποίο δεν θα χρειασθεί παρατεταμένη αυξημένη φροντίδα στη μονάδα εντατικής θεραπείας των νεογνών».

Σε κάθε περίπτωση η ασθένεια καταπολεμάται οριστικά μόνο μετά τη γέννα. Είναι όμως αναγκαία η πρόωρη γέννα; Η απόφαση αυτή βαραίνει κατ’ αποκλειστικότητα τον γιατρό που παρακολουθεί την έγκυο, ο οποίος θα πρέπει να συνεκτιμήσει τα εξής:

– την κατάσταση τόσο της μητέρας όσο και του εμβρύου κατά τον χρόνο της αρχικής διάγνωσης,
– την ηλικία της κύησης, την εμφάνιση σημείων τοκετού, καθώς επίσης και την επιθυμία της μητέρας.

Όλες οι γυναίκες με ήπια προεκλαμψία θα πρέπει να εισάγονται στο νοσοκομείο, ώστε η παρακολούθηση τόσο εκείνης όσο και του εμβρύου να γίνεται με τον καλύτερο τρόπο.

Συγκεκριμένα, όταν η ασθενής βρίσκεται μέσα στο νοσοκομείο θα είναι δυνατός και θα πραγματοποιείται συχνά, τόσο ο απαιτούμενος εργαστηριακός έλεγχος όσο και ο υπερηχογραφικός έλεγχος της ανάπτυξης του εμβρύου, καθώς και η καθημερινή εκτίμηση της κλινικής εικόνας της εγκύου.

Η προεκλαμψία ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Εάν, όμως, παρουσιαστεί μείωση της αρτηριακής πίεσης, ενώ ταυτόχρονα η λευκωματουρία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα (
Όταν η προεκλαμψία είναι βαριάς μορφής

Οι κυήσεις που επιπλέκονται από βαριά προεκλαμψία συνδέονται με αυξημένη συχνότητα μητρικής και εμβρυϊκής θνησιμότητας. Το ενδεχόμενο περιγεννητικής επιβίωσης είναι αρκετά μικρό, όταν η νόσος εμφανίζεται πριν από την 24η εβδομάδα κύησης, όμως αυξάνεται αρκετά, όταν παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια ή μετά την 25η εβδομάδα κύησης.

Υπάρχει παγκόσμια ομοφωνία ότι σε όλες τις περιπτώσεις βαριάς προεκλαμψίας θα πρέπει να διενεργείται τοκετός, εάν η νόσος εμφανίζεται μετά την 34η εβδομάδα κύησης ή υπάρχουν ευρήματα πριν από την 35η εβδομάδα κύησης, όπως είναι η ρήξη των εμβρυϊκών υμένων, η σοβαρή ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης ή τέλος, μητρική ή εμβρυϊκή δυσφορία. Η αντιμετώπιση θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενδοφλέβια χορήγηση θειικού μαγνησίου για την πρόληψη των σπασμών, τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης της μητέρας, προκειμένου να διατηρείται αυτή σε ασφαλή επίπεδα με κατάλληλη αντιυπερτασική αγωγή και στη συνέχεια, θα πρέπει να διενεργείται τοκετός.

Αντίθετα, υπάρχουν διαφωνίες σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση μιας κύησης ίσης ή μικρότερης από 34 εβδομάδες. Ειδικότερα, σε ορισμένα κέντρα αναφοράς (μαιευτήρια) θεωρείται ο τοκετός ως η οριστική θεραπεία για όλες τις περιπτώσεις, ανεξάρτητα από την ηλικία κύησης, ενώ άλλοι υποστηρίζουν την παράταση της κύησης σε όλες τις περιπτώσεις με βαριά προεκλαμψία μέχρι την επίτευξη πνευμονικής ωριμότητας του εμβρύου, τη διαπίστωση μητρικής ή εμβρυϊκής δυσφορίας ή μέχρι τη συμπλήρωση των 36 εβδομάδων κυήσεως.

Η αντιμετώπιση της βαριάς προεκλαμψίας που εμφανίζεται στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου (24+ εβδομάδες κύησης) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο μαιευτικό δίλημμα.

Πηγή: tlife